Διερεύνηση της συσχέτισης γενετικών τόπων με την εμφάνιση της σχιζοφρένειας σε Καυκάσιους ασθενείς

Η σχιζοφρένεια αποτελεί την πιο σοβαρή και πολύπλοκη ψυχιατρική διαταραχή, η οποία εμφανίζεται σε περίπου 1% του γενικού πληθυσμού. Παρόλο που η αιτιολογία της σχιζοφρένειας παραμένει άγνωστη, είναι γνωστό πως τόσο οι περιβαλλοντικοί όσο και οι γενετικοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο στην εμφά...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Χονδρού, Γεωργία
Άλλοι συγγραφείς: Πατρινός, Γεώργιος
Μορφή: Thesis
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2022
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://hdl.handle.net/10889/24144
Περιγραφή
Περίληψη:Η σχιζοφρένεια αποτελεί την πιο σοβαρή και πολύπλοκη ψυχιατρική διαταραχή, η οποία εμφανίζεται σε περίπου 1% του γενικού πληθυσμού. Παρόλο που η αιτιολογία της σχιζοφρένειας παραμένει άγνωστη, είναι γνωστό πως τόσο οι περιβαλλοντικοί όσο και οι γενετικοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο στην εμφάνισή της. Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες αφορούν κυρίως γεγονότα πριν τη γέννηση του ατόμου, επιπλοκές κατά τον τοκετό, λοιμώξεις, τον τόπο και την εποχή γέννησης του ατόμου, καθώς και κοινωνικούς παράγοντες. Ωστόσο, το γενετικό υπόβαθρο του ατόμου φαίνεται να αποτελεί τον πιο ισχυρό παράγοντα επίδρασης στην εμφάνιση της νόσου. Σύμφωνα με μελέτες συσχετισμού ολόκληρου του γονιδιώματος και στρατηγικής υποψήφιων γονιδίων, έχει βρεθεί ότι πολλά γονίδια σχετίζονται με την εμφάνιση της νόσου. Επιπλέον, σύμφωνα με μελέτες που έχουν γίνει σε άτομα της ίδιας οικογένειας, έχει δειχθεί ότι συγγενείς ασθενών με σχιζοφρένεια έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου. Στην παρούσα μελέτη, πραγματοποιήθηκε, αρχικά, βιβλιογραφική ανασκόπηση άρθρων που μελετούσαν γονίδια και γενετικές αλλαγές που σχετίζονταν με την εμφάνιση της σχιζοφρένειας, ανεξάρτητα από την προέλευση του εξεταζόμενου δείγματος. Συνολικά συλλέχθηκαν 188 μελέτες οι οποίες αφορούσαν Καυκάσιους και μη Καυκάσιους πληθυσμούς. Στις μελέτες αυτές συμμετείχαν συνολικά 393.617 δείγματα ασθενών με σχιζοφρένεια και 620.314 δείγματα αναφοράς. Στη συνέχεια, έγινε ποιοτική μετα-ανάλυση των δεδομένων αυτών και βρέθηκαν 18 γενετικές αλλαγές που εμφάνιζαν στατιστική σημαντικότητα (pvalue < 0.001) και είχαν μελετηθεί αποκλειστικά σε δείγμα μη Καυκάσιων πληθυσμών. Οι γενετικές αλλαγές αυτές αφορούν συνολικά 14 γονίδια, τα οποία κωδικοποιούν μεταγραφικούς παράγοντες, διαμεμβρανικές πρωτεΐνες, γλυκοπρωτεΐνες, ιοντικούς διαύλους και υποδοχείς που παίζουν σημαντικό ρόλο σε ποικίλες κυτταρικές δραστηριότητες και στην ανάπτυξη διαφόρων συστημάτων. Έπειτα, με κριτήριο την παράμετρο pvalue, επελέγησαν για περαιτέρω μελέτη, σε Καυκάσιους πληθυσμούς, οι πολυμορφισμοί rs548181, rs6645249 και rs9892791. Οι πολυμορφισμοί αυτοί βρίσκονται στα γονίδια STT3A, IL3A και MSI2 αντίστοιχα. Σκοπός της μελέτης αυτής είναι η διερεύνηση της συσχέτισης των γενετικών τόπων αυτών με την εμφάνιση της σχιζοφρένειας στους εκάστοτε εξεταζόμενους Καυκάσιους πληθυσμούς. Συγκεκριμένα, για τη μελέτη του rs548181 του γονιδίου STT3A γονοτυπήθηκαν, με τη μέθοδο RFLP, 25 δείγματα ασθενών με σχιζοφρένεια και 24 δείγματα αναφοράς ελληνικού πληθυσμού. Επίσης, για τον rs6645249 του IL3A αναλύθηκαν, με τη μέθοδο RFLP, 20 δείγματα ασθενών με σχιζοφρένεια και 33 δείγματα αναφοράς ελληνικού πληθυσμού και 10 δείγματα ασθενών με σχιζοφρένεια και 8 δείγματα αναφοράς σλοβένικου πληθυσμού. Τέλος, ο rs9892791 του MSI2 μελετήθηκε με τη μέθοδο γονοτύπησης Sanger Sequencing σε δείγματα Ελλήνων, Κροατών και Σλοβένων. Αναλυτικά, γονοτυπήθηκαν 14 δείγματα ασθενών με σχιζοφρένεια και 43 δείγματα αναφοράς για τον ελληνικό πληθυσμό, 11 δείγματα ασθενών με σχιζοφρένεια και 39 δείγματα αναφοράς για τον κροατικό πληθυσμό και 19 δείγματα ασθενών με σχιζοφρένεια και 26 δείγματα αναφοράς για τον σλοβένικο πληθυσμό. Τέλος, πραγματοποιήθηκε στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων γονοτύπησης των μελετούμενων δειγμάτων, η οποία δεν κατέδειξε στατιστικά σημαντική συσχέτιση των εξεταζόμενων πολυμορφισμών με την εμφάνιση της σχιζοφρένειας στους εξεταζόμενους πληθυσμούς, ούτε σε επίπεδο γονοτύπων ούτε σε επίπεδο αλληλομόρφων. Ωστόσο, χρειάζεται περαιτέρω ερευνητική μελέτη σε μεγαλύτερο και πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα, ασθενών και δειγμάτων αναφοράς, για επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων αυτών.