Περίληψη: | Στην διπλωματική αυτή εργασία επιχειρείται ένας αναπροσανατολισμός της συζήτησης γύρω από την ιδέα του Gareth Evans περί μη-εννοιακού αντιληπτικού περιεχομένου. Πιο συγκεκριμένα, επιχειρείται μία μετατόπιση από τη διαμάχη γύρω από έννοιες ιδιοτήτων στον επιστημικό ρόλο που φαίνεται να έχει η μη-εννοιακή αντίληψη στη θεώρηση του Evans για τον μηχανισμό καθορισμού της αναφοράς των δεικτικών σκέψεων. Εξίσου βασικό στόχο της εργασίας αποτελεί και η ανάδειξη της σημαντικότητας του ερωτήματος για το αν μπορεί το υποκείμενο να «εκμεταλλεύεται» καταστάσεις που είναι μη-εννοιακές όσον αφορά τη δικαιολόγηση των αντιληπτικών του πεποιθήσεων, η οποία και φαίνεται πως πρέπει να έχει ιντερναλιστική μορφή. Η εργασία αποτελείται από δύο κεφάλαια-μέρη, με την αξίωση ότι τα συμπεράσματα του πρώτου κεφαλαίου μπορούν να δώσουν μία κατεύθυνση στο γνωσιολογικό ζήτημα της αντιληπτικής δικαιολόγησης που παραμένει ανοιχτό, όπως συμπεραίνεται στο δεύτερο κεφάλαιο. Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται λόγος για το πλαίσιο εντός του οποίου εμφανίζεται η ιδέα του μη-εννοιακού αντιληπτικού περιεχομένου στην γενικότερη θεωρία του Evans για την πληροφορία και για το πως ακριβώς εξυπηρετεί την υπέρβαση του προβλήματος της έμμεσης αναφοράς σε φυσικά αντικείμενα. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η κριτική που ασκεί ο Evans στο «Φωτογραφικό Μοντέλο της Νοητικής Αναπαράστασης», μία εξτερναλιστική προσέγγιση του προσδιορισμού του περιεχομένου των σκέψεων για αντικείμενα. Η κριτική αυτή μας οδηγεί στο συμπέρασμα ΄ότι ο Evans αποδίδει επιστημικό ρόλο στην μη-εννοιακή αντίληψη μέσα από τη συμβολή της αντιληπτικής συνείδησης. Το δεύτερο κεφάλαιο ασχολείται με το γνωσιολογικό επιχείρημα του John McDowell για την φύση της αντιληπτικής δικαιολόγησης, αλλά και με την μετέπειτα πρόσληψη της ιδέας του Evans περί μη-εννοιακού αντιληπτικού περιεχομένου, την διαμάχη γύρω από έννοιες ιδιοτήτων. Το επιχείρημα του McDowell για τη φύση της δικαιολόγησης, το οποίο και στηρίζει μέσα από τη θεωρία του για τις δεικτικές έννοιες, αποτελεί τη βάση της διαμάχης γύρω από τις έννοιες ιδιοτήτων. Η έκβαση που φαίνεται να έχει η διαμάχη αυτή, ωστόσο, δείχνει την αδυναμία της στρατηγικής των δεικτικών εννοιών να υποστηρίξει το προαναφερθέν γνωσιολογικό επιχείρημα του McDowell. Βασικό συμπέρασμα της εργασίας, έτσι, αποτελεί το ερώτημα για την δυνατότητα μη-καθαρά εξτερναλιστικής μορφής δικαιολόγησης, ακόμα και αν κατά την αντίληψη τα υποκείμενα αναπαριστούν περιεχόμενα που, όπως φαίνεται, δεν μπορούν να αναπαραστήσουν με όσες έννοιες κατέχουν τη στιγμή της αντίληψης. Η ιντερναλιστική μορφή αντιληπτικής δικαιολόγησης απαιτεί να έχουν τα υποκείμενα εσωτερική πρόσβαση σε κάτι που συμβαίνει στην αντίληψη, ώστε να έχει η αντίληψη, ως κατάσταση, επιστημικό ρόλο. Κρίνεται, έτσι, υποσχόμενη πρακτική η εξέταση του αν η αντιληπτική συνείδηση μπορεί να εξασφαλίσει τον επιστημικό ρόλο της μη-εννοιακής αντίληψης αναφορικά με το ζήτημα της αντιληπτικής δικαιολόγησης. Η πρόταση αυτή βασίζεται στο ότι η εβανσιανή προσέγγιση στο γνωσιολογικό ζήτημα του προσδιορισμού του περιεχομένου των δεικτικών σκέψεων φαίνεται να είναι ιντερναλιστικής μορφής χάρη στη συμβολή των φρεγκεανών τρόπων παρουσίασης ως νοήματα de re που εξασφαλίζουν στα υποκείμενα εσωτερική πρόσβαση στον τρόπο με τον οποίο απομονώνονται τα αντικείμενα των δεικτικών τους σκέψεων.
|