Περίληψη: | Οι θυρεοειδικές ορμόνες (Τ3 και Τ4) είναι απαραίτητες στην ανάπτυξη, τη διαφοροποίηση και την ωρίμαση του νευρικού συστήματος. H δράση τους έχει συσχετιστεί με αλλαγές στη συμπεριφορά, ψυχικές και κινητικές δυσλειτουργίες.Η ντοπαμινεργική νεύρωση των βασικών γαγγλίων και κυρίως του ραβδωτού, είναι γνωστό ότι, παίζει κεντρικό ρόλο σ’ ένα ευρύ φάσμα κινητικών, γνωστικών και συναισθηματικών λειτουργιών.Ο υποθυρεοειδισμός προκαλεί μορφολογικές διαταραχές σε εγκέφαλο ενήλικα επίμυ, ακριβέστερα μείωση, αξονικής και δενδριτικής ανάπτυξης των νευρώνων του ραβδωτού, και τροποποιεί την ικανότητα δέσμευσης ανταγωνιστών της ντοπαμίνης. Όμως το κυτταρικό και μοριακό υπόβαθρο των ανωτέρω επιδράσεων παραμένει κατά ένα μεγάλο μέρος αδιευκρίνιστο.
Κατά την διατριβή αυτή μελετήθηκε η επίδραση του υποθυρεοειδισμού στο ραβδωτό σώμα αρσενικών ενήλικων μυών στην κατάσταση του υποθυρεοειδισμού, προκειμένου να διευκρινισθεί περαιτέρω το υπόβαθρο των δράσεων των θυρεοειδικών ορμονών στο ντοπαμινεργικό σύστημα, στον ενήλικα εγκέφαλο.Με αυτοραδιογραφική μελέτη, δείχθηκε μειωμένη ποσοτική κατανομή των D2, όχι όμως και των D1,υποδοχέων ντοπαμίνης στα βασικά γάγγλια εγκεφάλου αρσενικών ενηλίκων υποθυρεοειδικών μυών συγκριτικά με τους ευθυρεοειδικούς. Με μελέτη κορεσμού και ανάλυση κατά Scatchard παρατηρήθηκε μη στατιστικά σημαντική διαφορά στη χημική συγγένεια του ανταγωνιστή των D2 υποδοχέων ντοπαμίνης [3H]-raclopride με τους υποδοχεις αυτούς. Παρατηρήθηκε επίσης στατιστικά σημαντική μείωση, 37%, στο ποσό δέσμευσης (Bmax) του ραδιενεργού προσδέτη στους D2 ντοπαμινεργικούς υποδοχείς των αρσενικών υποθυρεοειδικών μυών σε σχέση με τους ευθυρεοειδικούς.
Διερευνώντας τα χαρακτηριστικά δέσμευσης των D2 ντοπαμινεργικών υποδοχέων, βρέθηκε στατιστικά σημαντικά αυξημένη η χημική συγγένεια της ντοπαμίνης σε σχέση με αυτή του ανταγωνιστή των D2 υποδοχέων ντοπαμίνης [3H]-raclopride για τη θέση υψηλής χημικής συγγένειας και μειωμένη η ποσοστιαία αναλογία των θέσεων δέσμευσης που αφορούν τη θέση υψηλής χημικής συγγένειας στο ραβδωτό σώμα υποθυρεοειδικών μυών συγκριτικά με τους ευθυρεοειδικούς. Αντίθετα στους υποθυρεοειδικούς μύες βρέθηκε μειωμένη η χημική συγγένεια στη θέση χαμηλής χημικής συγγένειας. Η ‘in vitro’ προσθήκη T3 σε ομογενοποίημα ραβδωτού σώματος εγκεφάλου αρσενικών ευθυρεοειδικών μυών προκάλεσε στατιστικά σημαντική μείωση της χημικής συγγένειας στη θέση υψηλής χημικής συγγένειας, συγκριτικά με το αντίστοιχο δείγμα ευθυρεοειδικών μυών.
Επίσης, με ενεργοποίηση των Α2Α υποδοχέων αδενοσίνης μέσω του αγωνιστή των Α2Α υποδοχέων αδενοσίνης CGS 21680, παρατηρήθηκε πολλαπλάσια μείωση της χημικής συγγένειας στη θέση υψηλής χημικής συγγένειας των υποθυρεοειδικών δειγμάτων σε σχέση με τα αντίστοιχα των ευθυρεοειδικών, που σημαίνει ενισχυμένη αλληλεπίδραση των Α2Α /D2 υποδοχέων. Τέλος, τα αποτελέσματά μας έδειξαν ότι η επαγόμενη σύνθεση του cΑΜΡ από το SKF38393 (αγωνιστής των D1 υποδοχέων ντοπαμίνης) είναι στατιστικά σημαντικά μεγαλύτερη στο ραβδωτό των υποθυρεοειδικών μυών και ότι το σύστημα αλληλεπίδρασης D1/D2 υποδοχέων ντοπαμίνης στο ραβδωτό διαφέρει μεταξύ ευθυρεοειδικών και υποθυρεοειδικών μυών. Συγκεκριμένα η από το SKF38393 επαγόμενη σύνθεση του cΑΜΡ όταν αναστέλλεται υπό την παράλληλη δράση της κουινπιρόλης (αγωνιστής των D2 υποδοχέων ντοπαμίνης), παρουσιάζει στο ραβδωτό των ευθυρεοειδικών μυών μια δοσοεξαρτώμενη και αναλογική αναστολή της επαγόμενης σύνθεσης του cΑΜΡ και στο ραβδωτό των υποθυρεοειδικών μυών μια δοσοεξαρτώμενη αλλά όχι αναλογική αναστολή της επαγόμενης σύνθεσης του cΑΜΡ. Ενώ η επαγόμενη από το CGS21680 (αγωνιστής των Α2Α υποδοχέων δείχνει επίσης μεγαλύτερη επαγωγή σύνθεσης cAMP στα υποθυρεοειδικά ζώα αλλά και ενισχυμένη αλληλεπίδραση των Α2Α /D2 υποδοχέων στούς υποθυρεοειδικούς μύες, με στατιστικά σημαντικά μειωμένη σύνθεση του cΑΜΡ μόνο στους υποθυρεοειδικούς μύες. Τα αποτελέσματα της επαγόμενης σύνθεσης του cΑΜΡ πιθανόν παραπέμπουν σε τροποποιημένη δράση των G-πρωτεϊνών στους υποθυρεοειδικούς μύες.
Τα αποτελέσματά μας δείχνουν επίδραση των θυρεοειδικών ορμονών στο ραβδωτό σώμα τόσο στον αριθμό των D2 ντοπαμινεργικών υποδοχέων όσο και στην μεταβίβαση σήματος μέσω των ντοπαμινεργικών υποδοχέων. Επίσης υποστηρίζουν την εμπλοκή των θυρεοειδικών ορμονών στην αλληλεπίδραση των ντοπαμινεργικών υποδοχέων με τους υποδοχείς αδενοσίνης σε μεμβρανικό επίπεδο καθώς και σε επίπεδο δευτερογενών μηνυμάτων, δείχνοντας ενισχυμένη αλληλεπίδραση των Α2Α /D2 υποδοχέων στους υποθυρεοειδικούς μύες.
|