Περίληψη: | Η χειρουργική επέμβαση, η ακτινοθεραπεία και η χημειοθεραπεία με τεμοζολομίδη είναι η πρώτη γραμμή της θεραπείας του γλοιώματος . Το κύριο πρόβλημα με τη χημειοθεραπεία είναι η αδυναμία παροχής της σωστής ποσότητας φαρμάκου απευθείας στα καρκινικά κύτταρα. Αυτό οδηγή σε χαμηλή συγκέντρωση του φαρμάκου, και μπορεί να προκαλέσει σοβαρές παρενέργειες λόγω της έλλειψης εξειδίκευσης. Στοχευμένες τεχνικές χημειοθεραπείας και παράδοσης φαρμάκων εμφανίζονται ως μια ισχυρή μέθοδος για την αποφυγή τέτοιων προβλημάτων. Αυτό θα επιτρέψει τον επιλεκτικό και αποτελεσματικό εντοπισμό φαρμάκων σε προκαθορισμένους στόχους (π.χ. υπερεκφρασμένους υποδοχείς στον καρκίνο), μεγιστοποιώντας έτσι τον θεραπευτικό δείκτη και μειώνοντας την τοξικότητα. Ακολουθούμενη την ιδέα της στοχευμένη χημειοθεραπείας μία τριμοριακής ένωσης (S1ISR1) σχεζιάστηκε και συντέθηκε αποτελούμενη από το κυτταροτοξικό παράγοντα (τροποποιημένου μορίου sunitinib), το πεπτίδιο οδηγό RGDR (στοχεύει ιντεγκρίνες) και τον πεπτιδικό φορέα iCPP (υπεύθυνος για την ενδοκυττάρια μεταφορά). Για την αξιολόγηση του φαρμακοκινητικού προφίλ και της σταθερότητας του καινοτόμου συνθετικού μορίου (S1ISR1), του τροποποιημένου sunitinib καθώς και του εμπορικά διαθέσιμου sunitinib σε δείγματα πλάσματος ποντικού ήταν απαραίτητη η ανάπτυξη αναλυτικών μεθοδολογιών. Η τεχνική που επιλέχθηκε ήταν αυτή της υγρής χρωματογραφίας–δίδυμης φασματομετρίας μάζας (LC-MS/MS). Οι μέθοδοι που αναπτύχθηκαν in house για τον προσδιορισμό των αναλτών ήταν απλοί, γρήγοροι, ευαίσθητοι και επικυρώθηκαν βάσει επίσημων οδηγιών του FDA και του EMEA. Η γραμμικότητα βρέθηκε σε εύρος συγκεντρώσεων με συντελεστή προσδιορισμού ≥ 0.999, ενώ τα όρια ποσοτικού προσδιορισμού ήταν αρκετά χαμηλά για την ανίχνευση των αναλυτών σε όλα τα πειράματα. Τόσο του συντελεστή διακύμανσης (Coefcient of Variation (CV)) όσο και του σχετικού σφάλματος (Relative error (RE)) στην ανάλυση των δειγμάτων του πλάσματος ήταν εντός του αποδεκτού εύρους που απεικονίζει την υψηλή ακρίβεια και την πιστότητα των μεθοδών. Επίσης η απλή μέθοδος εκχύλισης με καθίζηση των πρωτεΐνών έδωσε ποσοτικοποίσιμη και αναπαραγώγιμη ανάκτηση στο πλάσμα ποντικού ≥90%. Οι αναπτύχθεισες μεθόδους χρησιμοποιήθηκαν επιτυχώς στην μελέτη της πρωτεολυτικής σταθερότητας ex νίνο και στις in vivo φαρμακοκινητικές μελές σε ποντίκια.
|