Περίληψη: | Η επιληψία αποτελεί μια διαταραχή του εγκεφάλου που χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες και απρόβλεπτες διακοπές της κανονικής λειτουργίας του εγκεφάλου, τις επιληπτικές κρίσεις. Η επιληψία είναι μια ετερογενής νόσος, που περιλαμβάνει διαταραχές που αντανακλούν δυσλειτουργία του εγκεφάλου από πολλές αιτίες, όπως τραυματισμός, λοιμώξεις, νευροεκφυλιστικές παθήσεις, εγκεφαλικοί όγκοι ή τραύματα. Για πολλά χρόνια αποτελούσε αιτία κοινωνικού στιγματισμού.
Οι επιληπτικές κρίσεις είναι παροξυσμικές εκδηλώσεις παροδικής αλλοίωσης της συνείδησης ή άλλων νευρολογικών συμπτωμάτων. Προκαλούνται από υπερβολική, αφύσικα συγχρονισμένη ηλεκτρική εκπόλωση των νευρώνων.
Δεν υπάρχει μόνιμη θεραπεία της επιληψίας, αλλά η νόσος αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά, συχνότερα με τη λήψη αντιεπιληπτικών φαρμάκων (ΑΕΦ) ή/και διάφορα άλλα μέσα, όπως η κετογενής διατροφή και η χειρουργική αντιμετώπιση.
Παρόλα αυτά, η εγκυμοσύνη αποτελεί πρόκληση για την επιληπτική ασθενή. Αυτό διότι, πολλά αντιεπιληπτικά φάρμακα (ΑΕΦ), με κύριο το βαλπροϊκό οξύ, έχουν τερατογόνο δράση και σοβαρές παρενέργειες για το αναπτυσσόμενο έμβρυο, ιδίως όταν χρησιμοποιούνται συνδυαστικά (πολυθεραπεία). Ακόμα, οι ορμονικές αλλαγές κατά την εγκυμοσύνη, μπορεί να μεταβάλλουν τη φαρμακοκινητική και, συνεπώς, την αποτελεσματικότητα των ΑΕΦ, με αποτέλεσμα να χρειάζεται τροποποίηση του δοσολογικού σχήματος για τον καλό έλεγχο της νόσου. Τέλος, οι ίδιες οι παρατεταμένες επιληπτικές κρίσεις μπορεί να τραυματίσουν ή να βλάψουν σοβαρά το έμβρυο.
Ακολούθως, πολλές επιληπτικές γυναίκες διστάζουν να τεκνοποιήσουν. Για το λόγο αυτό, τα τελευταία έτη, γίνεται προσπάθεια διερεύνησης της κατάλληλης διαχείρισης της επιληψίας στην εγκυμοσύνη, ώστε να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα. Πράγματι, με την αποφυγή ή μείωση λήψης βαλπροϊκού, τη μονοθεραπεία, τη λήψη βιταμινούχων συμπληρωμάτων (φολικό οξύ, χοληκαλσιφερόλη, βιταμίνη Κ) και την υιοθέτηση πρακτικών ασφαλείας από την εγκυμονούσα, ο κίνδυνος μειώνεται κατά πολύ, επιτρέποντας στην επιληπτική γυναίκα να αποκτήσει με ασφάλεια απογόνους.
Στο πλαίσιο αυτό, απαιτείται στήριξη της γυναίκας και του περιβάλλοντός της, καλή εκπαίδευση του νοσηλευτικού και ιατρικού προσωπικού για τη διαχείριση τέτοιων περιστατικών, αλλά και περαιτέρω μελέτες για την ακριβή διευκρίνηση των επιπτώσεων των ΑΕΦ στην εγκυμοσύνη και την ανάπτυξη νέσω, ασφαλέστερων φαρμάκων και μεθόδων αντιμετώπισης.
|