Περίληψη: | Η περιοχή έρευνας αποτελείται από την οροσειρά του Ελικώνα, το όρος Ξεροβούνι και τμήμα του όρους Νεραϊδολάκκωμα. Οι ορεινοί αυτοί όγκοι βρίσκονται στη Στερεά Ελλάδα και συγκεκριμένα στο νομό Βοιωτίας. Στην παρούσα εργασία εξετάζουμε τις πληροφορίες που αφορούν στο αβιοτικό περιβάλλον, όπως τοπογραφικές, γεωλογικές, κλιματικές και βιοκλιματικές. Η χλωρίδα της εξεταζόμενης περιοχής αποτελείται από 1273 taxa, από οποία τα 17 είναι Πτεριδόφυτα και τα 1256 Σπερματόφυτα. Το μεγαλύτερο μέρος των βιβλιογραφικών δεδομένων και συγκεκριμένα τα 335 από τα 448 taxa επιβεβαιώθηκαν, ενώ εντοπίστηκαν 825 νέα φυτικά taxa, αριθμός που αντιπροσωπεύει περίπου το 65% της χλωρίδας μας.
Από την ανάλυση του βιοφάσματος της χλωρίδας μας προκύπτει πως το υψηλό ποσοστό συμμετοχής (35,35 %) των θεροφύτων, αντικατοπτρίζει ένα μεσογειακού τύπου κλίμα, κύριο χαρακτηριστικό του οποίου είναι η παρατεταμένη θερμή και ξηρή περίοδος. Από την άλλη μεριά το σημαντικό ποσοστό των ημικρυπτοφύτων που ακολουθεί με μικρή διαφορά (32,83%) δείχνει την ισχυρή επίδραση που ασκεί το ορεινό ανάγλυφο της περιοχής στη σύνθεση της χλωρίδας μας. Η ενότητα των Βαλκανικών γεωστοιχείων αντιπροσωπεύεται από 127 taxa (10,03%). Από αυτά, τα 72 taxa χαρακτηρίζονται ως ενδημικά Βαλκανικά, ενώ τα 55 είναι Βαλκανικά Υπενδημικά.
Το ποσοστό ελληνικών ενδημικών ειδών ανέρχεται στο 9,16% της χλωρίδας των ορέων μας και αντιστοιχεί σε 116 taxa. Ο μεγάλος αριθμός ενδημικών γεωστοιχείων που καταγράφεται στην περιοχή μελέτης οφείλεται σε ένα σύνολο παραγόντων. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται: οι ποικίλες μονάδες βλάστησης που αναπτύσσονται στην εξαιρετικά εκτενή περιοχή μελέτης, η οποία εκτείνεται από το επίπεδο της θάλασσας έως την ανωδασική ζώνη, αλλά και η παρουσία οικοτόπων με ξεχωριστή οικολογία. Σημαντικό όμως ρόλο φαίνεται πώς έχει διαδραματίσει η γεωγραφική θέση της περιοχής μας και η εγγύτητα αυτής με την Πελοπόννησο, την Εύβοια, όσο και με τα χαμηλά όρη της Ανατ. Στερεάς (Γεράνεια, Κιθαιρώνας, Πατέρας) αλλά και υψηλά όρη που βρίσκονται δυτικότερα (Παρνασσός, Γκιώνα, Βαρδούσια). Πέραν των παραπάνω η παλαιογεωγραφία και η απουσία ισχυρών φυτογεωγραφικών εμποδίων αποτελούν παράγοντες που ευνόησαν τον εμπλουτισμό των ορέων που ερευνώνται με ενδιαφέροντα ενδημικά γεωστοιχεία.
Μεταξύ των φυτικών στοιχείων που διαμορφώνουν την χλωρίδα της περιοχής περιλαμβάνονται 65 taxa τα οποία θεωρούνται σημαντικά λόγω της σπανιότητας και των απειλών που αυτά δέχονται. Τα 6 από αυτά ανήκουν σε μια από τις κατηγορίες ερυθρών δεδομένων του Red Data Book of Rare of Threatened Plants of Greece (Phitoς et al, 1996) Συγκεκριμένα 3 taxa χαρακτηρίζονται εύτρωτα (V), 2 σπάνια (R) και 1 κινδυνεύων (E).
Επιπλέον 21 φυτικά είδη, εκ των οποίων τα 15 είναι ενδημικά, εντάσσονται σε κάποια από τις κατηγορίες ερυθρών δεδομένων της IUCN (1997). Επικρατεί η κατηγορία των σπάνιων (R) με 18 taxa, ενώ 2 taxa χαρακτηρίζονται ως εύτρωτα (V) και 1 ως απειλούμενο. Παράλληλα προχωρήσαμε σε τροποποιήσεις του status επικινδυνότητας ορισμένων στενότοπων ενδημικών ειδών, με βάση τις νέες κατηγορίες της Λίστας Ερυθρών δεδομένων και λαμβάνοντας υπόψη τόσο τα κριτήρια που υιοθετήθηκαν από τη IUCN. (IUCN, 2001), όσο και επιτόπιες παρατηρήσεις που έγιναν τόσο στην περιοχή έρευνας, όσο και σε γειτονικά όρη.
Προκειμένου να διερευνήσουμε τις φυτογεωγραφικές σχέσεις του ορεινού συγκροτήματος με τις υπόλοιπες φυτογεωγραφικές περιοχές της Ελλάδας, αλλά και με τα κυριότερα όρη της Στερεάς και Πελοποννήσου χρησιμοποιήσαμε τις εξαπλώσεις των ενδημικών taxa.
Έντονη λοιπόν εμφανίζεται η φυτογεωγραφική σύνδεση της περιοχής μας με την Πελοπόννησο, ενώ από τις υπόλοιπες γεωγραφικές περιοχές ξεχωρίζει το Δυτικό Αιγαίο, με την γειτονική και σε κοντινή απόσταση ευρισκόμενη Εύβοια. Τα υψηλά ποσοστά που καταγράφονται και στις δύο περιπτώσεις (76% και 49% αντίστοιχα) σχετίζονται με την παλαιογεωγραφική πορεία των παραπάνω περιοχών και συγκεκριμένα με την πρόσφατη αποχώρηση τους από την Στερεά Ελλάδα, αλλά και από την έλλειψη ισχυρών φυτογεωγραφικών εμποδίων, μιας που τόσο ο θαλάσσιος χώρος του Κορινθιακού όσο και αυτός του Ευβοϊκού δεν απομόνωσαν αποτελεσματικά τις τρεις γεωγραφικές περιοχές. Η ένταση των σχέσεων αυτών βαίνει μειούμενη με την ακόλουθη σειρά: Νότια Πίνδος, Ανατολική-Κεντρική, Βόρεια-Κεντρική Ελλάδα, Ιόνια Νησιά, Κρήτη, Κυκλάδες, Βόρεια Πίνδος κλπ.
Προκειμένου να διερευνηθεί η βλάστηση της περιοχής και να διακριθούν οι επιμέρους μονάδες της, επιλέχθηκαν 358 αντιπροσωπευτικές δειγματοληψίες. Κατά τη διάρκεια της συνθετικής φάσης χρησιμοποιήθηκαν σύγχρονες μέθοδοι πολυπαραγοντικής αριθμητικής επεξεργασίας οικολογικών δεδομένων. Για την κατάταξη των δεδομένων βλάστησης χρησιμοποιήθηκε η Detrended Correspondence Analysis (DCA), με τη βοήθεια του λογισμικού πακέτου πολυπαραγοντικής ανάλυσης PC-ORD 4.19 (Multivariate Analysis of Ecological Data, version 3.0 for Windows). Η μέθοδος κατάταξης εφαρμόστηκε συμπληρωματικά με τη μέθοδο ταξινόμησης TWINSPAN.
Από την επεξεργασία των δειγματοληψιών διακρίθηκαν 20 φυτοκοινωνίες, 2 υπο-φυτοκοινωνίες και 17 φυτοκοινότητες. Οι μονάδες που περιγράφονται για πρώτη φορά ανέρχονται σε 9. Από αυτές οι 3 αποτελούν νέες φυτοκοινωνίες, ενώ οι υπόλοιπες 6 μονάδες εντάχθηκαν σε ένα απροσδιόριστο ιεραρχικό επίπεδο Ταξινομικού συστήματος, αυτό της κοινότητας. Οι νεοπροσδιοριζόμενες φυτοκοινωνίες εντοπίζονται σε κάθετα ασβεστολιθικά βράχια, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των κοινοτήτων απαντώνται σε περιοχές όπου η βλάστηση έχει σημαντικά αλλοιωθεί, εξαιτίας της δράσης του ανθρώπινου παράγοντα, από τα βάθη των αιώνων έως σήμερα. Συγκεκριμένα οι περισσότερες νέες φυτοκοινότητες εντοπίζονται στον ανωδασικό χώρο αλλά και στον ξηρό θερμο-μεσογειακό όροφο βλάστησης.
Διαδοχή και εξέλιξη των μονάδων βλάστησης
Στην ενότητα αυτή παραθέτουμε την δυνητική επικρατούσα καθώς και την υφιστάμενη βλάστηση ανά όροφο βλάστησης. Παράλληλα σχολιάζουμε την φυτοδυναμική πορεία της βλάστησης κάτω από τη δράση των όποιων αρνητικών επεμβάσεων που ασκούνται στην περιοχή έρευνας.
Διερευνήθηκαν οι κυριότερες επεμβάσεις και οι επιπτώσεις αυτών στα οικοσυστήματα της περιοχής έρευνας. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται η παρουσία μεταλλείων βωξίτη, οι εκτεταμένες διανοίξεις δασικών δρόμων, οι πυρκαγιές, η βόσκηση, οι εκχερσώσεις, η παράνομη λειτουργία ανεξέλεγκτων χώρων διάθεσης απορριμμάτων κλπ.
Αξιολογήθηκαν 77 taxa τα οποία κρίθηκαν ότι εμφανίζουν σημαντικό ενδιαφέρον, είτε λόγω του περιορισμένου αριθμού και των σημαντικών κινδύνων που αυτά διατρέχουν, είτε για την ιδιαίτερη φυτογεωγραφική σημασία που κάποια από αυτά εμφανίζουν. Σε γενικές γραμμές η περιοχή έρευνας εμφανίζει εξαιρετική έως μεγάλη αξία για την διατήρηση ενός μεγάλου αριθμού από τα παραπάνω είδη.
Από την αξιολόγηση 15 τύπων οικοτόπων, που εμφανίζονται στην περιοχή μας προέκυψαν τα ακόλουθα: Υψηλό βαθμό συνολικής αξιολόγησης έλαβαν τα ευμεσογεικά βράχια και τα βραχώδη πρανή των υψηλών κορυφών. Ακολουθούν τα δάση φυλλοβόλων δρυών και Κεφαλληνιακής Ελάτης, ενώ ικανοποιητική σημασία έχουν οι μονάδες βλάστησης του ανωδασικού χώρου, οι πρινώνες, τα δάση αριάς, καθώς και αυτά της ελιάς και χαρουπιάς.
Παράλληλα προχωρήσαμε και στην αξιολόγηση της περιοχής στο σύνολο της, χρησιμοποιώντας τόσο εδώ όσο και στις αξιολογήσεις φυτικών ειδών και οικοτόπων μια σειρά ευρέων αποδεκτών κριτηρίων. Τέλος επισημαίνονται οι κυριότερες διαχειριστικές δράσεις που αποβλέπουν στη διατήρηση και προστασία των φυσικών οικοσυστημάτων αλλά και στην ανάδειξη της περιοχής.
|