Περίληψη: | Στη μεταφορική χρήση της γλώσσας οι λέξεις και οι φράσεις αλλάζουν, αποκτούν καινούργιο νόημα, με διαφορετικές σημασιολογικές αποχρώσεις και πλουτίζουν τη γλώσσα με καινούριες εκφραστικές δυνατότητες. Ο δέκτης του μηνύματος καλείται να το αποκωδικοποιήσει ώστε να καταλάβει τι εννοείται με την φράση. Γι’ αυτό το λόγο απαιτείται μία υπάρχουσα σημασιολογική γνώση και μια επαρκή γνώση των τομέων που εμπλέκονται, για να αντιληφθεί κάποιος τη μεταφορική γλώσσα. Τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες υστερούν σ’ αυτούς τους τομείς, με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται να κατανοήσουν και να εξηγήσουν την μεταφορική γλώσσα. Σκοπός λοιπόν της παρούσας εργασίας είναι να διερευνηθούν οι τυχόν διαφορές στην κατανόηση των μεταφορικών σχημάτων μεταξύ παιδιών τυπικής ανάπτυξης, ηλικίας 7-8 και 11-12 ετών αλλά και μεταξύ συνομηλίκων παιδιών τυπικής ανάπτυξης και με μαθησιακές δυσκολίες, ηλικίας 11-12 ετών. Η μελέτη αποτελούνταν από τρείς ομάδες παιδιών 25 παιδιά 7-8 ετών, 25 παιδιά 11-12 ετών τυπικής ανάπτυξης και 10 παιδιά 11-12 ετών με μαθησιακές δυσκολίες. Για την αξιολόγησή τους χρησιμοποιήθηκε ένα πρωτόκολλο που περιελάβανε γλωσσικές αναλογίες, μεταφορές, παρομοιώσεις και παρομοιώδεις φράσεις. Για την εξαγωγή των αποτελεσμάτων πραγματοποιήθηκε στατιστική ανάλυση με το στατιστικό πρόγραμμα SPSS 19.0. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης έδειξαν ότι τα μεγαλύτερα παιδιά τυπικής ανάπτυξης είχαν καλύτερες επιδόσεις σε όλα τα έργα από τα μικρότερα παιδιά. Επίσης, τα παιδιά τυπικής ανάπτυξης σημείωσαν υψηλότερες επιδόσεις σε σχέση με τους συνομήλικους τους με μαθησιακές δυσκολίες. Συνιστούμε την περαιτέρω έρευνα επί του θέματος με μεγαλύτερο και πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα παιδιών από περισσότερες γεωγραφικές περιοχές της Ελλάδας και με άλλες ηλικιακές ομάδες παιδιών, ώστε να εξασφαλιστούν πιο ασφαλή συμπεράσματα. Επίσης, προτείνουμε την χρήση και άλλων μεταφορικών σχημάτων. Τέλος ενδιαφέρον θα είχε μία έρευνα οι οποία θα διαχώριζε τα σχήματα σε λιγότερο / περισσότερα συχνά στην καθημερινή επικοινωνία.
|