Μελέτη της αύξησης μικροφυκών σε ανακυκλώσιμα νερά ιχθυοτροφείων και παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας

H βιομάζα των μικροφυκών είναι πλούσια σε βιοδραστικές ενώσεις υψηλού βιοτεχνολογικού ενδιαφέροντος, με πολλαπλές εμπορικές εφαρμογές κι έτσι τα τελευταία χρόνια η καλλιέργειά τους σε μεγάλη κλίμακα έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον ερευνητών και παραγωγικών μονάδων. Ωστόσο, η βιωσιμότητα της διαδικασί...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Ντούρου, Μαριάννα
Άλλοι συγγραφείς: Dourou, Marianna
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2022
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://hdl.handle.net/10889/23599
id nemertes-10889-23599
record_format dspace
institution UPatras
collection Nemertes
language Greek
topic Μικροφύκη
Πολυακόρεστα λιπαρά οξέα
Εργαστηριακή προσαρμοστική εξέλιξη
Βιοαντιδραστήρες
Microalgae
Polyunsaturated fatty acids
Adaptive laporatory evolution
Bioreactors
spellingShingle Μικροφύκη
Πολυακόρεστα λιπαρά οξέα
Εργαστηριακή προσαρμοστική εξέλιξη
Βιοαντιδραστήρες
Microalgae
Polyunsaturated fatty acids
Adaptive laporatory evolution
Bioreactors
Ντούρου, Μαριάννα
Μελέτη της αύξησης μικροφυκών σε ανακυκλώσιμα νερά ιχθυοτροφείων και παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας
description H βιομάζα των μικροφυκών είναι πλούσια σε βιοδραστικές ενώσεις υψηλού βιοτεχνολογικού ενδιαφέροντος, με πολλαπλές εμπορικές εφαρμογές κι έτσι τα τελευταία χρόνια η καλλιέργειά τους σε μεγάλη κλίμακα έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον ερευνητών και παραγωγικών μονάδων. Ωστόσο, η βιωσιμότητα της διαδικασίας επηρεάζεται αρνητικά από το υψηλό κόστος του μέσου καλλιέργειας και από τους τεράστιους όγκους νερού οι οποίοι απαιτούνται για την καλλιέργεια μικροφυκών. Από την άλλη, ο κλάδος της υδατοκαλλιέργειας, ολοένα και αυξανόμενος, συνδέεται με επιβλαβείς επιπτώσεις στους υδροφόρους ορίζοντες, εξαιτίας των υγρών αποβλήτων τα οποία παράγει. Αποτελεσματική εναλλακτική προσέγγιση για την αύξηση της βιωσιμότητας της διαδικασίας αποτελεί η αξιοποίηση των υγρών αποβλήτων υδατοκαλλιέργειας ως μέσο ανάπτυξης μικροφυκών. Για τους σκοπούς της παρούσας διατριβής, παραλήφθηκαν τρία υγρά απόβλητα από δεξαμενές εκτροφής ιχθύων διαφορετικού σωματικού βάρους από Ελληνική μονάδα ιχθυοκαλλιέργειας και ένα ακόμη από την κεντρική δεξαμενή καθίζησης της ιδίας εταιρίας. Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά πειράματα, το απόβλητο προερχόμενο από τη δεξαμενή καθίζησης (effluent from the sedimentation tank, EST) αποδείχθηκε το καταλληλότερο να υποστηρίξει την αύξηση του μικροφύκους Nannochloropsis gaditana, σε καλλιέργειές του σε κωνικές φιάλες. Η χημική του σύσταση εμφάνισε εξάρτηση από το μέγεθος των εκτρεφόμενων ιχθύων. Πιο συγκεκριμένα, μήνες κατά τους οποίους στη μονάδα εκτρέφονταν ιχθύες μικρού σωματικού βάρους, στη δεξαμενή καθίζησης κατέληγαν λύματα πλούσια σε φώσφορο (P), έτσι ο ο λόγος Ν/P του αποβλήτου σε μία περίοδο παραλαβής ήταν 20,9 (μοναδική τιμή). Αντίθετα, όταν εκτρέφονταν ιχθύες μεγάλου σωματικού βάρους, στη δεξαμενή καθίζησης κατέληγαν λύματα στα οποία ο P βρισκόταν σε πενία, ενώ οι αζωτούχες ενώσεις σε περίσσεια. Συγκεκριμένα, σε δύο περιόδους παραβής, ο λόγος N/P ισούνταν με 1333,4 και 298,4 (μοναδικές τιμές). Βάσει των ανωτέρω, τα απόβλητα της ιχθυοκαλλιέργειας χαρακτηρίστηκαν στην παρούσα διατριβή ως πλούσια (EST_P+) και περιοριστικά (EST_P-) σε φώσφορο. Σύμφωνα με προκαταρκτικά πειράματα καλλιέργειας μικροφυκών σε κωνικές φιάλες Erlenmeyer υπό συνεχή φωτισμό και περιοδική ανάδευση, η ανάπτυξη των στελεχών N. oculata και Nannochloropsis sp. παρεμποδίστηκε από τη χημική σύσταση του EST_P+, ενώ τα είδη N. atomus, N. gaditana, Tetraselmis suecica και Tisochrysis lutea αναπτύχθηκαν ικανοποιητικά σε αυτό. Τα ικανά να αναπτυχθούν στο EST_P+ στελέχη μικροφυκών καλλιεργήθηκαν σε δύο τύπους εργαστηριακού φωτο-βιοαντιδραστήρα υπό φωτοπερίοδο 24 h φως : 0 h σκοτάδι, προκειμένου να ελεγχθεί η επίδραση διαφόρων παραμέτρων στην αύξηση και τη φυσιολογία τους. Στον προσομοιάζοντα με ανοικτή δεξαμενή φωτο-βιοαντιδραστήρα (open pond simulationg reactor, OPSR) η ροή παροχής αέρα ήταν 150 L/h, η ένταση φωτισμού 245 μmol m-2 s-1 και η ανάδευση πραγματοποιούνταν μέσω μικρής αντλίας με ροή 150 L/h. Από την άλλη, στον φωτο-βιοαντιδραστήρα κλειστού τύπου (stirred tank reactor, STR) η ροή παροχής αέρα ήταν χαμηλότερη (= 37,5 L/h), η ένταση του φωτός ισχυρότερη (= 1636 μmol m-2 s-1) και η ανάδευση πιο ομοιόμορφη, κάτι το οποίο εξασφαλιζόταν από τα δύο στροφεία ανάδευσης έξι περιστρεφόμενων πτερυγίων, τα οποία διαθέτει ο βιοαντιδραστήρας. Επίσης πραγματοποιήθηκαν και καλλιέργειες-ελέγχου των ανωτέρω στελεχών μικροφυκών στον φωτο-βιοαντιδραστήρα OPSR σε μέσο καλλιέργειας τεχνητό θαλασσινό νερό (artificial seawater, ASW) περιοριστικό σε φώσφορο (ASW_P-), το οποίο έχει χαμηλότερη αλατότητα (= 27,0 g/L) από το υγρό απόβλητο. Η μέγιστη παραγωγή ξηρής βιομάζας (dry cell mass, x) από το είδος N. gaditana (x = 847,0 mg/L με παραγωγικότητα Px = 180 mg/L*d) παρατηρήθηκε όταν καλλιεργήθηκε σε μέσο καλλιέργειας EST_P+ στον φωτο-βιοαντιδραστήρα STR. Αντίθετα, η μέγιστη συσσώρευση λιπιδίων επί της ξηρής βιομάζας (lipids in the dry cell mass, L/x), δηλαδή L/x = 24,7%, παρατηρήθηκε όταν το στέλεχος καλλιεργήθηκε σε μέσο ανάπτυξης EST_P-. Έτσι, και τα υπόλοιπα υπό μελέτη στελέχη μικροφυκών καλλιεργήθηκαν σε περιοριστικό σε P απόβλητο. Η πενία P σε συνδυασμό με την υψηλή αλατότητα του EST_P- επηρέασε αρνητικά την παραγωγή ξηρής βιομάζας συγκριτικά με τις καλλιέργειές τους στο ASW_P-, στον φωτο-βιοαντιδραστήρα OPSR. Πιο συγκεκριμένα, το N. atomus παρήγαγε x = 84,0 mg/L (έναντι 156,3 mg/L στο ASW_P-), το T. suecica x = 263,3 mg/L (έναντι 724,0 mg/L στο ASW_P-) και το T. lutea x = 128,1 mg/L (έναντι 193,1 mg/L στο ASW_P-). Η παραγόμενη βιομάζα ωστόσο, ήταν περισσότερο πλούσια σε αποθεματικά μόρια. Συγκεκριμένα, ευνοήθηκε σημαντικά η συσσώρευση λιπιδίων και πολυσακχαριτών (polysaccharides in the dry cell mass, S/x) στο είδος N. atomus, αφού L/x = 36,2 και S/x = 33,8% (έναντι 11,7 και 8,7%, αντίστοιχα στο ASW_P-). Παρόμοια, το T. lutea συσσώρευσε L/x = 36,5 και S/x = 26,8% καλλιεργούμενο στο EST_P- (έναντι 16,4 και 9,6%, αντίστοιχα στο ASW_P-). Στο είδος T. suecica επηρεάστηκε σημαντικά μόνο η συσσώρευση πολυσακχαριτών (S/x = 42,9% στο EST_P-). Το περιεχόμενο σε πρωτεΐνες (proteins in the dry cell mass, P/x) δεν επηρεάστηκε από το μέσο καλλιέργειας και παρέμεινε σε υψηλά ποσοστά σε κάθε περίπτωση. Το απόβλητο EST_P- επηρέασε τη σύσταση των ολικών λιπιδίων (total lipids - TL) σε λιπιδιακά κλάσματα, κι έτσι στα TL των N. gaditana, N. atomus και T. suecica υπερέχον λιπιδιακό κλάσμα ήταν αυτό των ουδέτερων λιπιδίων (neutral lipids, NL). Αντίθετα, κατά την καλλιέργειά τους στο ASW_P- υπερέχον λιπιδιακό κλάσμα ήταν αυτό των γλυκο- και σφιγγολιπιδίων (glycolipids + sphingolipids, G+S). Τέτοια επίδραση δεν παρατηρήθηκε στα TL του T. lutea. Επιπροσθέτως, το αποβλήτο επηρέασε το προφίλ σε λιπαρά οξέα των TL και την κατανομή των λιπαρών οξέων στα επιμέρους λιπιδιακά κλάσματα, αφού αναστάλθηκε η βιοσύνθεση των n-3 πολυακόρεστων λιπαρών οξέων (polyunsaturated fatty acids, PUFAs) και ο δείκτης ακορεστότητας (unsaturated index, U.I.), όπως και ο λόγος n-3/n-6 εμφάνισαν μειωμένες τιμές στα TL και τα επιμέρους λιπιδιακά κλάσματα των ειδών N. gaditana, N. atomus και T. suecica. Εξαίρεση αποτέλεσε το στέλεχος T. lutea, στο οποίο τα ΣPUFAs και Σn-3 αυξήθηκαν στα πολικά κλάσματα κατά την καλλιέργειά του στο απόβλητο. Παρά την υψηλή ένταση φωτισμού, η οποία επικρατούσε στον φωτο-βιοαντιδραστήρα STR, δεν παρατηρήθηκαν φαινόμενα αναστολής της αύξησης για κανένα από τα υπό εξέταση μικροφύκη. Αντίθετα, οι συνθήκες οι οποίες επικρατούσαν στον STR ευνόησαν την παραγωγή ξηρής βιομάζας συγκριτικά με τις συνθήκες στον OPSR, ενώ η συσσώρευση αποθεματικών μορίων παρέμεινε σε υψηλά ποσοστά και αυτό ισχύει για όλα τα μικροφύκη, καλλιεργούμενα στο EST_P-. Ωστόσο, το σύστημα καλλιέργειας επηρέασε τη σύσταση των λιπιδίων και λιπιδιακών κλασμάτων σε λιπαρά οξέα. Οι συνθήκες ανάπτυξης στον φωτο-βιοαντιδραστήρα STR ευνόησαν τη βιοσύνθεση του C14:0 από το N. gaditana και του C18:3 n-3 από το N. atomus, ενώ παρατηρήθηκε αναστολή της βιοσύνθεσης του C18:1 n-7 από το T. suecica και του C14:1 n-5 από το T. lutea. Μελετήθηκε επίσης η επίδραση της φωτοπεριόδου στην παραγωγή βιομάζας και μεταβολικών προϊόντων από το μικροφύκος N. gaditana καλλιεργούμενο σε μέσο ανάπτυξης EST_P-. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, υπό φωτοπερίοδο 12 h φως : 12 h σκοτάδι δεν ευνοήθηκε η αύξηση του μικροφύκους (x = 62,8 mg/L). Όμως, η συσσώρευση λιπιδίων επί της ξηρής βιομάζας ευνοήθηκε υπό φωτοπερίοδο 16 h φως : 8 h σκοτάδι (L/x = 30,6%) συγκριτικά με την καλλιέργεια του μικροφύκους υπό φωτοπερίοδο 24 h φως : 0 h σκοτάδι. Στο μικροφύκος N. gaditana, εξετάστηκε επίσης και η επίδραση του αρχικού εμβολίου και αποδείχθηκε ότι, ανεξαρτήτως της φωτοπεριόδου, καλλιέργεια η οποία εμβολιάστηκε με μικρό μέγεθος εμβολίου οδήγησε σε χαμηλότερης πυκνότητας καλλιέργεια, χαμηλότερη συγκέντρωση παραγόμενης βιομάζας, πλουσιότερης ωστόσο σε αποθεματικά μόρια (λιπίδια και πολυσακχαρίτες). Επιπλέον, το μικροφύκος N. gaditana καλλιεργήθηκε σε πιλοτική κλίμακα σε θερμοκρασία χαμηλότερη από αυτήν που επικρατούσε στις μελέτες στο εργαστήριο (T = 20 °C), σε μέσο ανάπτυξης EST_P-, υπό φωτοπερίοδο 24 h φως : 0 h σκοτάδι. Η παραγόμενη βιομάζα κρίθηκε ικανοποιητική (x = 403,7 mg/L), όμως το μικροφύκος συσσώρευσε σε χαμηλά ποσοστά αποθεματικά συστατικά (L/x = 10,1 και S/x = 6,4%). Ωστόσο, η χαμηλή θερμοκρασία ευνόησε τη βιοσύνθεση του λιπαρού οξέος C20:5 n-3 τόσο στα TL, όσο και στα επιμέρους λιπιδιακά κλάσματα. Σκοπός της παρούσας διατριβής ήταν επίσης η μελέτη της ικανότητας αυτότροφου μικροοργανισμού να δεσμεύσει και να αξιοποιήσει το παραγόμενο από καλλιέργεια ετερότροφου μικροοργανισμού CO2. Στέλεχος της ελαιογόνου ζύμης Yarrowia lipolytica καλλιεργήθηκε στον βιοαντιδραστήρα STR και τα παραγόμενα από το μεταβολισμό αέρια της ζύμης χρησιμοποιήθηκαν ως πηγή άνθρακα σε καλλιέργειες του μικροφύκους N. gaditana και συγκρίθηκαν με καλλιέργειες-ελέγχου του μικροφύκους, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με παροχή φυσικού αέρα. Η ζύμη Y. lipolytica καλλιεργούμενη σε σύστημα ημι-συνεχούς λειτουργίας, παρήγαγε 14,7 g/L βιομάζα, 6,1 g/L κιτρικό οξύ, συσσώρευσε L/x = 18,2%, S/x = 35,1%, P/x = 18,8%, και κατά μέσο όρο απελευθέρωνε 5,3 g/L*d CO2, το οποίο από τον 4ο κύκλο αύξησής της διοχευόταν σε δύο ανεξάρτητες μεταξύ τους καλλιέργειες του N. gaditana με ρυθμό παροχής αέρα 45 L/h. Το μικροφύκος καλλιεργήθηκε σε κωνικές φιάλες Erlenmeyer σε μέσο ανάπτυξης ASW_P- υπό φωτοπερίοδο 24 h φως : 0 h σκοτάδι. Κατά τις καλλιέργειες-ελέγχου, το πρότυπο της αύξησης του μικροφύκους ήταν γραμμικό, αντίθετα, όταν η καλλιέργεια εμπλουτίστηκε με τα αέρια της ζύμης, το πρότυπο της αύξησης άλλαξε στο τυπικό σιγμοειδές πρότυπο αύξησης υπό τον έλεγχο ενός μόνον περιοριστικού για την αύξηση παράγοντα. Ο ρυθμός δέσμευσης του CO2 (bio-sequestration rate, RCO2) δε διέφερε μεταξύ των συνθηκών αερισμού και η παραγωγικότητα του μικροφύκους, όσον αφορά στην παραγωγή βιομάζας και τη συσσώρευση αποθεματικών μορίων, ήταν χαμηλότερη όταν το μικροφύκος καλλιεργήθηκε με παροχή μίγματος αερίων της ζύμης, ενώ η παραγωγή πρωτεϊνών ήταν υψηλότερη. Έπειτα από μικροσκοπική παρατήρηση φάνηκε ότι o εμπλουτισμός με τα αέρια της ζύμης οδήγησε σε μεγαλύτερα σε μέγεθος κύτταρα του μικροφύκους, συγκριτικά με τις καλλιέργειες-ελέγχου. Παρατηρήθηκε επίσης επίδραση στη σύσταση των λιπιδίων σε λιπαρά οξέα, καθώς τα TL και τα επιμέρους λιπιδιακά κλάσματα του N. gaditana ήταν περισσότερο πολυακόρεστα, όταν το μικροφύκος καλλιεργήθηκε με CO2 προερχόμενο από το μεταβολισμό της ζύμης. Συγκεκριμένα η αύξηση της ακορεστότητας αφορούσε περισσότερο σε αύξηση του λιπαρού οξέος C20:5 n-3. Επιπλέον, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μελέτης, αποδεικνύεται ότι η βιοσύνθεση των PUFAs σχετίζεται με την αύξηση των φωτοσυνθετικών μεμβρανών και όχι με τη συσσώρευση ουδέτερων λιπιδίων, αφού C20:5 n-3(G) ήταν >20 mg/gxf , ενώ C20:5 n-3(NL) ήταν <5 mg/gxf και στις δύο συνθήκες αερισμού του N. gaditana. Επιπροσθέτως, μεταξύ των συνθηκών αερισμού δεν επηρεάστηκε σημαντικά η σχετική ενεργότητα της ελονγκάσης στο N. gaditana, αντίθετα της Δ9 αποκορεσμάσης αυξήθηκε σημαντικά στο κλάσμα των NL, ενώ της Δ12 αποκορεσμάσης μειώθηκε στο ίδιο κλάσμα. Και οι δύο αποκορεσμάσες εμφάνισαν υψηλή ενεργότητα στο κλάσμα των G, όταν η καλλιέργεια του μικροφύκους εμπλουτίστηκε με CO2 προερχόμενο από την καλλιέργεια της ζύμης. Για τους σκοπούς της παρούσας διατριβής, το είδος N. gaditana επιλέχθηκε για την ανάπτυξη στρατηγικής εργαστηριακής προσαρμοστικής εξέλιξης (adaptive laboratory evolution, ALE). Υποβλήθηκε σε 15 διαδοχικούς αυξητικούς κύκλους, οι οποίοι περιλάμβαναν την ανάπτυξή του σε συνθήκες ευνοϊκές για συσσώρευση αποθεματικών ουσιών (καλλιέργεια για 240 h σε φωτοπερίοδο 24 h φως : 0 h σκοτάδι σε θρεπτικό μέσο ASW_P-), ακολουθούμενες από συνθήκες οι οποίες ευνοούν την αποδόμηση των αποθεματικών υλικών (καλλιέργεια για 240 ή 340 h σε συνθήκες σκότους ή/και απουσία CO2). Τελικά, ο εξελιγμένος/προσαρμοσμένος πληθυσμός μετά από 28,8 γενεές, παρουσίασε κατά 19,6% χαμηλότερο ρυθμό δέσμευσης του CO2 (RCO2 = 24,2 mg/L*d) συγκριτικά με το άγριο στέλεχος, με αποτέλεσμα να παρουσιαστεί μειωμένη κατά 34,4% παραγωγικότητα Px, μειωμένη κατά 8,3% συσσώρευση λιπιδίων, αυξημένη κατά 19,6% παραγωγή πρωτεϊνών, ενώ δεν εμφανίστηκε διαφορά στη συσσώρευση πολυσακχαριτών. Επιπλέον, το κλάσμα των NL μειώθηκε κατά 32,1%, ενώ το κλάσμα των PL αυξήθηκε κατά 160%. Σύμφωνα με τις φωτογραφίες των κυττάρων σε συνεστιακό μικροσκόπιο, παρατηρήθηκε ότι το μέγεθος των χλωροπλαστών μεγάλωσε κατά τις συνθήκες σκότους στους πρώτους αυξητικούς κύκλους, και με την πάροδο των γενεών το μεγάλο μέγεθος διατηρήθηκε και κατά τις συνθήκες φωτός. Επιπλέον, οι χρωστικές «μετακινήθηκαν» προς τις φωτοσυνθετικές μεμβράνες των εξελιγμένων στελεχών του N. gaditana και εκχυλίστηκαν στα πολικά κλάσματα, κυρίως στο κλάσμα των G, και όχι στο κλάσμα των NL, όπως συνέβη για το άγριο στέλεχος. Το προφίλ των TL σε λιπαρά οξέα δεν άλλαξε σε σημαντικό βαθμό. Ωστόσο, ως απόκριση στην εξελικτική πίεση στην οποία υποβλήθηκε το μικροφύκος N. gaditana, το κλάσμα των NL έγινε περισσότερο πλούσιο σε κορεσμένα λιπαρά οξέα (saturated fatty acids, SFAs) και μονοακόρεστα λιπαρά οξέα (monosaturated fatty acids, MUFAs), ενώ τα πολικά κλάσματα G και PL έγιναν περισσότερο πλούσια σε ΣPUFAs, με αποτέλεσμα ο δείκτης U.I. να αυξηθεί κατά 35,7 και 83,3% στο κλάσμα των G και PL, αντίστοιχα. Η αύξηση αυτή αφορούσε κυρίως σε αύξηση του C20:5 n-3(PL) από 1,1 mg (άγριο στέλεχος) σε 4,3 mg (εξελιγμένο στέλεχος). Στο τελευταίο κεφάλαιο της παρούσας διατριβής εξετάστηκε η δυνατότητα ενσωμάτωσης βιομάζας μικρο- και μακροφυκών στο σιτηρέσιο του Ευρωπαϊκού λαβρακιού (Dicentrarchus labrax). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, ενσωμάτωση ξηρής βιομάζας του μικροφύκους Nannochloropsis sp. οδήγησε σε αύξηση των n-3 λιπαρών οξέων στην νέα ιχθυοτροφή και ο λόγος n-3/n-6 αυξήθηκε κατά 75% συγκριτικά με την εμπορική ιχθυοτροφή. Η αύξηση αυτή επηρέασε τη σύσταση της σάρκας των ιχθύων, αυξάνοντας το Σn-3 κατά 17,4% και τον λόγο n-3/n-6 κατά 43,8%.
author2 Dourou, Marianna
author_facet Dourou, Marianna
Ντούρου, Μαριάννα
author Ντούρου, Μαριάννα
author_sort Ντούρου, Μαριάννα
title Μελέτη της αύξησης μικροφυκών σε ανακυκλώσιμα νερά ιχθυοτροφείων και παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας
title_short Μελέτη της αύξησης μικροφυκών σε ανακυκλώσιμα νερά ιχθυοτροφείων και παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας
title_full Μελέτη της αύξησης μικροφυκών σε ανακυκλώσιμα νερά ιχθυοτροφείων και παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας
title_fullStr Μελέτη της αύξησης μικροφυκών σε ανακυκλώσιμα νερά ιχθυοτροφείων και παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας
title_full_unstemmed Μελέτη της αύξησης μικροφυκών σε ανακυκλώσιμα νερά ιχθυοτροφείων και παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας
title_sort μελέτη της αύξησης μικροφυκών σε ανακυκλώσιμα νερά ιχθυοτροφείων και παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας
publishDate 2022
url https://hdl.handle.net/10889/23599
work_keys_str_mv AT ntouroumarianna meletētēsauxēsēsmikrophykōnseanakyklōsimaneraichthyotropheiōnkaiparagōgēproïontōnypsēlēsprostithemenēsaxias
AT ntouroumarianna studiesonbiomassandpolyunsaturatedfattyacidsproductionbymarinemicroalgaestrainscultivatedonfishfarmeffluents
_version_ 1771297246874173440
spelling nemertes-10889-235992022-11-02T04:36:31Z Μελέτη της αύξησης μικροφυκών σε ανακυκλώσιμα νερά ιχθυοτροφείων και παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας Studies on biomass and polyunsaturated fatty acids production by marine microalgae strains cultivated on fish farm effluents Ντούρου, Μαριάννα Dourou, Marianna Μικροφύκη Πολυακόρεστα λιπαρά οξέα Εργαστηριακή προσαρμοστική εξέλιξη Βιοαντιδραστήρες Microalgae Polyunsaturated fatty acids Adaptive laporatory evolution Bioreactors H βιομάζα των μικροφυκών είναι πλούσια σε βιοδραστικές ενώσεις υψηλού βιοτεχνολογικού ενδιαφέροντος, με πολλαπλές εμπορικές εφαρμογές κι έτσι τα τελευταία χρόνια η καλλιέργειά τους σε μεγάλη κλίμακα έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον ερευνητών και παραγωγικών μονάδων. Ωστόσο, η βιωσιμότητα της διαδικασίας επηρεάζεται αρνητικά από το υψηλό κόστος του μέσου καλλιέργειας και από τους τεράστιους όγκους νερού οι οποίοι απαιτούνται για την καλλιέργεια μικροφυκών. Από την άλλη, ο κλάδος της υδατοκαλλιέργειας, ολοένα και αυξανόμενος, συνδέεται με επιβλαβείς επιπτώσεις στους υδροφόρους ορίζοντες, εξαιτίας των υγρών αποβλήτων τα οποία παράγει. Αποτελεσματική εναλλακτική προσέγγιση για την αύξηση της βιωσιμότητας της διαδικασίας αποτελεί η αξιοποίηση των υγρών αποβλήτων υδατοκαλλιέργειας ως μέσο ανάπτυξης μικροφυκών. Για τους σκοπούς της παρούσας διατριβής, παραλήφθηκαν τρία υγρά απόβλητα από δεξαμενές εκτροφής ιχθύων διαφορετικού σωματικού βάρους από Ελληνική μονάδα ιχθυοκαλλιέργειας και ένα ακόμη από την κεντρική δεξαμενή καθίζησης της ιδίας εταιρίας. Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά πειράματα, το απόβλητο προερχόμενο από τη δεξαμενή καθίζησης (effluent from the sedimentation tank, EST) αποδείχθηκε το καταλληλότερο να υποστηρίξει την αύξηση του μικροφύκους Nannochloropsis gaditana, σε καλλιέργειές του σε κωνικές φιάλες. Η χημική του σύσταση εμφάνισε εξάρτηση από το μέγεθος των εκτρεφόμενων ιχθύων. Πιο συγκεκριμένα, μήνες κατά τους οποίους στη μονάδα εκτρέφονταν ιχθύες μικρού σωματικού βάρους, στη δεξαμενή καθίζησης κατέληγαν λύματα πλούσια σε φώσφορο (P), έτσι ο ο λόγος Ν/P του αποβλήτου σε μία περίοδο παραλαβής ήταν 20,9 (μοναδική τιμή). Αντίθετα, όταν εκτρέφονταν ιχθύες μεγάλου σωματικού βάρους, στη δεξαμενή καθίζησης κατέληγαν λύματα στα οποία ο P βρισκόταν σε πενία, ενώ οι αζωτούχες ενώσεις σε περίσσεια. Συγκεκριμένα, σε δύο περιόδους παραβής, ο λόγος N/P ισούνταν με 1333,4 και 298,4 (μοναδικές τιμές). Βάσει των ανωτέρω, τα απόβλητα της ιχθυοκαλλιέργειας χαρακτηρίστηκαν στην παρούσα διατριβή ως πλούσια (EST_P+) και περιοριστικά (EST_P-) σε φώσφορο. Σύμφωνα με προκαταρκτικά πειράματα καλλιέργειας μικροφυκών σε κωνικές φιάλες Erlenmeyer υπό συνεχή φωτισμό και περιοδική ανάδευση, η ανάπτυξη των στελεχών N. oculata και Nannochloropsis sp. παρεμποδίστηκε από τη χημική σύσταση του EST_P+, ενώ τα είδη N. atomus, N. gaditana, Tetraselmis suecica και Tisochrysis lutea αναπτύχθηκαν ικανοποιητικά σε αυτό. Τα ικανά να αναπτυχθούν στο EST_P+ στελέχη μικροφυκών καλλιεργήθηκαν σε δύο τύπους εργαστηριακού φωτο-βιοαντιδραστήρα υπό φωτοπερίοδο 24 h φως : 0 h σκοτάδι, προκειμένου να ελεγχθεί η επίδραση διαφόρων παραμέτρων στην αύξηση και τη φυσιολογία τους. Στον προσομοιάζοντα με ανοικτή δεξαμενή φωτο-βιοαντιδραστήρα (open pond simulationg reactor, OPSR) η ροή παροχής αέρα ήταν 150 L/h, η ένταση φωτισμού 245 μmol m-2 s-1 και η ανάδευση πραγματοποιούνταν μέσω μικρής αντλίας με ροή 150 L/h. Από την άλλη, στον φωτο-βιοαντιδραστήρα κλειστού τύπου (stirred tank reactor, STR) η ροή παροχής αέρα ήταν χαμηλότερη (= 37,5 L/h), η ένταση του φωτός ισχυρότερη (= 1636 μmol m-2 s-1) και η ανάδευση πιο ομοιόμορφη, κάτι το οποίο εξασφαλιζόταν από τα δύο στροφεία ανάδευσης έξι περιστρεφόμενων πτερυγίων, τα οποία διαθέτει ο βιοαντιδραστήρας. Επίσης πραγματοποιήθηκαν και καλλιέργειες-ελέγχου των ανωτέρω στελεχών μικροφυκών στον φωτο-βιοαντιδραστήρα OPSR σε μέσο καλλιέργειας τεχνητό θαλασσινό νερό (artificial seawater, ASW) περιοριστικό σε φώσφορο (ASW_P-), το οποίο έχει χαμηλότερη αλατότητα (= 27,0 g/L) από το υγρό απόβλητο. Η μέγιστη παραγωγή ξηρής βιομάζας (dry cell mass, x) από το είδος N. gaditana (x = 847,0 mg/L με παραγωγικότητα Px = 180 mg/L*d) παρατηρήθηκε όταν καλλιεργήθηκε σε μέσο καλλιέργειας EST_P+ στον φωτο-βιοαντιδραστήρα STR. Αντίθετα, η μέγιστη συσσώρευση λιπιδίων επί της ξηρής βιομάζας (lipids in the dry cell mass, L/x), δηλαδή L/x = 24,7%, παρατηρήθηκε όταν το στέλεχος καλλιεργήθηκε σε μέσο ανάπτυξης EST_P-. Έτσι, και τα υπόλοιπα υπό μελέτη στελέχη μικροφυκών καλλιεργήθηκαν σε περιοριστικό σε P απόβλητο. Η πενία P σε συνδυασμό με την υψηλή αλατότητα του EST_P- επηρέασε αρνητικά την παραγωγή ξηρής βιομάζας συγκριτικά με τις καλλιέργειές τους στο ASW_P-, στον φωτο-βιοαντιδραστήρα OPSR. Πιο συγκεκριμένα, το N. atomus παρήγαγε x = 84,0 mg/L (έναντι 156,3 mg/L στο ASW_P-), το T. suecica x = 263,3 mg/L (έναντι 724,0 mg/L στο ASW_P-) και το T. lutea x = 128,1 mg/L (έναντι 193,1 mg/L στο ASW_P-). Η παραγόμενη βιομάζα ωστόσο, ήταν περισσότερο πλούσια σε αποθεματικά μόρια. Συγκεκριμένα, ευνοήθηκε σημαντικά η συσσώρευση λιπιδίων και πολυσακχαριτών (polysaccharides in the dry cell mass, S/x) στο είδος N. atomus, αφού L/x = 36,2 και S/x = 33,8% (έναντι 11,7 και 8,7%, αντίστοιχα στο ASW_P-). Παρόμοια, το T. lutea συσσώρευσε L/x = 36,5 και S/x = 26,8% καλλιεργούμενο στο EST_P- (έναντι 16,4 και 9,6%, αντίστοιχα στο ASW_P-). Στο είδος T. suecica επηρεάστηκε σημαντικά μόνο η συσσώρευση πολυσακχαριτών (S/x = 42,9% στο EST_P-). Το περιεχόμενο σε πρωτεΐνες (proteins in the dry cell mass, P/x) δεν επηρεάστηκε από το μέσο καλλιέργειας και παρέμεινε σε υψηλά ποσοστά σε κάθε περίπτωση. Το απόβλητο EST_P- επηρέασε τη σύσταση των ολικών λιπιδίων (total lipids - TL) σε λιπιδιακά κλάσματα, κι έτσι στα TL των N. gaditana, N. atomus και T. suecica υπερέχον λιπιδιακό κλάσμα ήταν αυτό των ουδέτερων λιπιδίων (neutral lipids, NL). Αντίθετα, κατά την καλλιέργειά τους στο ASW_P- υπερέχον λιπιδιακό κλάσμα ήταν αυτό των γλυκο- και σφιγγολιπιδίων (glycolipids + sphingolipids, G+S). Τέτοια επίδραση δεν παρατηρήθηκε στα TL του T. lutea. Επιπροσθέτως, το αποβλήτο επηρέασε το προφίλ σε λιπαρά οξέα των TL και την κατανομή των λιπαρών οξέων στα επιμέρους λιπιδιακά κλάσματα, αφού αναστάλθηκε η βιοσύνθεση των n-3 πολυακόρεστων λιπαρών οξέων (polyunsaturated fatty acids, PUFAs) και ο δείκτης ακορεστότητας (unsaturated index, U.I.), όπως και ο λόγος n-3/n-6 εμφάνισαν μειωμένες τιμές στα TL και τα επιμέρους λιπιδιακά κλάσματα των ειδών N. gaditana, N. atomus και T. suecica. Εξαίρεση αποτέλεσε το στέλεχος T. lutea, στο οποίο τα ΣPUFAs και Σn-3 αυξήθηκαν στα πολικά κλάσματα κατά την καλλιέργειά του στο απόβλητο. Παρά την υψηλή ένταση φωτισμού, η οποία επικρατούσε στον φωτο-βιοαντιδραστήρα STR, δεν παρατηρήθηκαν φαινόμενα αναστολής της αύξησης για κανένα από τα υπό εξέταση μικροφύκη. Αντίθετα, οι συνθήκες οι οποίες επικρατούσαν στον STR ευνόησαν την παραγωγή ξηρής βιομάζας συγκριτικά με τις συνθήκες στον OPSR, ενώ η συσσώρευση αποθεματικών μορίων παρέμεινε σε υψηλά ποσοστά και αυτό ισχύει για όλα τα μικροφύκη, καλλιεργούμενα στο EST_P-. Ωστόσο, το σύστημα καλλιέργειας επηρέασε τη σύσταση των λιπιδίων και λιπιδιακών κλασμάτων σε λιπαρά οξέα. Οι συνθήκες ανάπτυξης στον φωτο-βιοαντιδραστήρα STR ευνόησαν τη βιοσύνθεση του C14:0 από το N. gaditana και του C18:3 n-3 από το N. atomus, ενώ παρατηρήθηκε αναστολή της βιοσύνθεσης του C18:1 n-7 από το T. suecica και του C14:1 n-5 από το T. lutea. Μελετήθηκε επίσης η επίδραση της φωτοπεριόδου στην παραγωγή βιομάζας και μεταβολικών προϊόντων από το μικροφύκος N. gaditana καλλιεργούμενο σε μέσο ανάπτυξης EST_P-. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, υπό φωτοπερίοδο 12 h φως : 12 h σκοτάδι δεν ευνοήθηκε η αύξηση του μικροφύκους (x = 62,8 mg/L). Όμως, η συσσώρευση λιπιδίων επί της ξηρής βιομάζας ευνοήθηκε υπό φωτοπερίοδο 16 h φως : 8 h σκοτάδι (L/x = 30,6%) συγκριτικά με την καλλιέργεια του μικροφύκους υπό φωτοπερίοδο 24 h φως : 0 h σκοτάδι. Στο μικροφύκος N. gaditana, εξετάστηκε επίσης και η επίδραση του αρχικού εμβολίου και αποδείχθηκε ότι, ανεξαρτήτως της φωτοπεριόδου, καλλιέργεια η οποία εμβολιάστηκε με μικρό μέγεθος εμβολίου οδήγησε σε χαμηλότερης πυκνότητας καλλιέργεια, χαμηλότερη συγκέντρωση παραγόμενης βιομάζας, πλουσιότερης ωστόσο σε αποθεματικά μόρια (λιπίδια και πολυσακχαρίτες). Επιπλέον, το μικροφύκος N. gaditana καλλιεργήθηκε σε πιλοτική κλίμακα σε θερμοκρασία χαμηλότερη από αυτήν που επικρατούσε στις μελέτες στο εργαστήριο (T = 20 °C), σε μέσο ανάπτυξης EST_P-, υπό φωτοπερίοδο 24 h φως : 0 h σκοτάδι. Η παραγόμενη βιομάζα κρίθηκε ικανοποιητική (x = 403,7 mg/L), όμως το μικροφύκος συσσώρευσε σε χαμηλά ποσοστά αποθεματικά συστατικά (L/x = 10,1 και S/x = 6,4%). Ωστόσο, η χαμηλή θερμοκρασία ευνόησε τη βιοσύνθεση του λιπαρού οξέος C20:5 n-3 τόσο στα TL, όσο και στα επιμέρους λιπιδιακά κλάσματα. Σκοπός της παρούσας διατριβής ήταν επίσης η μελέτη της ικανότητας αυτότροφου μικροοργανισμού να δεσμεύσει και να αξιοποιήσει το παραγόμενο από καλλιέργεια ετερότροφου μικροοργανισμού CO2. Στέλεχος της ελαιογόνου ζύμης Yarrowia lipolytica καλλιεργήθηκε στον βιοαντιδραστήρα STR και τα παραγόμενα από το μεταβολισμό αέρια της ζύμης χρησιμοποιήθηκαν ως πηγή άνθρακα σε καλλιέργειες του μικροφύκους N. gaditana και συγκρίθηκαν με καλλιέργειες-ελέγχου του μικροφύκους, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με παροχή φυσικού αέρα. Η ζύμη Y. lipolytica καλλιεργούμενη σε σύστημα ημι-συνεχούς λειτουργίας, παρήγαγε 14,7 g/L βιομάζα, 6,1 g/L κιτρικό οξύ, συσσώρευσε L/x = 18,2%, S/x = 35,1%, P/x = 18,8%, και κατά μέσο όρο απελευθέρωνε 5,3 g/L*d CO2, το οποίο από τον 4ο κύκλο αύξησής της διοχευόταν σε δύο ανεξάρτητες μεταξύ τους καλλιέργειες του N. gaditana με ρυθμό παροχής αέρα 45 L/h. Το μικροφύκος καλλιεργήθηκε σε κωνικές φιάλες Erlenmeyer σε μέσο ανάπτυξης ASW_P- υπό φωτοπερίοδο 24 h φως : 0 h σκοτάδι. Κατά τις καλλιέργειες-ελέγχου, το πρότυπο της αύξησης του μικροφύκους ήταν γραμμικό, αντίθετα, όταν η καλλιέργεια εμπλουτίστηκε με τα αέρια της ζύμης, το πρότυπο της αύξησης άλλαξε στο τυπικό σιγμοειδές πρότυπο αύξησης υπό τον έλεγχο ενός μόνον περιοριστικού για την αύξηση παράγοντα. Ο ρυθμός δέσμευσης του CO2 (bio-sequestration rate, RCO2) δε διέφερε μεταξύ των συνθηκών αερισμού και η παραγωγικότητα του μικροφύκους, όσον αφορά στην παραγωγή βιομάζας και τη συσσώρευση αποθεματικών μορίων, ήταν χαμηλότερη όταν το μικροφύκος καλλιεργήθηκε με παροχή μίγματος αερίων της ζύμης, ενώ η παραγωγή πρωτεϊνών ήταν υψηλότερη. Έπειτα από μικροσκοπική παρατήρηση φάνηκε ότι o εμπλουτισμός με τα αέρια της ζύμης οδήγησε σε μεγαλύτερα σε μέγεθος κύτταρα του μικροφύκους, συγκριτικά με τις καλλιέργειες-ελέγχου. Παρατηρήθηκε επίσης επίδραση στη σύσταση των λιπιδίων σε λιπαρά οξέα, καθώς τα TL και τα επιμέρους λιπιδιακά κλάσματα του N. gaditana ήταν περισσότερο πολυακόρεστα, όταν το μικροφύκος καλλιεργήθηκε με CO2 προερχόμενο από το μεταβολισμό της ζύμης. Συγκεκριμένα η αύξηση της ακορεστότητας αφορούσε περισσότερο σε αύξηση του λιπαρού οξέος C20:5 n-3. Επιπλέον, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μελέτης, αποδεικνύεται ότι η βιοσύνθεση των PUFAs σχετίζεται με την αύξηση των φωτοσυνθετικών μεμβρανών και όχι με τη συσσώρευση ουδέτερων λιπιδίων, αφού C20:5 n-3(G) ήταν >20 mg/gxf , ενώ C20:5 n-3(NL) ήταν <5 mg/gxf και στις δύο συνθήκες αερισμού του N. gaditana. Επιπροσθέτως, μεταξύ των συνθηκών αερισμού δεν επηρεάστηκε σημαντικά η σχετική ενεργότητα της ελονγκάσης στο N. gaditana, αντίθετα της Δ9 αποκορεσμάσης αυξήθηκε σημαντικά στο κλάσμα των NL, ενώ της Δ12 αποκορεσμάσης μειώθηκε στο ίδιο κλάσμα. Και οι δύο αποκορεσμάσες εμφάνισαν υψηλή ενεργότητα στο κλάσμα των G, όταν η καλλιέργεια του μικροφύκους εμπλουτίστηκε με CO2 προερχόμενο από την καλλιέργεια της ζύμης. Για τους σκοπούς της παρούσας διατριβής, το είδος N. gaditana επιλέχθηκε για την ανάπτυξη στρατηγικής εργαστηριακής προσαρμοστικής εξέλιξης (adaptive laboratory evolution, ALE). Υποβλήθηκε σε 15 διαδοχικούς αυξητικούς κύκλους, οι οποίοι περιλάμβαναν την ανάπτυξή του σε συνθήκες ευνοϊκές για συσσώρευση αποθεματικών ουσιών (καλλιέργεια για 240 h σε φωτοπερίοδο 24 h φως : 0 h σκοτάδι σε θρεπτικό μέσο ASW_P-), ακολουθούμενες από συνθήκες οι οποίες ευνοούν την αποδόμηση των αποθεματικών υλικών (καλλιέργεια για 240 ή 340 h σε συνθήκες σκότους ή/και απουσία CO2). Τελικά, ο εξελιγμένος/προσαρμοσμένος πληθυσμός μετά από 28,8 γενεές, παρουσίασε κατά 19,6% χαμηλότερο ρυθμό δέσμευσης του CO2 (RCO2 = 24,2 mg/L*d) συγκριτικά με το άγριο στέλεχος, με αποτέλεσμα να παρουσιαστεί μειωμένη κατά 34,4% παραγωγικότητα Px, μειωμένη κατά 8,3% συσσώρευση λιπιδίων, αυξημένη κατά 19,6% παραγωγή πρωτεϊνών, ενώ δεν εμφανίστηκε διαφορά στη συσσώρευση πολυσακχαριτών. Επιπλέον, το κλάσμα των NL μειώθηκε κατά 32,1%, ενώ το κλάσμα των PL αυξήθηκε κατά 160%. Σύμφωνα με τις φωτογραφίες των κυττάρων σε συνεστιακό μικροσκόπιο, παρατηρήθηκε ότι το μέγεθος των χλωροπλαστών μεγάλωσε κατά τις συνθήκες σκότους στους πρώτους αυξητικούς κύκλους, και με την πάροδο των γενεών το μεγάλο μέγεθος διατηρήθηκε και κατά τις συνθήκες φωτός. Επιπλέον, οι χρωστικές «μετακινήθηκαν» προς τις φωτοσυνθετικές μεμβράνες των εξελιγμένων στελεχών του N. gaditana και εκχυλίστηκαν στα πολικά κλάσματα, κυρίως στο κλάσμα των G, και όχι στο κλάσμα των NL, όπως συνέβη για το άγριο στέλεχος. Το προφίλ των TL σε λιπαρά οξέα δεν άλλαξε σε σημαντικό βαθμό. Ωστόσο, ως απόκριση στην εξελικτική πίεση στην οποία υποβλήθηκε το μικροφύκος N. gaditana, το κλάσμα των NL έγινε περισσότερο πλούσιο σε κορεσμένα λιπαρά οξέα (saturated fatty acids, SFAs) και μονοακόρεστα λιπαρά οξέα (monosaturated fatty acids, MUFAs), ενώ τα πολικά κλάσματα G και PL έγιναν περισσότερο πλούσια σε ΣPUFAs, με αποτέλεσμα ο δείκτης U.I. να αυξηθεί κατά 35,7 και 83,3% στο κλάσμα των G και PL, αντίστοιχα. Η αύξηση αυτή αφορούσε κυρίως σε αύξηση του C20:5 n-3(PL) από 1,1 mg (άγριο στέλεχος) σε 4,3 mg (εξελιγμένο στέλεχος). Στο τελευταίο κεφάλαιο της παρούσας διατριβής εξετάστηκε η δυνατότητα ενσωμάτωσης βιομάζας μικρο- και μακροφυκών στο σιτηρέσιο του Ευρωπαϊκού λαβρακιού (Dicentrarchus labrax). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, ενσωμάτωση ξηρής βιομάζας του μικροφύκους Nannochloropsis sp. οδήγησε σε αύξηση των n-3 λιπαρών οξέων στην νέα ιχθυοτροφή και ο λόγος n-3/n-6 αυξήθηκε κατά 75% συγκριτικά με την εμπορική ιχθυοτροφή. Η αύξηση αυτή επηρέασε τη σύσταση της σάρκας των ιχθύων, αυξάνοντας το Σn-3 κατά 17,4% και τον λόγο n-3/n-6 κατά 43,8%. During the last decades, the large-scale cultivation of microalgae has attracted considerable interest from both researchers and production units, thanks to the multiple commercial applications of microalgal mass in various sectors. However, the viability of the process is adversely affected by the high cost of the culture medium and the huge volume of water required for microalgae cultivation. In parallel, the aquaculture industry as a fast-growing sector is associated with harmful effects on the environment, due to the quality and quantity of the produced wastewaters. Recently, biotreatment of aquaculture wastewaters with microalgae has been proposed as an attractive approach for simultaneous cost-effective microalgal mass production and sustainable wastewater remediation. Three different effluents derived from fish cultivation tanks were obtained from a Greek fish farm company and one more from a central sedimentation tank, and tested as culture media for Nannochloropsis gaditana. According to preliminary experiments, the effluent released from the sedimentation tank (EST) was the most promising effluent for microalgae cultivation. The chemical composition of the EST depended on the fish species and body weight, thus compositional differences, concerning mostly nitrogen (N) and phosphorus (P) concentrations, were observed among samples. Specifically, EST derived from tanks of fish of small body weight was rich in P (N/P = 20.9), while on the contrary, when large fish were cultivated the effluent was limited in P, while N was present in abundance. Therefore, fish farm effluents were characterized in the present dissertation as phosphate rich (EST_P+) or phosphate limited (EST_P-). According to preliminary experiments conducted in conical Erlenmeyer flasks under full illumination and periodic stirring, it was found that the growth of N. oculata and Nannochloropsis sp. was inhibited by the chemical composition of EST_P+, while N. atomus, N. gaditana, Tetraselmis suecica and Tisochrysis lutea were able to grow in the effluent. Mono-algal but non-aseptic cultures of the above mentioned four strains, were conducted in two types of laboratory photo-bioreactors, under photoperiod 24 h light: 0 h dark, to monitor the effect of various parameters on their growth and physiology. In the open pond simulating reactor (OPSR) the airflow was 150 L/h, the light intensity was 245 μmol m-2 s-1 and the agitation was carried out using a small pump with a flow of 150 L/h. On the other hand, in the stirred tank reactor (STR) the airflow was lower (= 37.5 L/h), the light intensity was higher (= 1636 μmol m-2 s-1) and the agitation was more uniform. Control cultures of the above microalgae strains were also performed in the OPSR photo-bioreactor in ASW_P- culture medium, which has a lower salinity (= 27.0 g/L) than the waste. High cell mass production of N. gaditana (i.e. x = 847.0 mg/L and productivity Px = 180 mg/L*d) was observed when this strain was cultured in EST_P+ medium in the STR photo-bioreactor. However, in the EST_P- growth medium, maximum lipid accumulation in the dry cell mass was observed (i.e. L/x = 24.7%). Thus, it was selected as the growth medium for the rest of the microalgal strains too. The lack of P in combination with the high salinity of the EST_P- negatively affected microalgal cell mass production in comparison with results obtained by cultures in the ASW_P-, in the OPSR photo-bioreactor. Specifically, N. atomus produced x = 84.0 mg/L (versus 156.3 mg/L in ASW_P-), T. suecica x = 263.3 mg/L (versus 724.0 mg/L in ASW_P-) and T. lutea x = 128.1 mg/L (versus 193.1 mg/L in ASW_P-). However, the cell mass was richer in storage materials. Indeed, the accumulation of lipids and polysaccharides in the dry cell mass by the strain N. atomus was significantly favoured, since L/x = 36.2 and S/x = 33.8% (compared to 11.7 and 8.7%, respectively in ASW_P-). Similarly, T. lutea accumulated L/x = 36.5 and S/x = 26.8% when grown in EST_P- (versus 16.4 and 9.6%, respectively in ASW_P-). With regard to T. suecica, lipid accumulation was not affected, but polysaccharide synthesis was increased (S/x = 42.9% in EST_P-). The protein content in the dry cell mass remained high as it was not affected by the culture medium. Furthermore, the EST_P- affected the fractionation of total lipids (TL), so the predominant lipid fraction in the TL of N. gaditana, N. atomus and T. suecica was that of neutral lipids (NL). On the contrary, when the above mentioned strains were cultivated in ASW_P- the predominant lipid fraction was that of glyco- and sphingolipids (G + S). Such an effect was not observed in the TL of T. lutea. Moreover, the fatty acid profile of TL and the fatty acid distribution in the different lipid fractions synthesized by N. gaditana, N. atomus and T. suecica were affected by the chemical composition of EST_P-. Biosynthesis of n-3 polyunsaturated fatty acids (PUFAs) was inhibited and thus the unsaturation index (U.I.) and the n-3/n-6 ratio reduced in TL and the individual lipid fractions. Though, when T. lutea was cultivated in the waste, the ΣPUFAs and Σn-3 were increased in polar fractions. Despite the high light intensity, under which cultures in the STR photo-bioreactor had been performed, no growth inhibition phenomena were observed in the current investigation. On the contrary, the growth conditions that occurred in STR favored the cell mass production in comparison to the conditions that occurred in OPSR. However, the culture system affected the fatty acid profile of TL and individual lipid fractions. The conditions in the STR photo-bioreactor favored the synthesis of C14:0 by N. gaditana and C18:3 n-3 by N. atomus, while inhibition of the synthesis of C18:1 n-7 by T. suecica and C14:1 n-5 by T. lutea was observed. The growth of N. gaditana in EST_P- was studied under different photoperiods. According to the results, the culture grown under 12 h light : 12 h dark, produced decreased cell mass quantities (i.e. x = 62.8 mg/L) compared to the ones attained under 24 h light : 0 h dark. However, under photoperiod 16 h light : 8 h dark, the accumulation of lipids on the dry cell mass was favored (L/x = 30.6%). Moreover, the effect of the initial inoculum size was also examined for N. gaditana and it was shown that regardless of the photoperiod, a culture inoculated with a small inoculum size resulted in lower culture densities, and the produced cell mass was richer in cellular compounds. Last but not least, the strain N. gaditana was cultivated on a pilot scale at a temperature lower than that applied during the laboratory studies (T = 20 °C), in EST_P- growth medium, under full illumination mode. The cell mass produced was considered satisfactory (x = 403.7 mg/L), but the accumulation of storage materials was low (L/x = 10.1 and S/x = 6.4%). However, under the low temperature, the synthesis of C20:5 n-3 fatty acid was favored in both TL and individual lipid fractions. Another aim of the present dissertation was to study the ability of CO2 fixation produced by a heterotrophic microorganism by an autotrophic microorganism. For this purpose, the oleaginous yeast Yarrowia lipolytica was cultured in the STR bioreactor, and the metabolism gases of the yeast were used as a carbon source in N. gaditana cultures. The results were compared with control cultures of the microalgae using natural air supply. Y. lipolytica was cultivated in a semi-continuous system and produced 14.7 g/L cell mass and 6.1 g/L citric acid, and accumulated L/x = 18.2%, S/x = 35.1% and P/x = 18.8%. During its growth, the yeast released 5.3 g/L*d CO2, which was channelled to two cultures of N. gaditana with an air supply rate of 45 L/h. N. gaditana was cultured in Erlenmeyer conical flasks of working volume 1.5 L in ASW_P- under a photoperiod of 24 h light : 0 h dark. In the control cultures, the growth curve of N. gaditana followed a linear trend suggesting the presence of growth limitations, probably related to the dissolved carbon dioxide; in contrast, when the culture was enriched with yeast gases, the growth curve changed to the typical sigmoid growth pattern under the control of a single growth-limiting factor. The carbon fixation rate of CO2 did not differ between the aeration conditions. However, when microalgal cultivation was performed by providing CO2 produced by the yeast metabolism, the productivity of the microalgae, in terms of cell mass production and accumulation of storage materials, was lower, while protein production was higher compared to the control cultures. When N. gaditana was cultivated with CO2 derived from yeast metabolism, PUFA content, especially C20:5 n-3, increased in TL and individual lipid fractions. Moreover, it was demonstrated that the biosynthesis of PUFAs was related to the increase of photosynthetic membranes and not to the accumulation of NL, since C20:5 n-3(G) was> 20 mg/gxf, while C20:5 n -3(NL) was <5 mg/gxf in both aeration conditions in the lipids of N. gaditana. The relative activity of elongase in N. gaditana was not affected, in contrast to Δ9 desaturation which increased in the NL fraction, while Δ12 desaturation decreased in the same fraction. Both desaturations showed high activity in the G fraction when the microalgae culture was enriched with CO2 from the yeast metabolism. In the context of this dissertation, an evolution strategy was developed for N. gaditana, relying on its growth under alternating environments that promote the accumulation of storage materials (cultivation for 240 h under 24 h : 0 h illumination mode in ASW_P-) followed by conditions which favor the degradation of reserve materials (cultivation for 240 or 340 h in dark conditions and/or in the absence of CO2). The evolved/adapted population after 28.8 generations, showed decreased carbon fixation rate by 19.6% (RCO2 = 24.2 mg/L*d) compared to the starting strain, resulting in a reduced by 34,4% productivity Px and by 8.3% lipid biosynthesis, while protein production increased by 19.6%, and there was no difference in polysaccharide accumulation. In addition, the NL fraction decreased by 32.1%, while the PL fraction increased by 160%. As observed in microscopy pictures of the cells, the size of the chloroplasts increased during the dark conditions. However, during ALE, the evolved populations appeared with larger sizes of the chloroplasts even under light conditions. In addition, it seems that pigments were "moved" to the photosynthetic membranes of the evolved strains of N. gaditana and extracted into the polar fractions, mainly in the G fraction, and not the NL fraction, as was the case for the starting strain. The fatty acid profile of TL did not change significantly. However, in response to the applied selective pressure in the ALE experiment, the NL fraction became richer in saturated fatty acids (SFAs) and monounsaturated fatty acids (MUFAs), while the polar fractions G and PL became richer in ΣPUFAs, resulting in an increase of U.I. by 35.7 and 83.3% in the fraction of G and PL, respectively. This increase was mainly related to an increase in C20: 5 n-3(PL) from 1.1 mg (starting strain) to 4.3 mg (evolved strain). In the last chapter of this dissertation, the possibility to incorporate dry cell mass of micro- and macroalgae into the diet of the European seabass (Dicentrarchus labrax) also was investigated. According to the results, incorporation of dry cell mass of the microalgae Nannochloropsis sp. led to an increase in n-3 fatty acids in the new fish feed and the n-3/n-6 ratio increased by 75% compared to commercial fish feed. This increase affected the fish flesh composition, increasing the Σn-3 ratio by 17.4% and the n-3/n-6 ratio by 43.8%. 2022-11-01T11:21:47Z 2022-11-01T11:21:47Z 2021-09-16 https://hdl.handle.net/10889/23599 gr application/pdf