Περίληψη: | Η παιδική κακοποίηση αποτελεί ένα διεθνές πρόβλημα υγείας με σημαντικές κοινωνικές, οικονομικές και νομικές προεκτάσεις. Η πρόσφατη πανδημία φαίνεται να επηρέασε αρνητικά το φαινόμενο, καθώς οι συνθήκες εγκλεισμού αύξησαν τα περιστατικά παιδικής κακοποίησης και ενδοοικογενειακής βίας. Η διεθνής έρευνα επικεντρώνεται πέρα από τα αίτια του φαινομένου και πως τα Συστήματα Υγείας μπορούν να αναγνωρίσουν και να διαχειριστούν αποτελεσματικά περιστατικά παιδικής κακοποίησης, καθώς η επιτυχής αντιμετώπιση προϋποθέτει ειδική εκπαίδευση, γνώσεις και δεξιότητες αναγνώρισης σημείων ή συμπεριφορών που παραπέμπουν σε υποψία κακοποίησης, γνώση διαδικασιών και μια συνεργατική διεπιστημονική κουλτούρα.
Σκοπός: Σκοπός της μελέτης ήταν η διερεύνηση της κατάρτισης / εκπαίδευσης των επαγγελματιών υγείας αναφορικά με την αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης, που συμπεριλαμβάνει τη διερεύνηση του επιπέδου γνώσεων και στάσεων των επαγγελματιών υγείας αναφορικά με την αναγνώριση και διαχείριση περιστατικών παιδικής κακοποίησης.
Μεθοδολογία: Διεξήχθη συγχρονική έρευνα κατά το χρονικό διάστημα Ιουνίου 2018-Οκτωβρίου 2020. Η έρευνα ήταν πανελλαδική και αφορούσε το προσωπικό Παιδιατρικών Νοσοκομείων, Παιδιατρικών Κλινικών Γενικών ή Πανεπιστημιακών Νοσοκομείων, καθώς και των αντίστοιχων Παιδοχειρουργικών κλινικών. Στη διεξαγωγή της συμμετείχαν 60 νοσοκομεία από όλες τις Υγειονομικές Περιφέρειες της χώρας, και το δείγμα της μελέτης ήταν 1.185 άτομα. Το ποσοστό ανταπόκρισης της μελέτης ήταν 64,19%. Η συλλογή των δεδομένων έγινε με γραπτό δομημένο αυτοσυμπληρούμενο ερωτηματολόγιο βασισμένο στη διεθνή βιβλιογραφία, το οποίο εξέταζε πέντε θεματικές περιοχές: (α) Δημογραφικά στοιχεία, (β) εμπειρία στη διαχείριση περιστατικών κακοποίησης, (γ) εκπαίδευση, (δ) γνώσεις και (ε) στάσεις. Η τεχνική δειγματοληψίας ήταν δειγματοληψία χιονοστιβάδας με χρήση θυρωρού. Η στατιστική επεξεργασία έγινε με το στατιστικό πρόγραμμα SPSS v.17. Για την περιγραφική ανάλυση των κατηγορικών μεταβλητών χρησιμοποιήθηκαν οι συχνότητες των απαντήσεων και τα ποσοστά τους. Προκειμένου να διερευνηθεί το είδος αλλά και η ένταση της σχέσης που υπήρχε μεταξύ δυο ή και περισσοτέρων κατηγορικών μεταβλητών χρησιμοποιήθηκε ο έλεγχος x2 (Pearson Chi-Square), ενώ στις περιπτώσεις όπου δεν διασφαλιζόταν η βασική προϋπόθεση για την αξιόπιστη χρήση του ελέγχου x2 χρησιμοποιήθηκε ο μη παραμετρικός έλεγχος Kendall’s tau. Η ανάλυση της λογαριθμικής παλινδρόμησης (logistic regression) χρησιμοποιήθηκε για την εύρεση ανεξάρτητων παραγόντων που εκτιμούν/προβλέπουν την τιμή της εξαρτημένης μεταβλητής. Το διάστημα εμπιστοσύνης της μελέτης ήταν 95% και το ποσοστό τυχαίου σφάλματος 5%. Τα επίπεδα σημαντικότητας ήταν αμφίπλευρα (Sig.2- tailed) και η στατιστική σημαντικότητα τέθηκε στο 0,05.
Αποτελέσματα: Σε σχέση με τα κοινωνικό-δημογραφικά χαρακτηριστικά του δείγματος το 75,5% του δείγματος ήταν γυναίκες, το 36,5% (ν=432) ήταν ηλικίας 41 έως 50 ετών, το 23,3% (ν=276) ήταν ηλικίας 31 έως 40 ετών, το 22,1% (ν=262) ήταν ηλικίας άνω των 50 ετών και το 18,1% (ν=215) ήταν ηλικίας 18 έως 30 ετών. Η πλειοψηφία (62,8%) ήταν έγγαμοι και σε σχέση με την επαγγελματική τους ιδιότητα το μεγαλύτερο ποσοστό του δείγματος (39,8%) ήταν Νοσηλευτές (ν=472), και ακολουθούσαν οι Ειδικευμένοι Γιατροί (26,6%), Ειδικευόμενοι Γιατροί (17,5%), Κοινωνικοί Λειτουργοί (11,7%) και Επαγγελματίες Ψυχικής Υγείας (4,4%). Η πλειοψηφία του δείγματος (60,1%) είχε εμπειρία στην αντιμετώπιση περιστατικού παιδικής κακοποίησης, αλλά το 77% δεν προέβη σε κάποια μορφή καταγγελίας, κυρίως για λόγους έλλειψης γνώσεων και διαδικασιών (31,1%), αλλά και του φόβου για τις νομικές συνέπειες μιας τέτοιας πράξης (12,6%). Το 62,9% δεν είχε λάβει κάποια εκπαίδευση για τη διαχείριση περιστατικών παιδικής κακοποίησης, αλλά σε ποσοστό 96,9% θα ενδιαφέρονταν να λάβουν ειδική εκπαίδευση. Σε σχέση με τις γνώσεις η πλειοψηφία του δείγματος δήλωσε πως δεν γνωρίζει ή γνωρίζει πολύ λίγο τους παράγοντες κινδύνου της παιδικής κακοποίησης (58,7%), τις σωματικές ενδείξεις υποψίας κακοποίησης (48,2%), τις συμπεριφορές που σχετίζονται με υποψία κακοποίησης (56,5%). Αναφορικά με τις στάσεις διαπιστώθηκε πως το 78,1% θεωρεί ανεπαρκείς τις αρμόδιες υπηρεσίες να χειριστούν περιπτώσεις παιδικής κακοποίησης, ενώ σχεδόν οι μισοί (47,8% ) θεωρούν πως τα περιστατικά παιδικής κακοποίησης απαιτούν διεπιστημονική συνεργασία. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλες απόψεις που θεωρούν πως ο χειρισμός περιστατικών παιδικής κακοποίησης είναι αρμοδιότητα των κοινωνικών λειτουργών (37,8%), των ειδικευμένων παιδιάτρων (33,7%) και των παιδοψυχίατρων (33%). Ο έλεγχος διαφορών μεταξύ των ειδικοτήτων έδειξε πως οι νοσηλευτές και οι ειδικευόμενοι ιατροί έχουν τα περισσότερα εκπαιδευτικά κενά, έχουν τα μεγαλύτερα ελλείμματα γνώσεων, ενώ και οι στάσεις τους φαίνεται να απέχουν από τις απαιτούμενες σε ένα τόσο πολυσύνθετο ζήτημα. Οι ειδικευμένοι παιδίατροι φάνηκε να έχουν μεγαλύτερη ικανότητα στην αναγνώριση σωματικών ενδείξεων της σωματικής κακοποίησης, αλλά σε επίπεδο στάσεων φάνηκε να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στη διαχείριση της οικογένειας του παιδιού για το οποίο υπάρχει υποψία κακοποίησης. Οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας φάνηκε να μπορούν να διαχειριστούν την οικογένειά του παιδιού, αλλά υστερούσαν στην αναγνώριση των σωματικών ενδείξεων κακοποίησης. Η λογαριθμική παλινδρόμηση έδειξε πως με βάση τους εκτιμώμενους συντελεστές η σχετική πιθανότητα ένας ειδικευόμενος ιατρός να έχει λάβει εκπαίδευση σχετικά με τη διάγνωση/διαχείριση της παιδικής κακοποίησης είναι κατά 46,4% (e-0,624=0,536) μικρότερη από τους ιατρούς, ενώ η σχετική πιθανότητα ένας/μια νοσηλευτής/τρια να έχει λάβει εκπαίδευση σε θέματα παιδικής κακοποίησης είναι κατά 78,5% (e-1,538=0,215) μικρότερη από τους ιατρούς Αντιθέτως, η σχετική πιθανότητα ένας συμμετέχων να έχει λάβει εκπαίδευση σχετικά με τη διάγνωση/διαχείριση της παιδικής κακοποίησης αυξάνεται κατά 162,2% (e0,9640=2,622) αν είναι επαγγελματίας ψυχικής υγείας σε σχέση με τους ιατρούς. Επίσης, το 18,0% περίπου της μεταβλητότητας της εξαρτημένης μεταβλητής ερμηνεύεται από τις ανεξάρτητες μεταβλητές του υποδείγματος (R2=0,177), ενώ οι υπόλοιπες μεταβλητές που εξετάστηκαν δεν προέκυψαν να επιδρούν στη διαμόρφωση των τιμών της εξαρτημένης μεταβλητής (Sig.>0,05).
Συζήτηση: Τα αποτελέσματα έδειξαν πως στην Ελλάδα δεν υπάρχει συστηματική εκπαίδευση στην αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης, καθώς μόνο τέσσερις στους δέκα δήλωσαν πως έχουν λάβει ειδική εκπαίδευση. Επίσης, διαπιστώθηκε πως η εκπαίδευση στην αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης γινόταν κυρίως σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Σε σχέση με την επαγγελματική ιδιότητα των επαγγελματιών υγείας και την εκπαίδευση στην αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης διαπιστώθηκε πως οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας (ψυχίατροι, παιδοψυχίατροι και ψυχολόγοι) είχαν την πιο συστηματική εκπαίδευση, ενώ ακολουθούσαν οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι ιατροί. Οι νοσηλευτές φάνηκε να έχουν τη λιγότερη εκπαίδευση στην αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης. Τα αποτελέσματα της μελέτης ήταν σύμφωνα με πολλές ανάλογες μελέτες στο εξωτερικό.
Συμπεράσματα – Προτάσεις: Η έρευνα επισήμανε την αναγκαιότητα οργάνωσης εκπαιδευτικών προγραμμάτων για την αντιμετώπιση των εκπαιδευτικών κενών, που σε συνάρτηση με το φόβο που εδράζεται στην άγνοια διαδικασιών, αλλά και στην απουσία ξεκάθαρου νομικού πλαισίου και νομικής υποστήριξης, οδηγούν στη στάση μη καταγγελίας περιστατικών που εγείρουν υποψίες παιδικής κακοποίησης. Η συνεχής εκπαίδευση σε όλα τα επίπεδα, η διεπιστημονική συνεργασία, η αλλαγή νοοτροπίας και η υιοθέτηση πρωτοκόλλων με αλγόριθμους για το ρόλο και τη συμμετοχή κάθε ειδικότητας αποτελούν αναγκαία στοιχεία για τη βελτίωση των υπηρεσιών αντιμετώπισης της παιδικής κακοποίησης.
|