Η ναοδομία στην Κύπρο κατά το [sic] 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα

Αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι η εξέταση της ναοδομίας στην Κύπρο κατά το 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα δηλαδή κατά την όψιμη Τουρκοκρατία και την Αγγλοκρατία, όπου πέραν των προϋφιστάμενων εγχώριων καμαροσκέπαστων και ξυλόστεγων ναών, εμφανίστηκε και απροσδόκητα κυριάρχησε ο σταυροθ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Μυριανθεύς, Διομήδης
Άλλοι συγγραφείς: Myrianthefs, Diomedes
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2022
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://hdl.handle.net/10889/23613
id nemertes-10889-23613
record_format dspace
institution UPatras
collection Nemertes
language Greek
topic Ναοδομία 19ου αιώνα
Κύπρος
Σταυροθολιακοί ναοί
19th century ecclesiastical architecture
Cyprus
Groin-vaulted churches
spellingShingle Ναοδομία 19ου αιώνα
Κύπρος
Σταυροθολιακοί ναοί
19th century ecclesiastical architecture
Cyprus
Groin-vaulted churches
Μυριανθεύς, Διομήδης
Η ναοδομία στην Κύπρο κατά το [sic] 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα
description Αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι η εξέταση της ναοδομίας στην Κύπρο κατά το 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα δηλαδή κατά την όψιμη Τουρκοκρατία και την Αγγλοκρατία, όπου πέραν των προϋφιστάμενων εγχώριων καμαροσκέπαστων και ξυλόστεγων ναών, εμφανίστηκε και απροσδόκητα κυριάρχησε ο σταυροθολιακός τύπος. Η έκδοση των τανζιμάτ, μεταρρυθμιστικών διαταγμάτων των Οθωμανικών αρχών στο διάστημα 1839-1876, επηρέασε τη ναοδομία του νησιού, σε ότι αφορά την τυπολογία, το μέγεθος και τον αριθμό των ναών που ανεγέρθηκαν και την εισαγωγή κωδωνοστασίου. Η μελέτη διαρθρώθηκε σε δύο τόμους: Στον πρώτο τόμο παρουσιάζονται ιστορικά στοιχεία, ανάλυση των ναοδομικών τύπων, των υλικών και τρόπων δομής, τη διαμόρφωση των όψεων, τα εξωτερικά διακοσμητικά στοιχεία, την ανάπτυξη στοών και κωδωνοστασίων, τον εσωτερικό διάκοσμο και την επίπλωσή τους, τη διαδικασία ανοικοδόμησης και τη χρονολόγησή τους. Ακόμη στην εργασία παρουσιάζονται εμβληματικοί προγενέστεροι ναοί από τον 16ο ως τον 18ο αιώνα και νεώτεροι ναοί που ενδεχομένως λειτούργησαν ως πρότυπα. Ιδιαίτερη αναφορά και ανάλυση έγινε για τους σταυροθολιακού τύπου ναούς που είναι ο επικρατέστερος τύπος κατά την περίοδο από τα μέσα περίπου του 19ου μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα και αποτελεί το κύριο μέρος της εργασίας. Τέλος γίνεται αναφορά στην εισαγωγή των νέων ναοδομικών τύπων που αρχίζει από το τέλος του 19ου αιώνα και συνεχίζεται, παράλληλα με τους σταυροθολιακούς, μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα όταν οι τελευταίοι εγκαταλείπονται. Βάσει των παρατηρήσεων συντάχθηκαν εποπτικοί χρονολογικοί, τυπολογικοί και μορφολογικοί πίνακες όπως επίσης πίνακες με τους πρωτομάστορες και άλλα χαρακτηριστικά των ναών. Ο δεύτερος τόμος περιλαμβάνει corpus τριακοσίων τριάντα ορθόδοξων ναών και τεσσάρων ναών των ετερόδοξων διαφόρων τύπων που οικοδομήθηκαν κατά την περίοδο αυτή, μικρός αριθμός από τους οποίους ήταν γνωστός στην έρευνα. Εκατόν ενενήντα ναοί όλων των τύπων, της υπό μελέτη περιόδου, καταγράφηκαν και απέκτησαν πρωτότυπα σχέδια κατόψεων, τομών και όψεων σε κλίμακες 1:100 και 1:50 όπως και σχέδια των επί μέρους μορφολογικών και κατασκευαστικών στοιχείων τους σε κλίμακα 1:5. Για τα μνημεία αυτά συντάχθηκε ειδικό λήμμα με περιγραφή, ανάλυση της οικοδομικής ιστορίας, καταγραφή της βιβλιογραφίας και παρουσίαση φωτογραφιών και σχεδίων. Τα συμπεράσματα της εργασίας συνοψίζονται στα παρακάτω: 1) Κατά τον 19ο αιώνα συνεχίστηκε η ανέγερση παλαιότερων τύπων, όπως του καμαροσκέπαστου που είχε διαχρονικά εφαρμοστεί στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική της Κύπρου. Τα βασικά δομικά στοιχεία της μεσαιωνικής γοτθικής αρχιτεκτονικής του νησιού, όπως οι οξυκόρυφες καμάρες, τα οξυκόρυφα τόξα και οι εξωτερικές ενισχυτικές αντηρίδες υπό μορφή παραστάδων συνέχιζαν να εφαρμόζονται στον καμαροσκέπαστο τύπο και κατά το 19ο αιώνα. 2) Ο δεύτερος τύπος ναού που χρησιμοποιήθηκε στην Κύπρο κατά το 19ο αιώνα είναι ο ξυλόστεγος ναός που απαντάται σε δύο παραλλαγές. Πρόκειται αφενός για τον ιδιωματικό τοπικό ξυλόστεγο ναό με διπλή στέγη που απαντάται από το 13ο αιώνα και μετά αποκλειστικά στην ορεινή περιοχή του Τροόδους. Αφετέρου, χρησιμοποιήθηκε ο ξυλόστεγος ναός με την απλή (μονή) δικλινή στέγη με ήπια κλίση ο οποίος παρουσιάζει μεγαλύτερη γεωγραφική διασπορά και απαντάται σε μεγαλύτερο αριθμό μέχρι και τον 20ό αιώνα. 3) Το 1835 πρωτοεμφανίστηκε και επικράτησε για τα επόμενα εκατό περίπου χρόνια ο σταυροθολιακός τύπος ναού που απαντάται σε τρείς βασικές παραλλαγές, το μονόχωρο δρομικό, ως τον επικρατέστερο τύπο, το δίκλιτο και τον τρίκλιτο. Κύρια χαρακτηριστικά των ναών αυτών είναι ο αξιοσημείωτος αριθμός παραλλαγών της γεωμετρίας της σταυροθολιακής ανωδομής η οποία διαμορφώνεται με οξυκόρυφα, κατά κανόνα χωρίς νευρώσεις, τετράγωνα ή ορθογώνια σταυροθόλια με ενδιάμεσα οξυκόρυφα εγκάρσια ενισχυτικά τόξα και οι εξωτερικές αντηρίδες οι οποίες σχεδόν πάντοτε συνδέονται μεταξύ τους με χαμηλωμένα και σπανιότερα με οξυκόρυφα ή ημικυκλικά τόξα. Η γενική διαμόρφωση των εξωτερικών όψεων και των όγκων του Κυπριακού σταυροθολιακού ναού παρουσιάζει αρκετές παραλλαγές. Ομοίως τα επί μέρους χαρακτηριστικά ποικίλουν ανά ναό. Χαρακτηριστικό επίσης του τύπου είναι η εγκατάλειψη της ημικυκλικής εξωτερικά αψίδας του ιερού βήματος και η εισαγωγή τρίπλευρης ή πολυγωνικής όπως και η κατασκευή, για πρώτη φορά στην κυπριακή ναοδομία, γυναικωνίτη στα δυτικά πάνω από στοά. Ομοίως το πολυώροφο, προσαρτημένο στο ναό κωδωνοστάσιο, είναι ένα εντελώς νέο στοιχείο που υιοθετείται στη ναοδομία του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και εξής στην Κύπρο. 4) Οι σημαντικές επιδράσεις από την προϋπάρχουσα μεσαιωνική γοτθική αρχιτεκτονική της Κύπρου στους σταυροθολιακούς ναούς του 19ου αιώνα είναι προφανείς. Η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται από την εκτεταμένη αναβίωση κατασκευαστικών και μορφολογικών στοιχείων της γοτθικής αρχιτεκτονικής με κυρίαρχο χαρακτηριστικό τη χρήση σταυροθολίων στην ανωδομή. Οι επιδράσεις από τη βυζαντινή ναοδομία περιορίζονται κατά κύριο λόγο στην εφαρμογή του τρούλου, σε περιορισμένο αριθμό μνημείων. Παράλληλα με αυτά υιοθετείται και η τρέχουσα τεχνοτροπία του νεοκλασικισμού δημιουργώντας έναν ιδιαίτερο τοπικό εκλεκτικιστικό τύπο. 5) Ανάλογοι σταυροθολιακοί ναοί προϋπήρχαν στα Δωδεκάνησα ένα περίπου αιώνα νωρίτερα (μέσα 18ου και εξής) από την Κύπρο. Μεταξύ των ναών των δύο περιοχών υπάρχει η γενική ομοιότητα της σταυροθολιακής ανωδομής και η κυριαρχία του μονόχωρου δρομικού τύπου. Οι διαφορές ωστόσο στα επί μέρους στοιχεία είναι ιδιαίτερα σημαντικές και καθιστούν τις δύο ομάδες ανεξάρτητα σύνολα. 6) Σημαντική επίδραση στην κυπριακή ναοδομία φαίνεται ότι είχε ο ναός της Παναγίας των Χαρίτων των Καθολικών στη Λάρνακα (1842-1848) που οικοδομήθηκε με σχέδια που εισήχθηκαν στην Κύπρο, με πρότυπα από ναούς της Τοσκάνης. Χαρακτηριστικά του ναού όπως ο τρίκλιτος τρουλαίος τύπος, η χρήση φανότρουλου, η σταυροθολιακού τύπου στοά στα δυτικά, οι μορφές των παραθύρων και άλλα επί μέρους στοιχεία, απαντώνται σε κυπριακούς ναούς που οικοδομούνται την περίοδο αμέσως μετά από αυτόν. Πάντως ο Κυπριακός τρίκλιτος τρουλαίος σταυροθολιακός ναός του 19ου αιώνα έχει ενδεχομένως τα πρότυπα του στην Ιταλία (Τοσκάνη) μέσω της Παναγίας των Χαρίτων αλλά και στην τοπική παράδοση όπως αυτή είχε αποτυπωθεί στο Καθολικό της Μονής Κύκκου ενδεχομένως κατά τον 18ο αιώνα. 7) Την περίοδο αυτή η οικοδομική τεχνολογία αναπτύσσεται σε πολύ μεγάλο βαθμό και πραγματοποιούνται: α) Εκτεταμένη επισκευή ή αναμόρφωση υφιστάμενων ναών, β) Ανοικοδόμηση μεγάλου αριθμού σημαντικού μεγέθους νέων κυρίως ενοριακών ναών και γ) Μία άνευ προηγουμένου αναβίωση της λιθοξοϊκής τέχνης όπως αυτή αποτυπώθηκε στον εξαιρετικά πλούσιο ανάγλυφο διάκοσμο των εξωτερικών κυρίως όψεων των ναών και των κωδωνοστασίων. 8) Ο σημαντικός αριθμός των σταυροθολιακών ναών, η ευρηματικότητα και η ποικιλία των επί μέρους στοιχείων της σταυροθολιακής ανωδομής τους, η πρωτότυπη διαμόρφωση των όψεων, η δημιουργική αφομοίωση και εισαγωγή γοτθικών και νεοκλασικών στοιχείων και τα επί μέρους ιδιαίτερα μορφολογικά και κατασκευαστικά χαρακτηριστικά που διαθέτουν, συχνά εντελώς πρωτότυπα, καταξιώνουν απολύτως την αυθεντικότητα και ιδιαιτερότητά του τύπου που επικράτησε στην Κύπρο κατά το 19ο ως τα μέσα του 20ού αιώνα.
author2 Myrianthefs, Diomedes
author_facet Myrianthefs, Diomedes
Μυριανθεύς, Διομήδης
author Μυριανθεύς, Διομήδης
author_sort Μυριανθεύς, Διομήδης
title Η ναοδομία στην Κύπρο κατά το [sic] 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα
title_short Η ναοδομία στην Κύπρο κατά το [sic] 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα
title_full Η ναοδομία στην Κύπρο κατά το [sic] 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα
title_fullStr Η ναοδομία στην Κύπρο κατά το [sic] 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα
title_full_unstemmed Η ναοδομία στην Κύπρο κατά το [sic] 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα
title_sort η ναοδομία στην κύπρο κατά το [sic] 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα
publishDate 2022
url https://hdl.handle.net/10889/23613
work_keys_str_mv AT myriantheusdiomēdēs ēnaodomiastēnkyprokatatosic19okaitisarchestou20ouaiōna
AT myriantheusdiomēdēs ecclesiasticalarchitectureincyprusinthe19thandearly20thcentury
_version_ 1771297317749522432
spelling nemertes-10889-236132022-11-03T04:37:35Z Η ναοδομία στην Κύπρο κατά το [sic] 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα Ecclesiastical architecture in Cyprus in the 19th and early 20th century Μυριανθεύς, Διομήδης Myrianthefs, Diomedes Ναοδομία 19ου αιώνα Κύπρος Σταυροθολιακοί ναοί 19th century ecclesiastical architecture Cyprus Groin-vaulted churches Αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι η εξέταση της ναοδομίας στην Κύπρο κατά το 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα δηλαδή κατά την όψιμη Τουρκοκρατία και την Αγγλοκρατία, όπου πέραν των προϋφιστάμενων εγχώριων καμαροσκέπαστων και ξυλόστεγων ναών, εμφανίστηκε και απροσδόκητα κυριάρχησε ο σταυροθολιακός τύπος. Η έκδοση των τανζιμάτ, μεταρρυθμιστικών διαταγμάτων των Οθωμανικών αρχών στο διάστημα 1839-1876, επηρέασε τη ναοδομία του νησιού, σε ότι αφορά την τυπολογία, το μέγεθος και τον αριθμό των ναών που ανεγέρθηκαν και την εισαγωγή κωδωνοστασίου. Η μελέτη διαρθρώθηκε σε δύο τόμους: Στον πρώτο τόμο παρουσιάζονται ιστορικά στοιχεία, ανάλυση των ναοδομικών τύπων, των υλικών και τρόπων δομής, τη διαμόρφωση των όψεων, τα εξωτερικά διακοσμητικά στοιχεία, την ανάπτυξη στοών και κωδωνοστασίων, τον εσωτερικό διάκοσμο και την επίπλωσή τους, τη διαδικασία ανοικοδόμησης και τη χρονολόγησή τους. Ακόμη στην εργασία παρουσιάζονται εμβληματικοί προγενέστεροι ναοί από τον 16ο ως τον 18ο αιώνα και νεώτεροι ναοί που ενδεχομένως λειτούργησαν ως πρότυπα. Ιδιαίτερη αναφορά και ανάλυση έγινε για τους σταυροθολιακού τύπου ναούς που είναι ο επικρατέστερος τύπος κατά την περίοδο από τα μέσα περίπου του 19ου μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα και αποτελεί το κύριο μέρος της εργασίας. Τέλος γίνεται αναφορά στην εισαγωγή των νέων ναοδομικών τύπων που αρχίζει από το τέλος του 19ου αιώνα και συνεχίζεται, παράλληλα με τους σταυροθολιακούς, μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα όταν οι τελευταίοι εγκαταλείπονται. Βάσει των παρατηρήσεων συντάχθηκαν εποπτικοί χρονολογικοί, τυπολογικοί και μορφολογικοί πίνακες όπως επίσης πίνακες με τους πρωτομάστορες και άλλα χαρακτηριστικά των ναών. Ο δεύτερος τόμος περιλαμβάνει corpus τριακοσίων τριάντα ορθόδοξων ναών και τεσσάρων ναών των ετερόδοξων διαφόρων τύπων που οικοδομήθηκαν κατά την περίοδο αυτή, μικρός αριθμός από τους οποίους ήταν γνωστός στην έρευνα. Εκατόν ενενήντα ναοί όλων των τύπων, της υπό μελέτη περιόδου, καταγράφηκαν και απέκτησαν πρωτότυπα σχέδια κατόψεων, τομών και όψεων σε κλίμακες 1:100 και 1:50 όπως και σχέδια των επί μέρους μορφολογικών και κατασκευαστικών στοιχείων τους σε κλίμακα 1:5. Για τα μνημεία αυτά συντάχθηκε ειδικό λήμμα με περιγραφή, ανάλυση της οικοδομικής ιστορίας, καταγραφή της βιβλιογραφίας και παρουσίαση φωτογραφιών και σχεδίων. Τα συμπεράσματα της εργασίας συνοψίζονται στα παρακάτω: 1) Κατά τον 19ο αιώνα συνεχίστηκε η ανέγερση παλαιότερων τύπων, όπως του καμαροσκέπαστου που είχε διαχρονικά εφαρμοστεί στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική της Κύπρου. Τα βασικά δομικά στοιχεία της μεσαιωνικής γοτθικής αρχιτεκτονικής του νησιού, όπως οι οξυκόρυφες καμάρες, τα οξυκόρυφα τόξα και οι εξωτερικές ενισχυτικές αντηρίδες υπό μορφή παραστάδων συνέχιζαν να εφαρμόζονται στον καμαροσκέπαστο τύπο και κατά το 19ο αιώνα. 2) Ο δεύτερος τύπος ναού που χρησιμοποιήθηκε στην Κύπρο κατά το 19ο αιώνα είναι ο ξυλόστεγος ναός που απαντάται σε δύο παραλλαγές. Πρόκειται αφενός για τον ιδιωματικό τοπικό ξυλόστεγο ναό με διπλή στέγη που απαντάται από το 13ο αιώνα και μετά αποκλειστικά στην ορεινή περιοχή του Τροόδους. Αφετέρου, χρησιμοποιήθηκε ο ξυλόστεγος ναός με την απλή (μονή) δικλινή στέγη με ήπια κλίση ο οποίος παρουσιάζει μεγαλύτερη γεωγραφική διασπορά και απαντάται σε μεγαλύτερο αριθμό μέχρι και τον 20ό αιώνα. 3) Το 1835 πρωτοεμφανίστηκε και επικράτησε για τα επόμενα εκατό περίπου χρόνια ο σταυροθολιακός τύπος ναού που απαντάται σε τρείς βασικές παραλλαγές, το μονόχωρο δρομικό, ως τον επικρατέστερο τύπο, το δίκλιτο και τον τρίκλιτο. Κύρια χαρακτηριστικά των ναών αυτών είναι ο αξιοσημείωτος αριθμός παραλλαγών της γεωμετρίας της σταυροθολιακής ανωδομής η οποία διαμορφώνεται με οξυκόρυφα, κατά κανόνα χωρίς νευρώσεις, τετράγωνα ή ορθογώνια σταυροθόλια με ενδιάμεσα οξυκόρυφα εγκάρσια ενισχυτικά τόξα και οι εξωτερικές αντηρίδες οι οποίες σχεδόν πάντοτε συνδέονται μεταξύ τους με χαμηλωμένα και σπανιότερα με οξυκόρυφα ή ημικυκλικά τόξα. Η γενική διαμόρφωση των εξωτερικών όψεων και των όγκων του Κυπριακού σταυροθολιακού ναού παρουσιάζει αρκετές παραλλαγές. Ομοίως τα επί μέρους χαρακτηριστικά ποικίλουν ανά ναό. Χαρακτηριστικό επίσης του τύπου είναι η εγκατάλειψη της ημικυκλικής εξωτερικά αψίδας του ιερού βήματος και η εισαγωγή τρίπλευρης ή πολυγωνικής όπως και η κατασκευή, για πρώτη φορά στην κυπριακή ναοδομία, γυναικωνίτη στα δυτικά πάνω από στοά. Ομοίως το πολυώροφο, προσαρτημένο στο ναό κωδωνοστάσιο, είναι ένα εντελώς νέο στοιχείο που υιοθετείται στη ναοδομία του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και εξής στην Κύπρο. 4) Οι σημαντικές επιδράσεις από την προϋπάρχουσα μεσαιωνική γοτθική αρχιτεκτονική της Κύπρου στους σταυροθολιακούς ναούς του 19ου αιώνα είναι προφανείς. Η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται από την εκτεταμένη αναβίωση κατασκευαστικών και μορφολογικών στοιχείων της γοτθικής αρχιτεκτονικής με κυρίαρχο χαρακτηριστικό τη χρήση σταυροθολίων στην ανωδομή. Οι επιδράσεις από τη βυζαντινή ναοδομία περιορίζονται κατά κύριο λόγο στην εφαρμογή του τρούλου, σε περιορισμένο αριθμό μνημείων. Παράλληλα με αυτά υιοθετείται και η τρέχουσα τεχνοτροπία του νεοκλασικισμού δημιουργώντας έναν ιδιαίτερο τοπικό εκλεκτικιστικό τύπο. 5) Ανάλογοι σταυροθολιακοί ναοί προϋπήρχαν στα Δωδεκάνησα ένα περίπου αιώνα νωρίτερα (μέσα 18ου και εξής) από την Κύπρο. Μεταξύ των ναών των δύο περιοχών υπάρχει η γενική ομοιότητα της σταυροθολιακής ανωδομής και η κυριαρχία του μονόχωρου δρομικού τύπου. Οι διαφορές ωστόσο στα επί μέρους στοιχεία είναι ιδιαίτερα σημαντικές και καθιστούν τις δύο ομάδες ανεξάρτητα σύνολα. 6) Σημαντική επίδραση στην κυπριακή ναοδομία φαίνεται ότι είχε ο ναός της Παναγίας των Χαρίτων των Καθολικών στη Λάρνακα (1842-1848) που οικοδομήθηκε με σχέδια που εισήχθηκαν στην Κύπρο, με πρότυπα από ναούς της Τοσκάνης. Χαρακτηριστικά του ναού όπως ο τρίκλιτος τρουλαίος τύπος, η χρήση φανότρουλου, η σταυροθολιακού τύπου στοά στα δυτικά, οι μορφές των παραθύρων και άλλα επί μέρους στοιχεία, απαντώνται σε κυπριακούς ναούς που οικοδομούνται την περίοδο αμέσως μετά από αυτόν. Πάντως ο Κυπριακός τρίκλιτος τρουλαίος σταυροθολιακός ναός του 19ου αιώνα έχει ενδεχομένως τα πρότυπα του στην Ιταλία (Τοσκάνη) μέσω της Παναγίας των Χαρίτων αλλά και στην τοπική παράδοση όπως αυτή είχε αποτυπωθεί στο Καθολικό της Μονής Κύκκου ενδεχομένως κατά τον 18ο αιώνα. 7) Την περίοδο αυτή η οικοδομική τεχνολογία αναπτύσσεται σε πολύ μεγάλο βαθμό και πραγματοποιούνται: α) Εκτεταμένη επισκευή ή αναμόρφωση υφιστάμενων ναών, β) Ανοικοδόμηση μεγάλου αριθμού σημαντικού μεγέθους νέων κυρίως ενοριακών ναών και γ) Μία άνευ προηγουμένου αναβίωση της λιθοξοϊκής τέχνης όπως αυτή αποτυπώθηκε στον εξαιρετικά πλούσιο ανάγλυφο διάκοσμο των εξωτερικών κυρίως όψεων των ναών και των κωδωνοστασίων. 8) Ο σημαντικός αριθμός των σταυροθολιακών ναών, η ευρηματικότητα και η ποικιλία των επί μέρους στοιχείων της σταυροθολιακής ανωδομής τους, η πρωτότυπη διαμόρφωση των όψεων, η δημιουργική αφομοίωση και εισαγωγή γοτθικών και νεοκλασικών στοιχείων και τα επί μέρους ιδιαίτερα μορφολογικά και κατασκευαστικά χαρακτηριστικά που διαθέτουν, συχνά εντελώς πρωτότυπα, καταξιώνουν απολύτως την αυθεντικότητα και ιδιαιτερότητά του τύπου που επικράτησε στην Κύπρο κατά το 19ο ως τα μέσα του 20ού αιώνα. This research covers the ecclesiastical architecture of the island of Cyprus during the 19th century to the beginning of the 20th century when apart from the pre-existing local vaulted and timber-roof churches suddenly appeared and unpredictably dominated the new groin-vaulted church type. It is focused in the period after the mid - 19th century after the general reforms (tanzimat) of the Ottoman Empire. In Cyprus considerable changes followed, in relation to the previous periods, regarding the typology, the size and the number of churches that have been erected. A whole number of three hundred and thirty churches of all types were recorded and studied. The research was based on extensive field work and recording along with thorough bibliographical investigation. All accessible churches were recorded and in most of them - one hundred and nineteen-, measured drawings were also prepared. Plans, sections and elevations were drawn in scale 1:100 or 1:50 and details in scale 1:5. A number of detailed tables regarding the chronology, typology, elevations configuration, women’s galleries, stoas, architects or master-masons and other characteristics of the churches were prepared. An analysis of the typology, structural characteristics and morphology is extensively presented along with the building methods and procedure and dating. Extensive information regarding the external decorative elements as well as the internal ones and the furnishing are given. Emphasis is given on the groin-vaulted churches which is the predominant type from the mid-19th to mid-20th century and constitutes the main part of this study. Finally, a brief account of the ‘new’ ecclesiastical architecture, the beginning of which is placed in the last decade of the 19th century is given. These new church types gradually are becoming predominant but co-exist with the groin-vaulted church type up to the mid-20th century when the latter ceased to be erected. A corpus of three hundred and thirty orthodox churches and four of the Catholic church was done. For each entry a description, an account of its history, bibliographical references, photographical documentation and drawings were included. The general conclusions are summarised as follows: 1) The simple vaulted church type continues to be throughout the history of Cyprus as well as in 19th century. Though, structural characteristics of the gothic architecture, like the pointed vaults and arches as well as the external buttresses are becoming predominant in the vaulted churches of this period. 2) The timber roofed church type has been used in this period and can be divided in two different variations. The steep-pitched doubled roofed type with flat tiles continues to exist since the 13th century, mainly in Troodos mountainous area, though it can be identified in the 19th century to a limited extend. On the other hand the simple roofed type, covered with traditional type tiles is found all over Cyprus in larger extend during the 19th and 20th century. 3) Since 1835 (chronology of the older dated example) the groin-vaulted church type became traditional for about a century afterwards. The single aisled type has been extensively recorded in relation to double aisled and three aisled types which also exist to a limited number. The main characteristics of those churches are, the considerable number of vaulting variations which is formed by pointed rib less groin vaults strengthened by transverse pointed arches and the use of external buttresses linked together by mainly low or rarely pointed or semi-circular arches. The external appearance and the volumes of the churches present considerable variety and the decorative elements are extremely rich following several stylistic characteristics. Another feature of those churches is the extensive use of three or five or seven-sided apse where the simple semi-circular one of previous periods is almost completely abandoned. The construction of a gynaikonites (women’s gallery) above the west stoa as well as the multi-storied belfry are elements introduced to the ecclesiastical architecture of Cyprus for the first time. 4) It becomes obvious that the already existing in Cyprus medieval gothic architecture has influenced the groin-vaulted churches of the 19th century. Within this period extensive revival of structural and morphological characteristics of gothic architecture has been recorded, the groin vaulted roof being the most basic one. Byzantine architecture influence can mainly be identified in dome construction, though to be found in limited examples. Neoclassical characteristics of the period are also adopted so as variety and eclecticism characterise this church type. 5) Groin vaulted churches had existed before the 19th century (mid-18th century and afterwards) in Dodecanese. The basic component of both Cypriot and Dodecanese churches has been the groin vaulted roof. Other similarities have been very limited so as the two groups of churches can be considered as individual ones. 6) The catholic church of Santa Maria delle Grazie in Larnaka (1842-1848) was built after drawings sent to Cyprus from Italy. Its prototypes seem to be the Tuscan churches. Several characteristics of this particular church like the three-aisled domed type, the use of a lantern, the groin vaulted stoa to the west, the windows shape as well as other minor characteristics have been used to several orthodox churches in Cyprus right afterwards. It can be considered that the 19th century three-aisled domed type in Cyprus has its prototype in Italy (Tuscan) as well as in the main church of Kykko monastery which seems to had been previously formed in the last quarter of the 18th century. 7) During this 19th century period onwards the structural techniques and church building activity have been enhanced to a great degree as a result of: a) Extensive repairs and renovations of existing churches which took place, b) A considerable number of new parish churches, of much bigger size than previous periods, were constructed and c) The stone sculpture techniques as have been performed on the extensive decorative features of the facades and belfries proved to be of a high-quality revival. 8) The 19th century groin vaulted churches of Cyprus can be established as a unique type. The authenticity as well as the peculiarity of the type is verified from characteristics such, the considerable number, the inventiveness and variety of the groin vaulted roofing, the original and rich formation of the facades, the creative adaptation of gothic and neoclassical characteristics as well as the special innovative and original morphological and structural features. 2022-11-02T08:25:04Z 2022-11-02T08:25:04Z 2022-07-21 https://hdl.handle.net/10889/23613 el Attribution-NonCommercial-NoDerivs 3.0 United States http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/us/ application/pdf