Η Κατάκτηση της Συντακτικά Κωδικοποιημένης Αυτοπτικότητας στην Ελληνική

Η παρούσα πτυχιακή εργασία εστιάζει σε ένα πολύπλοκο και αρκετά μελετημένο φαινόμενο διαγλωσσικά, αλλά σχετικά καινούριο για την Ελληνική ερευνητική κοινότητα, την αυτοπτικότητα (evidentiality). Η αυτοπτικότητα είναι ο τρόπος με τον οποίο ο ομιλητής κωδικοποιεί στη γλώσσα το πώς κατέληξε να γνωρίζει...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Μπαγιόκα, Δάφνη-Βάια
Άλλοι συγγραφείς: Τερζή, Αρχόντω
Μορφή: Πτυχιακή Εργασία
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: ΤΕΙ Δυτικής Ελλάδας 2020
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://nemertes.library.upatras.gr/handle/10889/20753
Περιγραφή
Περίληψη:Η παρούσα πτυχιακή εργασία εστιάζει σε ένα πολύπλοκο και αρκετά μελετημένο φαινόμενο διαγλωσσικά, αλλά σχετικά καινούριο για την Ελληνική ερευνητική κοινότητα, την αυτοπτικότητα (evidentiality). Η αυτοπτικότητα είναι ο τρόπος με τον οποίο ο ομιλητής κωδικοποιεί στη γλώσσα το πώς κατέληξε να γνωρίζει την πληροφορία για την οποία μιλάει. Πρωταρχικός σκοπός της εργασίας είναι να προσδιοριστεί η διαδικασία και η ηλικία κατάκτησης του φαινομένου της αυτοπτικότητας στην Ελληνική, όπως αυτή εκφράζεται συντακτικά, δηλαδή μέσω ψευδοαναφορικών προτάσεων (για άμεση μαρτυρία) και οριστικών προτάσεων (για άμεση ή έμμεση μαρτυρία). Αρχικά, γίνεται διεξοδική βιβλιογραφική ανασκόπηση του τρόπου με τον οποίο κωδικοποιείται η αυτοπτικότητα διαγλωσσικά και στη συνέχεια η προσοχή εστιάζεται στην κατάκτηση του φαινομένου, αναλύοντας τόσο μελέτες αυθόρμητης ομιλίας όσο και πειραματικές μελέτες. Ως πρώτο εύρημα προκύπτει ότι η αυτοπτικότητα κωδικοποιείται λεξικά σε όλες τις γλώσσες με παρόμοιες γραμματικές κατηγορίες (π.χ. επιρρήματα) και γραμματικά, είτε μορφολογικά με χρήση ορισμένων μορφημάτων περίπου στο ένα τέταρτο των γλωσσών, είτε συντακτικά με τη χρήση διαφορετικών τύπων προτάσεων. Ως προς την κατάκτηση, προκύπτει από τη βιβλιογραφία μεγάλη απόκλιση μεταξύ της ηλικίας παραγωγής και της ηλικίας κατανόησης της αυτοπτικότητας μέσω μελετών αυθόρμητου λόγου και μελετών κατανόησης, αντίστοιχα. Αυτή την απόκλιση ορισμένες από τις έρευνες την αποδίδουν στη συμμετοχή μη γλωσσικών (γνωστικών) παραγόντων. Για τους σκοπούς της παρούσας έρευνας χορηγήθηκε μία δοκιμασία επιλογής εικόνων, η οποία αποτελείται από 6 ομάδες των 4 προτάσεων (24 προτάσεις συνολικά), σε 100 παιδιά από την Β’ έως και την Ε’ Δημοτικού και σε 25 ενήλικες. Οι συμμετέχοντες αξιολογήθηκαν ως προς την ικανότητά τους να κατανοήσουν την διαφορά μεταξύ ψευδοαναφορικών και οριστικών προτάσεων, όπως αυτή περιγράφηκε στην πρώτη παράγραφο. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα παιδιά συμπεριφέρονται παρόμοια με τους ενήλικες περίπου μετά την ηλικία των 10 ετών, συσχετίζοντας μόνο τις οριστικές προτάσεις με έμμεσες μαρτυρίες. Περίπου στην ίδια ηλικία, τα παιδιά μοιάζουν με τους ενήλικες και ως προς ένα άλλο, απροσδόκητο, σημείο της συμπεριφοράς τους: ενώ ακούν μία οριστική πρόταση και τους παρουσιάζεται σαν επιλογή μία άμεση μαρτυρία, συχνά αναζήτησαν και επέλεξαν μία έμμεση μαρτυρία για να επαληθεύσουν την πρόταση.