Επίδραση εκχυλισμάτων φυσικών προιόντων στην ανάπτυξη και παθογένεια των εντομοπαθογόνων μυκητών της τάξης Hypocreales

Σήμερα, που οι τάσεις της επιστήμης στοχεύουν σε μια ολοκληρωμένη παραγωγή προϊόντων με την χρήση ολοκληρωμένων μέσων και μεθόδων παραγωγής και διαχείρισης, θεωρείται σκόπιμη η εκπόνηση περαιτέρω σχετικών μελετών που θα δώσουν την δυνατότητα εφαρμογής σε ευρεία κλίμακα των εντομοπαθογόνων μυκήτων ως...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Παυλής, Διονύσιος Α.Μ. 11900
Άλλοι συγγραφείς: Μαντζούκας, Σπυρίδων
Μορφή: Πτυχιακή Εργασία
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: TEI Δυτικής Ελλάδας 2019
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://nemertes.library.upatras.gr/handle/10889/23158
Περιγραφή
Περίληψη:Σήμερα, που οι τάσεις της επιστήμης στοχεύουν σε μια ολοκληρωμένη παραγωγή προϊόντων με την χρήση ολοκληρωμένων μέσων και μεθόδων παραγωγής και διαχείρισης, θεωρείται σκόπιμη η εκπόνηση περαιτέρω σχετικών μελετών που θα δώσουν την δυνατότητα εφαρμογής σε ευρεία κλίμακα των εντομοπαθογόνων μυκήτων ως μέσων αντιμετώπισης, συνεισφέροντας ουσιαστικά στο σημαντικό και ευαίσθητο τομέα της φυτοπροστασίας. Η διερεύνηση της παρουσίας του εκχυλίσματος στο ημισυλλεκτικό υπόστρωμα κρίνεται σκόπιμη κυρίως στην περίπτωση του εντομοπαθογόνου μύκητα I. fumosorosea και του εντομοπαθογόνου μύκητα M. anisopliae. Η ως εκ τούτου βλάστηση των κονιδίων μπορεί να επηρεάζεται: α) από περιβαλλοντικές κλιματικές συνθήκες ιδιαίτερα της θερμοκρασίας και υγρασίας της επιδερμίδας του εντόμου (Keller και Zimmermann 1989, Fuxa 1997), β) από την παρουσία αμινοξέων και πηγών άνθρακα στην επιδερμίδα (Smith και Grula 1982), και γ) από την ηλικία του ξενιστή και την παρουσία ανασταλτικών ουσιών στην επιδερμίδα του εντόμου (Hajek και St. Leger 1994). Η «επιτυχημένη» διείσδυση των βλαστικών σωλήνων είναι προ-απαιτούμενη για την εμφάνιση παθογένειας που μεταφράζεται Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι οι εντομοπαθογόνοι μύκητες μπορούν να αποτελέσουν παράγοντες βιολογικού ελέγχου που σαν στόχο θα έχουν, τόσο τη διασφάλιση της ποιότητας των γεωργικών προϊόντων που παράγονται στην χώρα μας, όσο και την προστασία του περιβάλλοντος. Οι Rice et al. (1999) αναφέρουν θνησιμότητα με την χρήση του εντομοπαθογόνου μύκητα B. bassiana περίπου στο 80% του T. confusum, μετά από 21 ημέρες σε ρύζι και ότι η θνησιμότητα των S. oryzae ήταν περίπου 50%. Επίσης οι Moino et al. (1998) αναφέρουν θνησιμότητα 80% του S. oryzae σε μίγμα καλαμποκιού, ρυζιού και αλεύρου μετά από 10 ημέρες. Ταυτοχρόνα οι Hidalgo et al αναφέρουν επίσης ότι η θνησιμότητα των S. zeamais σε αλεύρι με την εφαρμογή με B. bassiana (1010 κονίδια/g) έφτασε το 100% μετά από 7 ημέρες. Τέλος, οι Adane et al αναφέρουν ότι η χαμηλότερη δόση με την εφαρμογή με Μ. anisopliae (104 κονίδια ml-1) εμφάνισε σε θνησιμότητα 88% του εντόμου T. confusum μετά από 8 ημέρες σε αραβόσιτο. Για το σκοπό αυτό, πολλά είδη εντομοπαθογόνων μυκήτων έχουν χρησιμοποιηθεί εναντίον διαφόρων επιβλαβών για τις καλλιέργειες εντόμων και έχουν επιδείξει ικανοποιητικά επίπεδα ελέγχου. Παρατηρώντας και αναλύοντας όλα τα δεδομένα και τα αποτελέσματα του πειράματος που εκτελέστηκε φαίνεται πως τα εκχυλίσματα κρόκου, ελληνικής φασκομηλιάς, άγριας φασκομηλιάς, τσάι του βουνού και τσάι του Ταΰγετου που προστέθηκαν στο θρεπτικό υπόστρωμα SDA και εφόσον γνωρίζουμε πως περιέχουν αντιμυκητιακές ιδιότητες φαίνεται πως έδρασαν θετικά όσον αφορά την ανάπτυξη και την δραστικότητα των εντομοπαθογόνων μυκήτων Beauveria bassiana, Metarhizium anisopliae και Isaria fumosorosea Τα αποτελέσματα μας οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η χρήση των εντομοπαθογόνων μυκήτων μπορεί παίξει σημαντικό παράγοντα για τον έλεγχο των ακμαίων του κολεοπτέρου T. confusum. Οι πληροφορίες αυτές μπορεί να φανούν ιδιαίτερα χρήσιμες στο μέλλον για τον έλεγχο του εντόμου και εφόσον αξιοποιηθούν κατάλληλα μέσα από ολοκληρωμένα προγράμματα διαχείρισης εντόμων στην αποθήκη.