Περίληψη: | Οι Διατροφικές Διαταραχές και η Παχυσαρκία αποτελούν σοβαρές, πολυδιάστατες νόσους με αυξημένο επιπολασμό σε παγκόσμιο επίπεδο. Η εμφάνισή τους ξεκινά σε μεγάλο βαθμό στις ευαίσθητες περιόδους της παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Η αναγνώριση των παραγόντων κινδύνου που συνδέονται με την εκδήλωση μη ισορροπημένων διατροφικών συμπεριφορών στα παιδιά και στους εφήβους συμβάλλει καθοριστικά στην υλοποίηση στοχευμένων και αποτελεσματικών παρεμβάσεων πρόληψης και αντιμετώπισης.
Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η ανίχνευση των Διατροφικών Διαταραχών και η καταγραφή του επιπολασμού της παιδικής παχυσαρκίας σε μαθητές Πρωτοβάθμιας (Ε΄ και Στ΄ Δημοτικού) και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Α΄, Β΄ και Γ΄ Γυμνασίου) καθώς και η διερεύνηση των συσχετίσεων μεταξύ συμπεριφοράς διατροφής, φυσικής δραστηριότητας και ανθρωπομετρικών παραμέτρων.
Υλικό - Μέθοδος: Η παρούσα συγχρονική μη παρεμβατική μελέτη διεξήχθη αφού εξασφαλίστηκε η συμμετοχή ενός αντιπροσωπευτικού δείγματος μαθητών από σχολεία της Δυτικής Ελλάδας (Ν. Αχαΐας, Ν. Ηλείας, Ν. Αιτωλοακαρνανίας). Οι διατροφικές συνήθειες των μαθητών διερευνήθηκαν μέσω ερωτήσεων πολλαπλής επιλογής και ο κίνδυνος για την ανάπτυξη διατροφικών διαταραχών αξιολογήθηκε χρησιμοποιώντας το έγκυρο σταθμισμένο ερωτηματολόγιο Eating-Attitude Scale (EAT-13). Στο ερωτηματολόγιο συμπεριλήφθηκαν επίσης δημογραφικά στοιχεία, κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά καθώς και χαρακτηριστικά του τρόπου ζωής. Πραγματοποιήθηκαν επίσης ανθρωπομετρικές μετρήσεις. Ο επιπολασμός των υπέρβαρων και των παχύσαρκων παιδιών υπολογίστηκε με τη χρήση των κριτηρίων του Centers for Disease Control and Prevention (CDC) και International Obesity Task force (IOTF), ενώ η κεντρική παχυσαρκία εκτιμήθηκε με τη χρήση των κριτηρίων WHtR≥0.5 και IDF.
Αποτελέσματα: Στην έρευνα συμμετείχαν 3504 παιδιά, με μέσο όρο ηλικίας τα 12.8 έτη. Από το σύνολο των συμμετεχόντων παιδιών, τα αγόρια ήταν ελάχιστα περισσότερα, αντιπροσωπεύοντας το 50.2% του δείγματος. Τα ποσοστά υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών ήταν 19.2% και 12.1% αντίστοιχα με τα κριτήρια του CDC, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά με τα κριτήρια της IOTF ήταν 20.9% και 7.2%. Τα ποσοστά κεντρικής παχυσαρκίας ήταν 31.1% και 32.8% σύμφωνα με τα κριτήρια WHtR≥0.5 και IDF αντίστοιχα. Κοιλιακή παχυσαρκία εντοπίστηκε στο 62.5% των υπέρβαρων παιδιών, στο 88% των παχύσαρκων παιδιών και στο 14% των παιδιών φυσιολογικού βάρους. Τα αντίστοιχα ποσοστά με τα κριτήρια της IDF ήταν 80.3%, 99.6% και 12.5% αντίστοιχα. Τα παιδιά που συμμετείχαν στην παρούσα έρευνα παρουσιάζουν ορισμένες θεμελιώδεις υγιεινές διατροφικές συνήθειες, όπως είναι η λήψη πρωινού γεύματος (76.9%) και η αποφυγή του γρήγορου φαγητού (3%), αλλά καταναλώνουν σε υψηλή συχνότητα σνακ και γλυκίσματα (42.8% καθημερινά ή σχεδόν καθημερινά). Η καθημερινή ζωή των μαθητών περιλαμβάνει αξιοπρόσεκτο αριθμό ωρών καθιστικών δραστηριοτήτων (μ.ό. 4.4 ώρες μπροστά σε οθόνη) και πολύ περιορισμένο αριθμό ωρών αθλητικής ενασχόλησης (μόλις 9.9% αθλούνται καθημερινά). Οι μαθητές της έρευνας είχαν χαμηλό κίνδυνο εμφάνισης διατροφικών διαταραχών (μ.ό. score κλίμακας ΕΑΤ-13 8.3), αλλά ο εν λόγω κίνδυνος εντοπίστηκε σχεδόν στο ένα τέταρτο των μαθητών (26.9%). Ισχυρή συσχέτιση εντοπίστηκε μεταξύ της συνολικής βαθμολογίας της Κλίμακας Διατροφικών Στάσεων και των υποκατηγοριών της με τον ΔΜΣ και, συνεπώς, τον κίνδυνο εμφάνισης παχυσαρκίας. Με άλλα λόγια, τα παιδιά με υψηλότερο ΔΜΣ (υπέρβαρα ή παχύσαρκα) εμφάνισαν υψηλότερο κίνδυνο εκδήλωσης διατροφικών διαταραχών. Οι παράγοντες που συνδέθηκαν με τον υψηλότερο ΔΜΣ ήταν το άρρεν φύλο, η μη ύπαρξη άλλων παιδιών στην οικογένεια, ο μικρότερος αριθμός γευμάτων, η μη λήψη πρωινού, η κατανάλωση σνακ από το κυλικείο και η κατανάλωση γλυκισμάτων. Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον εύρημα της έρευνας ήταν ότι οι παχύσαρκοι και υπέρβαροι μαθητές έτειναν να υποτιμούν το βάρος τους, ενώ οι λιποβαρείς μαθητές έτειναν να το υπερεκτιμούν.
Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματα της παρούσας επιδημιολογικής έρευνας αναδεικνύουν τον υπαρκτό κίνδυνο εμφάνισης διατροφικών διαταραχών και παχυσαρκίας σε παιδιά και εφήβους, θέτοντας ως προτεραιότητα την πρόληψη στο οικογενειακό, κοινωνικό και σχολικό περιβάλλον τους.
|