Παθογενετικοί μηχανισμοί ανάπτυξης του ουροθηλιακού καρκινώματος στον άνθρωπο

Το ουροθηλιακό καρκίνωμα προέρχεται από το ουροθήλιο το οποίο αντιστοιχεί στο επιθήλιο που επενδύει την ουροφόρο οδό. Αποτελεί έναν από τους συχνότερους καρκίνους του ανθρώπου καταλαμβάνοντας την 5η θέση μεταξύ όλων των καρκίνων στο δυτικό κόσμο. Οι σημαντικότεροι παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Αθανασοπούλου, Αφροδίτη
Άλλοι συγγραφείς: Πέτρου-Παπαδάκη, Ελένη
Μορφή: Thesis
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2009
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/1672
Περιγραφή
Περίληψη:Το ουροθηλιακό καρκίνωμα προέρχεται από το ουροθήλιο το οποίο αντιστοιχεί στο επιθήλιο που επενδύει την ουροφόρο οδό. Αποτελεί έναν από τους συχνότερους καρκίνους του ανθρώπου καταλαμβάνοντας την 5η θέση μεταξύ όλων των καρκίνων στο δυτικό κόσμο. Οι σημαντικότεροι παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη ουροθηλικού καρκινώματος είναι το κάπνισμα και η επαγγελματική έκθεση σε αρωματικές αμίνες. Τα ουροθηλιακά καρκινώματα διακρίνονται σε δύο φαινοτυπικές ποικιλίες με διαφορετική βιολογική συμπεριφορά και πρόγνωση αλλά και διαφορετικούς μηχανισμούς ανάπτυξης. Έτσι έχουμε τα χαμηλού βαθμού κακοήθειας νεοπλάσματα και τους διηθητικούς όγκους (υψηλού βαθμού κακοήθειας). Επιπλέον, ιδιαίτεροι παθογενετικοί μηχανισμοί χαρακτηρίζουν τα ουροθηλιακά νεοπλάσματα της ανώτερης ουροφόρου οδού. Στα χαμηλού βαθμού κακοήθειας νεοπλάσματα τα οποία προέρχονται από υπερπλαστικές αλλοιώσεις συναντάμε μεταλλάξεις των υποδοχέων FGFR3 και EGFR καθώς και του ογκογονιδίου H-RAS με αποτέλεσμα την ενεργοποίηση του μονοπατιού των RAS-MAP κινασών. Στους υψηλού βαθμού κακοήθειας (διηθητικους) όγκους οι οποίοι αναπτύσσονται de novo ή προέρχονται από καρκίνωμα in situ συναντάμε μεταλλάξεις των ογκογονιδίων p53, RB και p57. Επιπλέον χαρακτηρίζονται από υπερέκφραση της αντιαποπτωτικής πρωτεϊνης survivin, των καβεολινών 1 και 2, της COX-2, των μεταλλοπρωτεϊνασών και των επαγωγέων της αγγειογένεσης VEGF, VEGFR και bFGF, καθώς και από διαταραχή της έκφρασης των μορίων του κυτταροσκελετού. Τέλος έχει βρεθεί υπερέκφραση του παράγοντα OCT-4, ρυθμιστή της αυτοανανέωσης και της διαφοροποίησης στα εμβρυϊκά stem κύτταρα, δικαιώνοντας τη θεωρία των καρκινικών stem κυττάρων. Η απώλεια ετεροζυγωτίας του χρωμοσώματος 9 παίζει επίσης σημαντικό ρόλο στη ανάπτυξη ουροθηλιακών καρκινωμάτων και θεωρείται ότι εμπλέκεται στα πρώιμα στάδια της ογκογένεσης απαντώμενη έτσι και στις δύο φαινοτυπικές ποικιλίες. Αντίθετα, τα ουροθηλιακά νεοπλάσματα της ανώτερης ουροφόρου οδού χαρακτηρίζονται από ένα είδος γενετικής αστάθειας, την αστάθεια των μικροδορυφόρων. Η καλύτερη κατανόηση των παθογενετικών μηχανισμών ανάπτυξης των ουροθηλιακών καρκινωμάτων θα συμβάλλει τόσο στη δημιουργία νέων και αποτελεσματικότερων φαρμάκων όσο και στην εύρεση νέων μοριακών δεικτών. Ο προσδιορισμός τέτοιων βιολογικών δεικτών, θα βελτιώσει το screening και τη διάγνωση και θα βοηθήσει στον καλύτερο προσδιορισμό του κακοήθους δυναμικού αλλά και της πρόγνωσης των ουροθηλιακών καρκινωμάτων.