Περίληψη: | Τα καλλυντικά και τα προϊόντα προσωπικής περιποίησης χρησιμοποιούνται σε τεράστιες ποσότητες σε όλο τον κόσμο και όπως κάθε προϊόν που περιέχει νερό και οργανικές/ανόργανες ενώσεις, απαιτούν συντήρηση έναντι μικροβιακής μόλυνσης για να εγγυηθεί την ασφάλεια του καταναλωτή και να αυξήσει τη διάρκεια ζωής τους. Η μικροβιολογική ασφάλεια έχει ως κύριο στόχο την προστασία του καταναλωτή από δυνητικά παθογόνους μικροοργανισμούς, μαζί με τη συντήρηση του προϊόντος που προκύπτει από βιολογική και φυσικοχημική φθορά. Αυτό διασφαλίζεται με χημικές, φυσικές ή φυσικοχημικές στρατηγικές. Η πιο κοινή στρατηγική βασίζεται στην εφαρμογή αντιμικροβιακών παραγόντων, είτε με χρήση συνθετικών ή φυσικών ενώσεων, είτε ακόμη και πολυλειτουργικών συστατικών. Η τρέχουσα επικύρωση ενός συστήματος συντήρησης ακολουθεί την εφαρμογή καλών πρακτικών παραγωγής (GMPs), τον έλεγχο της πρώτης ύλης και την επαλήθευση της συντηρητικής επίδρασης με κατάλληλες μεθοδολογίες, συμπεριλαμβανομένης της δοκιμασίας πρόκλησης. Μεταξύ των συντηρητικών που περιγράφονται στους θετικούς καταλόγους των κανονισμών, υπάρχουν τα parabens, η ισοθειασολινόνη, τα οργανικά οξέα, οι απελευθερωτές φορμαλδεΰδης, η τρικλοζάνη και η χλωρεξιδίνη. Αυτοί οι χημικοί παράγοντες έχουν διαφορετικούς μηχανισμούς αντιμικροβιακής δράσης, ανάλογα με τη χημική τους δομή και την αντιδραστικότητα της λειτουργικής τους ομάδας. Τα συντηρητικά δρουν σε διάφορους κυτταρικούς στόχους. Ωστόσο, ενδέχεται να παρουσιάζουν τοξικές επιδράσεις στον καταναλωτή και στο περιβάλλον. Πολλά από αυτά τα προϊόντα είναι βιολογικά ενεργά και χαρακτηρίζονται από ανθεκτικότητα και δυνατότητα βιοσυσσώρευσης, αποτελώντας απειλή για το οικοσύστημα και την ανθρώπινη υγεία. Πράγματι, η χρήση τους σε υψηλές συγκεντρώσεις είναι πιο αποτελεσματική από την άποψη της συντήρησης, είναι ωστόσο τοξική για τον καταναλωτή και το περιβάλλον, ενώ σε χαμηλές συγκεντρώσεις μπορεί να αναπτυχθεί μικροβιακή αντοχή.
|