Summary: | Η οστεοαρθρίτιδα (ΟΑ) είναι η πιο συχνή εκφυλιστική νόσος της αρθρικής άρθρωσης, που περιλαμβάνει την αποικοδόμηση του αρθρικού χόνδρου, την πάχυνση του υποχόνδριου οστού, την ανώμαλη παραγωγή οστίτη ιστού, τον σχηματισμό οστεοφύτων και τη χρόνια φλεγμονή του αρθρικού υμένα. Η ακριβής αιτιολογία της ΟΑ δεν είναι πλήρως κατανοητή. Ο αρθρικός υμένας είναι υπεύθυνος για τη φλεγμονώδη αντίδραση που οδηγεί σε παραγωγή προφλεγμονωδών κυτταροκινών προερχόμενων από τα μακροφάγα, όπως οι IL-1β, IL-6, IL-8 και TNF-α, οι οποίες προάγουν τη φλεγμονή, τη νεοαγγείωση και την αποδόμηση του χόνδρου μέσω της ενεργοποίησης πρωτεολυτικών ενζύμων, όπως οι μεταλλοπρωτεϊνάσες του εξωκυτταρικού χώρου (MMPs). Οι κύριες μορφές θεραπείας της ΟΑ περιλαμβάνουν τη διαχείριση του πόνου και τη χειρουργική επέμβαση αντικατάστασης της άρθρωσης (ολική αρθροπλαστική). Ωστόσο, οκτώ έως δέκα χρόνια μετά την ολική αρθροπλαστική, παρατηρείται συνήθως χαλάρωση των εισαγόμενων προθέσεων. Λαμβάνει χώρα ένας καταρράκτης μηχανικών και βιολογικών γεγονότων, που περιλαμβάνει τον κατακερματισμό και τη φθορά των εμφυτευμένων υλικών και στη συνέχεια την απελευθέρωση σωματιδίων του εμφυτεύματος στους περιπροσθετικούς ιστούς, προκαλώντας αντίδραση ξένου σώματος και ενεργοποίηση των κυττάρων για την παραγωγή ποικίλων κυτταροκινών, αυξητικών παραγόντων και πρωτεολυτικών ενζύμων. Αυτά τα κυτταρικά προϊόντα προκαλούν, μέσω πολύπλοκων μηχανισμών, περιπροσθετική οστεόλυση που υπερβαίνει την ικανότητα αποκατάστασης του ινώδους και του οστίτη ιστού, με αποτέλεσμα τη χαλάρωση των εμφυτευμάτων.
Το πτερύγιο είναι μια οφθαλμική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από υπερπλασία του επιθηλίου του κερατοειδούς, υπερανάπτυξη ινοβλαστών του στρώματος και αιμοφόρων αγγείων, σημαντική νεοαγγείωση, διήθηση φλεγμονωδών κυττάρων και ανώμαλη συσσώρευση εξωκυττάριου υλικού με κύρια συστατικά την ελαστίνη και το κολλαγόνο. Ιστοπαθολογικές μελέτες αποκάλυψαν ότι το επιθήλιο του πτερυγίου, το οποίο εισβάλλει στον κερατοειδή, παρουσιάζει αλλοιώσεις, όπως πλακώδη μεταπλασία και υπερανάπτυξη κυττάρων των βλεννογόνων. Οι ακριβείς λόγοι της παθογένειας του πτερυγίου παραμένουν ασαφείς, ωστόσο η υπεριώδης ακτινοβολία (UV) θεωρείται ο πιο αποδεκτός λόγος έναρξης αυτής της διαταραχής.
Ο ρινικός πολύποδας (NP) είναι μια χρόνια φλεγμονώδης νόσος των ανώτερων αναπνευστικών οδών, που χαρακτηρίζεται από φλεγμονώδη διήθηση κυττάρων, τροποποιήσεις της επιθηλιακής διαφοροποίησης και αναδιαμόρφωση των ιστών, συμπεριλαμβανομένων της πάχυνσης της βασικής μεμβράνης, τροποποιήσεων των αδένων, συσσώρευσης εξωκυττάριου υλικού και οιδήματος. Έχει αναφερθεί ότι ο σχηματισμός πολυπόδων περιλαμβάνει διόγκωση του εξωκυτταρικού χώρου μέσω ενός αρχικού εντοπισμένου επιθηλιακού τραυματισμού. Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ επιθηλιακών, στρωματικών και φλεγμονωδών κυττάρων θα μπορούσαν στη συνέχεια να διαιωνίσουν την περαιτέρω ανάπτυξη του πολύποδα. Η φλεγμονή του βλεννογόνου, που χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα από διήθηση ηωσινόφιλων, είναι πιθανώς ο σημαντικότερος παράγοντας στην ανάπτυξη ρινικού πολύποδα.
Διάφοροι μεσολαβητές, συμπεριλαμβανομένων κυτταροκινών, χημειοκινών, αυξητικών παραγόντων, μορίων προσκόλλησης και πρωτεολυτικών ενζύμων βρίσκονται στο στρώμα του πτερυγίου και του πολύποδα και ορισμένοι από αυτούς τους μεσολαβητές συμμετέχουν σε μια σειρά γεγονότων που καταλήγουν σε χρόνια φλεγμονή και στην επακόλουθη ανάπτυξη αυτών των ασθενειών.
Ο πνεύμονας είναι το κυριότερο όργανο του αναπνευστικού συστήματος το οποίο αποτελείται από εξειδικευμένους τύπους κυττάρων που παρέχουν δομή και είναι υπεύθυνα για τη σωστή λειτουργία του πνεύμονα. Καθημερινά αναπνέουμε οξυγόνο του αέρα αλλά μαζί εισέρχονται και αερομεταφερόμενα σωματίδια που μπορούν να τραυματίσουν τον πνεύμονα, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις δεν εξέρχονται ξανά κατά την εκπνοή. Σε υγιείς συνθήκες, αυτές οι απειλές δεν προκαλούν απαραίτητα πρόβλημα λόγω του γεγονότος ότι ο πνεύμονας έχει εξελιχθεί να εξισορροπεί τις αντιδράσεις για τη διατήρηση της ομοιόστασης, με αποτέλεσμα να ανταποκρίνεται αποτελεσματικά στις απειλές χωρίς να προκαλεί υπερβολική αντίδραση που εμποδίζει την αναπνευστική διαδικασία. Ωστόσο, όταν η απειλή γίνεται επαναλαμβανόμενη και/ή όταν οι συνθήκες μεταβάλλουν βασικές κυτταρικές λειτουργίες (π.χ. γήρανση, γενετικές προδιαθέσεις, ανοσολογικές διαταραχές), η απόκριση του πνεύμονα στην ιστική βλάβη διαστρεβλώνεται και μπορεί να οδηγήσει σε διάφορες χρόνιες πνευμονικές παθήσεις, όπως η ΧΑΠ, το άσθμα, η πνευμονική ίνωση, ο καρκίνος του πνεύμονα και η πνευμονική υπέρταση.
Η ιδιοπαθής πνευμονική ίνωση (IPF) χαρακτηρίζεται από σχηματισμό εστιών ινοβλαστών και εναπόθεση εξωκυττάριας ουσίας (ECM) στο διάμεσο χώρο του πνεύμονα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη παραμόρφωση της αρχιτεκτονικής των πνευμόνων, την διαταραγμένη ανταλλαγή αερίων με επακόλουθο την μείωση της αναπνευστικής λειτουργίας. Έχει αποδειχθεί προηγουμένως ότι η διαταραχή της ενδοεπικοινωνίας μεταξύ κυψελιδικών κυττάρων τύπου ΙΙ (ATII) και υπο-επιθηλιακών ινοβλαστών συμβάλλει στην εναπόθεση ECM στην IPF.
Η ΧΑΠ είναι μία από τις πιο συχνές χρόνιες πνευμονοπάθειες και, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), αποτελεί την τέταρτη αιτία θανάτου παγκοσμίως. Η κύρια αιτία της ΧΑΠ είναι η έκθεση στον καπνό του τσιγάρου ή/και στην ατμοσφαιρική ρύπανση. Η παθογένεια της ΧΑΠ αναπτύσσεται ως μια υπερβολική φλεγμονή ως απάντηση σε κυτταρική βλάβη που προκαλείται από την επαναλαμβανόμενη έκθεση σε τοξικά συστατικά, όπως αυτά που βρίσκονται στον καπνό του τσιγάρου ή στην ατμοσφαιρική ρύπανση. Η έκθεση των επιθηλιακών κυττάρων του πνεύμονα σε αυτούς τους τοξικούς παράγοντες οδηγεί σε τραυματισμό των επιθηλιακών κυττάρων. Λόγω της επαναλαμβανόμενης φύσης της τοξικής έκθεσης, μπορεί να εμφανιστούν επίμονες φλεγμονώδεις και επιδιορθωτικές αντιδράσεις, οι οποίες οδηγούν στη συνολική καταστροφή του πνευμονικού ιστού, γνωστή ως εμφύσημα, και στην ίνωση των αεραγωγών που σχετίζεται με τη χρόνια βρογχίτιδα.
Το άσθμα είναι μια χρόνια φλεγμονώδης νόσος, που προσβάλλει παιδιά και ενήλικες και χαρακτηρίζεται από απόφραξη των αεραγωγών και βρογχική υπεραντιδραστικότητα. Θεωρείται ότι το άσθμα αναπτύσσεται ως μια σύνθετη αλληλεπίδραση γονιδίου-περιβάλλοντος σε απόκριση σε αλλεργιογόνα, ρύπους, μικρόβια και/ή οξειδωτικό στρες. Όλοι οι διαφορετικοί ενδότυποι του άσθματος χαρακτηρίζονται από υπερ-αντιδραστικότητα των αεραγωγών, συνέπεια ανοσολογικών και φυσιολογικών αποκρίσεων σε αλλεργιογόνα ή ρύπους. Η ανοσολογική απόκριση μπορεί να περιλαμβάνει την ενεργοποίηση ηωσινόφιλων, ουδετερόφιλων, δενδριτικών κυττάρων, μακροφάγων, σιτευτικών κυττάρων και CD4 θετικών Τ βοηθητικών κυττάρων. Ένα άλλο ιδιαίτερο παθοφυσιολογικό χαρακτηριστικό του άσθματος είναι η αναδιαμόρφωση των αεραγωγών, που χαρακτηρίζεται από πάχυνση της βασικής μεμβράνης, αύξηση της μάζας των λείων μυών των αεραγωγών, βλάβη του βρογχικού επιθηλίου και δυσλειτουργία των βλεννογόνων, υπερπλασία των κυττάρων των βλεννογόνων και αυξημένη παραγωγή βλέννας.
Ο παράγοντας αναστολής της μετανάστευσης των μακροφάγων (MIF) είναι μια καλά συντηρημένη πρωτεΐνη που απαντάται σε όλους τους ευκαρυώτες, η οποία στα θηλαστικά είναι γνωστή από τη λειτουργία της ως πλειοτροπική κυτταροκίνη. Σε αντίθεση με τις περισσότερες κυτταροκίνες, ο MIF έχει ενζυμική δραστικότητα ταυτομεράσης του φαινυλο-πυροσταφυλικού και ταυτομεράσης του D-ντοπαχρώματος (DDT). Ο MIF έχει αποδειχθεί ότι εμπλέκεται σε ένα ευρύ φάσμα ασθενειών, όπως ο καρκίνος, η αθηροσκλήρωση, ο διαβήτης και διάφορες φλεγμονώδεις καταστάσεις. Ο MIF προκαλεί ένα ευρύ φάσμα επιδράσεων με διαφορετικούς τρόπους δράσης. Η λειτουργία του είναι ως επί το πλείστο προφλεγμονώδης με ιδιότητες που ομοιάζουν με χημειοκίνες, μέσω της πρόσδεσης και ενεργοποίησης του συμπλόκου υποδοχέων CD74/CD44 που βρίσκονται σε διάφορους ιστούς, οδηγώντας στην απελευθέρωση κυτταροκινών και στο κυτταρικό πολλαπλασιασμό. Ο MIF έχει σημαντικό ρόλο στην άμυνα μέσω της έμφυτης ανοσίας έναντι οξείας ιογενούς και βακτηριακής λοίμωξης, φυματίωσης και πρωτοζωϊκών ασθενειών. Εκτός από αυτές τις λειτουργίες, ο MIF έχει ένα μοναδικό χαρακτηριστικό, από τη μια μεριά η έκφρασή του επάγεται από τα γλυκοκορτικοειδή, και από την άλλη είναι ένας από τους λίγους μεσολαβητές με την ικανότητα να ανταγωνίζεται την αντιφλεγμονώδη δράση των γλυκοκορτικοειδών.
Ο MIF έχει εντοπιστεί στο αρθρικό υγρό ασθενών με ΡΑ και ΟΑ, στον ορό και στους αρθρικούς ινοβλάστες. Έχει αποδειχθεί in vitro η επαγωγή από τον MIF μορίων και διεργασιών σχετικών με τη ΡΑ και την ΟΑ, συμπεριλαμβανομένου του πολλαπλασιασμού των FLS και της έκφρασης προφλεγμονωδών γονιδίων, συμπεριλαμβανομένης της φωσφολιπάσης Α2, της κυκλοοξυγενάσης-2, της προσταγλανδίνης Ε2, του TNF-α, της IL-1β, της IL-2, της IL-6 και της IL-8. Επιπλέον, ο MIF ρυθμίζει την έκφραση των MMP-1 και MMP-3 σε FLS in vitro και αυτά τα μόρια είναι σημαντικά για την αναδιαμόρφωση των ιστών και μπορεί να είναι ζωτικής σημασίας για τον τραυματισμό του χόνδρου. Ο MIF έχει επίσης ταυτοποιηθεί σε ρινικό πολύποδα και πτερύγιο οφθαλμού.
Ο MIF έχει συσχετιστεί με διάφορες χρόνιες πνευμονοπάθειες, όπως η ΧΑΠ, το άσθμα, η πνευμονική ίνωση, ο καρκίνος του πνεύμονα και η πνευμονική υπέρταση. Στους πνεύμονες, ο MIF απαντάται σε μακροφάγα, λεμφοκύτταρα, ηωσινόφιλα και στο ενδοθήλιο των τριχοειδών. Αυξημένα επίπεδα MIF έχουν μετρηθεί τόσο στο βρογχικό κυψελιδικό έκπλυμα όσο και στον ορό σε ασθενείς με άσθμα. Αυξημένες τιμές MIF έχουν επίσης παρατηρηθεί στο σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας (ARDS), στην αποφρακτική άπνοια ύπνου και στην ιδιοπαθή πνευμονική ίνωση.
Η ενεργοποιημένη β-κατενίνη, μέσω της κανονικής οδού Wnt, προάγει άμεσα τη μεταγραφή μιας ποικιλίας Wnt/β-κατενίνης εξαρτώμενων δραστικών σηματοδοτικών μορίων, συμπεριλαμβανομένης της επαγόμενης από το σηματοδοτικό μονοπάτι WNT1 πρωτεΐνη-1 (WISP-1/CCN4). Η WISP-1/CCN4 είναι μια εκκρινόμενη μητροκυτταρική (matricellular) πρωτεΐνη που ανήκει στην οικογένεια CCN. Εκτός από την WISP-2, όλες οι πρωτεΐνες CCN περιέχουν ένα μικρό Ν-τελικό σηματοδοτικό πεπτίδιο, ακολουθούμενο από τέσσερις συντηρημένες δομικές περιοχές (IGFBP, VWC, TSP και CT) για τη διαμεσολάβηση των αλληλεπιδράσεών τους με εξωκυτταρικές πρωτεΐνες και υποδοχείς κυτταρικής επιφάνειας. Η WISP-1 δεν αλληλοεπιδρά με συγκεκριμένους μεμβρανικούς υποδοχείς, αλλά δεσμεύει πολυμερείς υποδοχείς, κυρίως ιντεγκρίνες, για να ρυθμίσει την ενδοκυτταρική σηματοδότηση. Η WISP-1 είναι σε θέση να ενεργοποιήσει μια ποικιλία καθοδικών σηματοδοτικών οδών, συμπεριλαμβανομένων των οδών της κινάσης εστιακής προσκόλλησης (FAK), RAS/RAF/MEK/ERK, NF-κB, TGF-β και PI3K/Akt. Λειτουργικά, τα σήματα που πυροδοτούνται από το WISP-1, ρυθμίζουν διάφορες βιολογικές διεργασίες, συμπεριλαμβανομένης της κυτταρικής προσκόλλησης, του πολλαπλασιασμού, της διαφοροποίησης, της επιβίωσης, της κινητικότητας και της επούλωσης πληγών/επισκευής ιστών. Δοκιμές πρόσδεσης in vitro και λειτουργικές δοκιμές με αντισώματα δέσμευσης ιντεγκρινών υπέδειξαν ότι οι α5β1, αvβ3 και αvβ5 ιντεγκρίνες εμπλέκονται στη σηματοδότηση της WISP-1 και οι ιντεγκρίνες αυτές ήταν απαραίτητες για την επαγόμενη από WISP-1 ενεργοποίηση των μονοπατιών FAK, Rac, RAS/RAF/MEK/ERK, JNK ή NF-κB σε επιθηλιακά κύτταρα, ινοβλάστες, στρωματικά κύτταρα του μυελού των οστών ή καρκινικά κύτταρα.
Έχει ήδη αποδειχθεί ότι η WISP-1 εμπλέκεται στην παθογένεια της ΟΑ, καθώς και σε πνευμονικές παθήσεις, όπως η ΧΑΠ, το άσθμα και η πνευμονική ίνωση. Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με την εμπλοκή της WISP-1 στη χαλάρωση των ενδοπροθέσεων αρθροπλαστικής, στον ρινικό πολύποδα και στο πτερύγιο. Επιπλέον, δεν υπάρχουν επίσης στοιχεία σχετικά με τη συσχέτιση της WISP-1 με τον MIF και αντίστροφα.
Στόχος
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη του σηματοδοτικού μονοπατιού Wnt-1 / WISP-1 και της ικανότητάς του να επάγει την έκφραση του MIF και διαφόρων άλλων μορίων της εξωκυττάριας ουσίας, όπως κυτταροκίνες και πρωτεολυτικά ένζυμα, σε πρωτογενείς καλλιέργειες ινοβλαστών από αρθρικό υμένα (SM) ασθενών με οστεοαρθρίτιδα, περιπροσθετική μεμβράνη από χαλαρές ενδοπροθέσεις αρθροπλαστικής (IFT), ρινικό πολύποδα (NP), πτερύγιο οφθαλμού (EP) και φυσιολογικούς ινοβλάστες πνεύμονα (NL).
Μέθοδοι
Απομονώθηκαν ινοβλάστες από ιστούς SM, IFT, NP, EP και NL μετά από ήπια επεξεργασία με κλοστριδιακή κολλαγονάση. Τα κύτταρα καλλιεργήθηκαν σε DMEM με WISP-1, απουσία ή παρουσία διαφόρων αναστολέων και άλλων παραγόντων που εξετάστηκαν. Σε όλα τα πειράματα χρησιμοποιήθηκαν ινοβλάστες τουλάχιστον 4ης γενιάς. Οι τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν ήταν ELISA, western blotting, qPCR και ανοσοϊστοχημεία.
Αποτελέσματα
Έχει αναφερθεί προηγουμένως ότι η WISP-1 και ο MIF εκφράζονται σε μεγάλο βαθμό σε SM από ασθενείς με ΟΑ, καθώς και στους πνεύμονες ασθενών με διάφορες πνευμονικές παθήσεις, όπως η IPF, η ΧΑΠ και το άσθμα, και μπορεί να εμπλέκονται στην παθογένεια των διαταραχών αυτών. Επιπλέον, ήταν γνωστό ότι ο MIF εκφράζεται επίσης στην IFT, στο ρινικό πολύποδα και στο πτερύγιο. Χρησιμοποιώντας qPCR και ανοσοαποτύπωση western διαπιστώθηκε ότι η WISP-1απαντάται επίσης στην IFT, στον ρινικό πολύποδα και στο πτερύγιο.
Ανοσοϊστοχημική μελέτη, με τη χρήση ειδικών αντισωμάτων έναντι ανθρώπινης WISP-1και MIF, αποκάλυψε ότι τόσο η WISP-1 όσο και ο MIF συν-εκφράζονται σε μεγάλο βαθμό στα επιθηλιακά κύτταρα της SM, του ρινικού πολύποδα και του πτερυγίου, καθώς και στα γιγαντοκύτταρα της IFT. Ανοσολογική χρώση για τον MIF παρατηρήθηκε επίσης σε στρωματικά κύτταρα όλων των ιστών που εξετάστηκαν.
Η επεξεργασία ινοβλαστών με WISP-1 σε διάφορες συγκεντρώσεις, ενίσχυσε την παραγωγή MIF με τρόπο εξαρτώμενο από τη συγκέντρωση και το χρόνο. Στην ενισχυόμενη από τη WISP-1 παραγωγή MIF εμπλέκονται η αvβ5 ιντεγκρίνη και οι πρωτεογλυκάνες της θ. δερματάνης, καθώς και τα σηματοδοτικά μονοπάτια των MAPΚ, PI3K/Akt, PKC, FAK, cAMP/EPAC και NF-κB. Η ενισχυόμενη από τη WISP-1 έκφραση του MIF μειώθηκε επίσης παρουσία του αναστολέα των src-κινασών PP2 ή παρουσία του ISO-1, ενός αναστολέα της δραστικότητας ταυτομεράσης του MIF. Διαπιστώθηκε επίσης ότι στην ενισχυόμενη από WISP-1 έκφραση του MIF εμπλέκεται ο EGFR μετά τη διενεργοποίησή του από src κινάσες, οι οποίες προηγουμένως ενεργοποιούνται από την επίδραση της WISP-1.
Η WISP-1 ήταν επίσης σε θέση να ενισχύσει την έκφραση των CD74 και CD44, μέσω των οποίων ο MIF ασκεί τις επιδράσεις του στα κύτταρα.
Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι η WISP-1 ήταν επίσης σε θέση να προάγει τη μετανάστευση των κυττάρων και να ενισχύσει την έκφραση της IL-6, την έκφραση της COX-2 και τη παραγωγή PGE2, καθώς και τη παραγωγή των μεταλλοπρωτεϊνασών του εξωκυτταρικού χώρου, MMP-1, MMP-2, MMP-3 και MT1-MMP. Αυτές οι επιδράσεις της WISP-1 αποδείχθηκε ότι διαμεσολαβούνται από τον MIF.
Η κερσετίνη, μια ισοφλαβόνη με αντιοξειδωτικές ιδιότητες, ήταν σε θέση να καταστείλει την ενισχυόμενη από τη WISP-1 έκφραση τόσο του MIF όσο και της IL-6.
Συμπεράσματα
Φαίνεται ότι, η WISP-1, εκτός από την εμπλοκή της στη παθογένεια της ΟΑ και διαφόρων πνευμονικών παθήσεων, μπορεί επίσης να εμπλέκεται στην παθογένεια της χαλάρωσης αρθροπλαστικής, του ρινικού πολύποδα και του πτερυγίου οφθαλμού, η οποία αναφέρεται για πρώτη φορά.
Η WISP-1, με τη μεσολάβηση διαφόρων παραγόντων, κυρίως της ιντεγκρίνης αvβ5, των κινασών FAK/src, του EGFR, της PKC και του NF-κB, ρυθμίζει την έκφραση του MIF σε μια ποικιλία ινοβλαστών διαφορετικής προέλευσης.
Ο MIF, μέσω του συμπλόκου του υποδοχέα/συνυποδοχέα του, CD74/CD44, ενεργοποιεί τις κινάσες src. Οι κινάσες src μπορούν επίσης να ενεργοποιηθούν με την PGE2, η παραγωγή της οποίας ενισχύεται από τον MIF. Στη συνέχεια, οι src-κινάσες διενεργοποιούν τον EGFR οδηγώντας στην ενίσχυση της έκφρασης του ίδιου του MIF και της IL-6, καθώς και στην ενίσχυση της παραγωγής MMPs.
Συμπερασματικά, η εμπλοκή της WISP-1 στην παθογένεια διαφόρων ασθενειών, όπως η ΟΑ, η χαλάρωση αρθροπλαστικής, ο ρινικός πολύποδας, το πτερύγιο οφθαλμού και οι ασθένειες των πνευμόνων, μπορεί να διαμεσολαβείται, τουλάχιστον εν μέρει, από τον MIF, την έκφραση του οποίου ενισχύει.
|