Περίληψη: | Η χρόνια νεφρική νόσος (ΧΝΝ) δηλαδή η παρουσία νεφρικής βλάβης που επιμένει για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 3 μηνών αποτελεί σήμερα σημαντικό ζήτημα παγκόσμιας δημόσιας υγείας καθώς αφορά όλο και μεγαλύτερο πληθυσμό στα πλαίσια αύξησης της επίπτωσης της αρτηριακής υπέρτασης και του σακχαρώδους διαβήτη. Σύμφωνα με το ρυθμό σπειραματικής διήθησης (eGFR) η ΧΝΝ ταξινομείται σε 5 στάδια. Η αρτηριακή υπέρταση αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση ΧΝΝ. Ως αρτηριακή υπέρταση ορίζεται η παρουσία τιμών συστολικής ΑΠ ≥ 140mmHg ή/και διαστολικής ΑΠ ≥90mmHg. Σύμφωνα με μελέτες των τελευταίων ετών υπολογίζεται ότι 20%-50% του ενήλικου πληθυσμού παρουσιάζει αρτηριακή υπέρταση. Οι δυσμενείς επιπτώσεις της αφορούν σχεδόν όλα τα συστήματα και πιο συγκεκριμένα εκτός από την εμφάνιση ΧΝΝ μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιακής ανεπάρκειας, οξέος στεφανιαίου συνδρόμου ή αρρυθμιών, αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων, οδηγεί στην εμφάνιση υπερτασικής αμφιβληστροειδοπάθειας και προκαλεί δομικές και λειτουργικές βλάβες στα αγγεία.
Η στυτική δυσλειτουργία αποτελεί συχνό πρόβλημα υγείας και επηρεάζει δυσμενώς την ποιότητα ζωής των ασθενών. Τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος τόσο στη θεραπευτική αντιμετώπισή της με την ανάπτυξη των αναστολέων της PDE-5, αλλά και στην κατανόηση των παθοφυσιολογικών μηχανισμών, καθώς έχει αποδειχτεί πως η στυτική δυσλειτουργία είναι πιθανόν να αποτελεί πρώιμο δείκτη καρδιαγγειακής νόσου στα πλαίσια γενικότερης ενδοθηλιακής βλάβης. Ειδικά για τον πληθυσμό των ασθενών με ΧΝΝ η επίπτωση των καρδιαγγειακών συμβαμάτων είναι αυξημένη σε σχέση με το γενικό πληθυσμό, ενώ και η στυτική δυσλειτουργία είναι συχνότερη.
Στόχος της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη της επίπτωσης της στυτικής δυσλειτουργίας σε άνδρες ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο σταδίου Ι-V ή ιστορικό μεταμόσχευσης νεφρού, η μελέτη της επίδρασης της αρτηριακής υπέρτασης, της ταχύτητας διάδοσης του σφυγμικού κύματος και των παραμέτρων του κύματος ανάκλασης (augmentation pressure, AIx) στη σεξουαλική λειτουργία ανδρών ασθενών με χρόνια νεφρική νόσο σταδίου I-V ή ιστορικό μεταμόσχευσης νεφρού.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε στο τακτικό νεφρολογικό ιατρείο, τη μονάδα μεταμόσχευσης και τη μονάδα τεχνητού νεφρού και περιτοναϊκής κάθαρσης του ΠΓΝΠ και συνολικά έλαβαν μέρος 69 ασθενείς. Οι ασθενείς που συμμετείχαν συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο IIEF σχετικά με τη σεξουαλική υγεία και υποβλήθηκαν σε μέτρηση της αρτηριακής τους πίεσης με τη συσκευή Mobil-o-graph. Από τη συσχέτιση των διαφόρων παραμέτρων που εκτιμήθηκαν με το βαθμό στυτικής λειτουργικότητας, όπως αυτός υπολογίστηκε από το ερωτηματολόγια IIEF, βρέθηκε ότι η νεφρική λειτουργία όπως αυτή εκφράζεται με τον eGFR παρουσιάζει θετική συσχέτιση (r=0,24, p=0,047), ενώ η ηλικία και η ταχύτητα διάδοσης του σφυγμικού κύματος παρουσίαζαν αρνητική συσχέτιση (r=-0,384, p=0,002 και r=-0,474, p<0,001 αντίστοιχα). Επίσης, από όλες τις παραμέτρους που ελέγχθηκαν μόνο η ταχύτητα διάδοσης του σφυγμικού κύματος προέβλεπε σημαντικά τη στυτική δυσλειτουργία (β = -0,995, 95% CI -0,465 - -10,074, p = 0,032). Συνεπώς, από τα αποτελέσματα της μελέτης προέκυψε ότι η επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας σχετίζεται με αύξηση της αρτηριακής σκληρίας και αύξηση της συχνότητας εμφάνισης στυτικής δυσλειτουργίας.
|