Περίληψη: | Σκοπός της μελέτης: Η επιτυχής αντιμετώπιση του τραύματος ισχαιμίας/επαναιμάτωσης παραμένει μια μεγάλη πρόκληση για τις καρδιαγγειακές ειδικότητες. Έχουν προταθεί και εφαρμοστεί αρκετές φαρμακολογικές και μη θεραπείες, ωστόσο το βέλτιστο θεραπευτικό αποτέλεσμα δεν έχει επιτευχθεί ακόμη. Η παρούσα μελέτη στοχεύει στη διερεύνηση της επίδρασης της χορήγησης δύο παραγόντων που δεν χρησιμοποιούνται ακόμη ευρέως και δεν έχουν ακόμη λάβει ευρεία ένδειξη για οξείες καρδιαγγειακές παθολογίες, της λεβοσιμενδάνης και της εξενατίδης σε διάφορες συγκεντρώσεις, καθώς και της συγχορήγησης αυτών των παραγόντων σε ένα μοντέλο τραύματος ισχαιμίας/επαναιμάτωσης σε απομονωμένη καρδιά επίμυος.
Μέθοδοι: Στη μελέτη χρησιμοποιήθηκε το μη λειτουργικό μοντέλο απομονωμένης άρδευσης καρδιάς κατά «Langendorff». Αυτό προσφέρει το πλεονέκτημα της διερεύνησης της καρδιακής ανταπόκρισης στη θεραπεία αποφεύγοντας πιθανή αλλοίωση των αποτελεσμάτων μέσω νευρογενών, ορμονικών ή άλλων συστηματικών παραγόντων. Οι καρδιές αφαιρέθηκαν γρήγορα από τους αναισθητοποιημένους επίμυες, η ανιούσα αορτή διασωληνώθηκε και οι καρδιές αναρτήθηκαν στην διάταξη άρδευσης απομονωμένης καρδιάς. Μετά από 30 λεπτά άρδευσης, οι καρδιές υποβλήθηκαν σε περίοδο 30 λεπτών περιοχικής ισχαιμίας, μέσω προσωρινής απολίνωσης του LAD, ακολουθούμενη από περίοδο επαναιμάτωσης 120 λεπτών. Όλα τα ζώα χωρίστηκαν τυχαία σε 12 πειραματικές ομάδες των εννέα ζώων σε κάθε ομάδα: (1) ομάδα ελέγχου (Control), (2) ομάδα Sham, (3) ομάδα Digox (αρνητικού ελέγχου, διγοξίνη 1,67 μg/min), (4) ομάδα Levo 1 (λεβοσιμενδάνη 0,01 μg/min), (5) ομάδα Levo 2 (λεβοσιμενδάνη 0,03 μg/mL), (6) ομάδα Levo 3 (λεβοσιμενδάνη 0,1 μg/min), (7) ομάδα Levo 4 (λεβοσιμενδάνη 0,3 μg/min), (8) ομάδα Levo 5 (λεβοσιμενδάνη 1 μg/min), (9) ομάδα Exen 1 (εξενατίδη 0,001 μg/min), (10) ομάδα Exen 2 (εξενατίδη 0,01 μg/min), (11) ομάδα Exen 3 (εξενατίδη 0,1 μg/min) και (12) ομάδα Combi (λεβοσιμενδάνη 0,1 μg/mim + εξενατίδη 0,001 μg/min). Οι αιμοδυναμικές παράμετροι καταγράφηκαν σε όλο το πείραμα. Αξιολογήθηκαν επίσης οι αρρυθμίες και η στεφανιαία ροή. Οι βιοδείκτες της μυοκαρδιακής βλάβης μετρήθηκαν κατά τη διάρκεια της ισχαιμίας και της επαναιμάτωσης. Μετά από κάθε πείραμα η καρδιά προετοιμάστηκε κατάλληλα και βάφτηκε με κατάλληλες χρώσεις και το μέγεθος του εμφράγματος μετρήθηκε χρησιμοποιώντας λογισμικό ψηφιακής πλανιμέτρησης. Τέλος, το οξειδωτικό στρες αξιολογήθηκε μετρώντας τα επίπεδα ελεύθερων ριζών οξυγόνου στον μυοκαρδιακό ιστό.
Αποτελέσματα: Παρατηρήθηκε δοσοεξαρτώμενη βελτίωση της αιμοδυναμικής απόκρισης μετά τη χορήγηση τόσο της λεβοσιμενδάνης όσο και της εξενατίδης. Η συγχορήγηση και των δύο παραγόντων παρουσίασε ακόμη μεγαλύτερη επίδραση, βελτιώνοντας τις αιμοδυναμικές παραμέτρους περισσότερο από τους δύο παράγοντες ξεχωριστά. Η λεβοσιμενδάνη προσέφερε αύξηση της στεφανιαίας ροής και αμφότεροι οι παράγοντες πρόσφεραν μείωση των αρρυθμιών. Παρατηρήθηκε δοσοεξαρτώμενη μείωση του μεγέθους του εμφράγματος του μυοκαρδίου και της βλάβης του μυοκαρδίου μετά τη χορήγηση της λεβοσιμενδάνης και της εξενατίδης. Η συγχορήγηση και των δύο παραγόντων προσέφερε περαιτέρω βελτίωση των παραπάνω παραμέτρων. Η λεβοσιμεντάνη προσέφερε επίσης σημαντική μείωση του οξειδωτικού στρες.
Συμπεράσματα: Η χορήγηση λεβοσιμεντάνης και εξενατίδης προσφέρει σημαντικό όφελος βελτιώνοντας την αιμοδυναμική απόκριση, αυξάνοντας τη στεφανιαία ροή και μειώνοντας την εμφάνιση αρρυθμιών, το μέγεθος της μυοκαρδιακής βλάβης και το οξειδωτικό στρες του μυοκαρδίου σε μεμονωμένες καρδιές επίμυων. Η συγχορήγηση αυτών των παραγόντων προσφέρει ακόμη μεγαλύτερη βελτίωση του αποτελέσματος από αυτό που επιτυγχάνουν οι δύο παράγοντες όταν χορηγούνται ανεξάρτητα ως μονοθεραπεία.
|