Μελέτη της επαγγελματικής κατάρτισης των επαγγελματιών υγείας στη διαχείριση της παιδικής κακοποίησης στην Ελλάδα

Η παιδική κακοποίηση αποτελεί ένα διεθνές πρόβλημα υγείας με σημαντικές κοινωνικές, οικονομικές και νομικές προεκτάσεις. Η πρόσφατη πανδημία φαίνεται να επηρέασε αρνητικά το φαινόμενο, καθώς οι συνθήκες εγκλεισμού αύξησαν τα περιστατικά παιδικής κακοποίησης και ενδοοικογενειακής βίας. Η διεθνής έρευ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Παναγοπούλου, Αικατερίνη
Άλλοι συγγραφείς: Panagopoulou, Ekaterini
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2023
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://hdl.handle.net/10889/24391
id nemertes-10889-24391
record_format dspace
institution UPatras
collection Nemertes
language Greek
topic Παιδική κακοποίηση
Διαχείριση παιδικής κακοποίησης
Εργαζόμενοι στην υγεία
Child abuse
Child maltreatment
Healthcare professionals
spellingShingle Παιδική κακοποίηση
Διαχείριση παιδικής κακοποίησης
Εργαζόμενοι στην υγεία
Child abuse
Child maltreatment
Healthcare professionals
Παναγοπούλου, Αικατερίνη
Μελέτη της επαγγελματικής κατάρτισης των επαγγελματιών υγείας στη διαχείριση της παιδικής κακοποίησης στην Ελλάδα
description Η παιδική κακοποίηση αποτελεί ένα διεθνές πρόβλημα υγείας με σημαντικές κοινωνικές, οικονομικές και νομικές προεκτάσεις. Η πρόσφατη πανδημία φαίνεται να επηρέασε αρνητικά το φαινόμενο, καθώς οι συνθήκες εγκλεισμού αύξησαν τα περιστατικά παιδικής κακοποίησης και ενδοοικογενειακής βίας. Η διεθνής έρευνα επικεντρώνεται πέρα από τα αίτια του φαινομένου και πως τα Συστήματα Υγείας μπορούν να αναγνωρίσουν και να διαχειριστούν αποτελεσματικά περιστατικά παιδικής κακοποίησης, καθώς η επιτυχής αντιμετώπιση προϋποθέτει ειδική εκπαίδευση, γνώσεις και δεξιότητες αναγνώρισης σημείων ή συμπεριφορών που παραπέμπουν σε υποψία κακοποίησης, γνώση διαδικασιών και μια συνεργατική διεπιστημονική κουλτούρα. Σκοπός: Σκοπός της μελέτης ήταν η διερεύνηση της κατάρτισης / εκπαίδευσης των επαγγελματιών υγείας αναφορικά με την αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης, που συμπεριλαμβάνει τη διερεύνηση του επιπέδου γνώσεων και στάσεων των επαγγελματιών υγείας αναφορικά με την αναγνώριση και διαχείριση περιστατικών παιδικής κακοποίησης. Μεθοδολογία: Διεξήχθη συγχρονική έρευνα κατά το χρονικό διάστημα Ιουνίου 2018-Οκτωβρίου 2020. Η έρευνα ήταν πανελλαδική και αφορούσε το προσωπικό Παιδιατρικών Νοσοκομείων, Παιδιατρικών Κλινικών Γενικών ή Πανεπιστημιακών Νοσοκομείων, καθώς και των αντίστοιχων Παιδοχειρουργικών κλινικών. Στη διεξαγωγή της συμμετείχαν 60 νοσοκομεία από όλες τις Υγειονομικές Περιφέρειες της χώρας, και το δείγμα της μελέτης ήταν 1.185 άτομα. Το ποσοστό ανταπόκρισης της μελέτης ήταν 64,19%. Η συλλογή των δεδομένων έγινε με γραπτό δομημένο αυτοσυμπληρούμενο ερωτηματολόγιο βασισμένο στη διεθνή βιβλιογραφία, το οποίο εξέταζε πέντε θεματικές περιοχές: (α) Δημογραφικά στοιχεία, (β) εμπειρία στη διαχείριση περιστατικών κακοποίησης, (γ) εκπαίδευση, (δ) γνώσεις και (ε) στάσεις. Η τεχνική δειγματοληψίας ήταν δειγματοληψία χιονοστιβάδας με χρήση θυρωρού. Η στατιστική επεξεργασία έγινε με το στατιστικό πρόγραμμα SPSS v.17. Για την περιγραφική ανάλυση των κατηγορικών μεταβλητών χρησιμοποιήθηκαν οι συχνότητες των απαντήσεων και τα ποσοστά τους. Προκειμένου να διερευνηθεί το είδος αλλά και η ένταση της σχέσης που υπήρχε μεταξύ δυο ή και περισσοτέρων κατηγορικών μεταβλητών χρησιμοποιήθηκε ο έλεγχος x2 (Pearson Chi-Square), ενώ στις περιπτώσεις όπου δεν διασφαλιζόταν η βασική προϋπόθεση για την αξιόπιστη χρήση του ελέγχου x2 χρησιμοποιήθηκε ο μη παραμετρικός έλεγχος Kendall’s tau. Η ανάλυση της λογαριθμικής παλινδρόμησης (logistic regression) χρησιμοποιήθηκε για την εύρεση ανεξάρτητων παραγόντων που εκτιμούν/προβλέπουν την τιμή της εξαρτημένης μεταβλητής. Το διάστημα εμπιστοσύνης της μελέτης ήταν 95% και το ποσοστό τυχαίου σφάλματος 5%. Τα επίπεδα σημαντικότητας ήταν αμφίπλευρα (Sig.2- tailed) και η στατιστική σημαντικότητα τέθηκε στο 0,05. Αποτελέσματα: Σε σχέση με τα κοινωνικό-δημογραφικά χαρακτηριστικά του δείγματος το 75,5% του δείγματος ήταν γυναίκες, το 36,5% (ν=432) ήταν ηλικίας 41 έως 50 ετών, το 23,3% (ν=276) ήταν ηλικίας 31 έως 40 ετών, το 22,1% (ν=262) ήταν ηλικίας άνω των 50 ετών και το 18,1% (ν=215) ήταν ηλικίας 18 έως 30 ετών. Η πλειοψηφία (62,8%) ήταν έγγαμοι και σε σχέση με την επαγγελματική τους ιδιότητα το μεγαλύτερο ποσοστό του δείγματος (39,8%) ήταν Νοσηλευτές (ν=472), και ακολουθούσαν οι Ειδικευμένοι Γιατροί (26,6%), Ειδικευόμενοι Γιατροί (17,5%), Κοινωνικοί Λειτουργοί (11,7%) και Επαγγελματίες Ψυχικής Υγείας (4,4%). Η πλειοψηφία του δείγματος (60,1%) είχε εμπειρία στην αντιμετώπιση περιστατικού παιδικής κακοποίησης, αλλά το 77% δεν προέβη σε κάποια μορφή καταγγελίας, κυρίως για λόγους έλλειψης γνώσεων και διαδικασιών (31,1%), αλλά και του φόβου για τις νομικές συνέπειες μιας τέτοιας πράξης (12,6%). Το 62,9% δεν είχε λάβει κάποια εκπαίδευση για τη διαχείριση περιστατικών παιδικής κακοποίησης, αλλά σε ποσοστό 96,9% θα ενδιαφέρονταν να λάβουν ειδική εκπαίδευση. Σε σχέση με τις γνώσεις η πλειοψηφία του δείγματος δήλωσε πως δεν γνωρίζει ή γνωρίζει πολύ λίγο τους παράγοντες κινδύνου της παιδικής κακοποίησης (58,7%), τις σωματικές ενδείξεις υποψίας κακοποίησης (48,2%), τις συμπεριφορές που σχετίζονται με υποψία κακοποίησης (56,5%). Αναφορικά με τις στάσεις διαπιστώθηκε πως το 78,1% θεωρεί ανεπαρκείς τις αρμόδιες υπηρεσίες να χειριστούν περιπτώσεις παιδικής κακοποίησης, ενώ σχεδόν οι μισοί (47,8% ) θεωρούν πως τα περιστατικά παιδικής κακοποίησης απαιτούν διεπιστημονική συνεργασία. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλες απόψεις που θεωρούν πως ο χειρισμός περιστατικών παιδικής κακοποίησης είναι αρμοδιότητα των κοινωνικών λειτουργών (37,8%), των ειδικευμένων παιδιάτρων (33,7%) και των παιδοψυχίατρων (33%). Ο έλεγχος διαφορών μεταξύ των ειδικοτήτων έδειξε πως οι νοσηλευτές και οι ειδικευόμενοι ιατροί έχουν τα περισσότερα εκπαιδευτικά κενά, έχουν τα μεγαλύτερα ελλείμματα γνώσεων, ενώ και οι στάσεις τους φαίνεται να απέχουν από τις απαιτούμενες σε ένα τόσο πολυσύνθετο ζήτημα. Οι ειδικευμένοι παιδίατροι φάνηκε να έχουν μεγαλύτερη ικανότητα στην αναγνώριση σωματικών ενδείξεων της σωματικής κακοποίησης, αλλά σε επίπεδο στάσεων φάνηκε να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στη διαχείριση της οικογένειας του παιδιού για το οποίο υπάρχει υποψία κακοποίησης. Οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας φάνηκε να μπορούν να διαχειριστούν την οικογένειά του παιδιού, αλλά υστερούσαν στην αναγνώριση των σωματικών ενδείξεων κακοποίησης. Η λογαριθμική παλινδρόμηση έδειξε πως με βάση τους εκτιμώμενους συντελεστές η σχετική πιθανότητα ένας ειδικευόμενος ιατρός να έχει λάβει εκπαίδευση σχετικά με τη διάγνωση/διαχείριση της παιδικής κακοποίησης είναι κατά 46,4% (e-0,624=0,536) μικρότερη από τους ιατρούς, ενώ η σχετική πιθανότητα ένας/μια νοσηλευτής/τρια να έχει λάβει εκπαίδευση σε θέματα παιδικής κακοποίησης είναι κατά 78,5% (e-1,538=0,215) μικρότερη από τους ιατρούς Αντιθέτως, η σχετική πιθανότητα ένας συμμετέχων να έχει λάβει εκπαίδευση σχετικά με τη διάγνωση/διαχείριση της παιδικής κακοποίησης αυξάνεται κατά 162,2% (e0,9640=2,622) αν είναι επαγγελματίας ψυχικής υγείας σε σχέση με τους ιατρούς. Επίσης, το 18,0% περίπου της μεταβλητότητας της εξαρτημένης μεταβλητής ερμηνεύεται από τις ανεξάρτητες μεταβλητές του υποδείγματος (R2=0,177), ενώ οι υπόλοιπες μεταβλητές που εξετάστηκαν δεν προέκυψαν να επιδρούν στη διαμόρφωση των τιμών της εξαρτημένης μεταβλητής (Sig.>0,05). Συζήτηση: Τα αποτελέσματα έδειξαν πως στην Ελλάδα δεν υπάρχει συστηματική εκπαίδευση στην αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης, καθώς μόνο τέσσερις στους δέκα δήλωσαν πως έχουν λάβει ειδική εκπαίδευση. Επίσης, διαπιστώθηκε πως η εκπαίδευση στην αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης γινόταν κυρίως σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Σε σχέση με την επαγγελματική ιδιότητα των επαγγελματιών υγείας και την εκπαίδευση στην αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης διαπιστώθηκε πως οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας (ψυχίατροι, παιδοψυχίατροι και ψυχολόγοι) είχαν την πιο συστηματική εκπαίδευση, ενώ ακολουθούσαν οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι ιατροί. Οι νοσηλευτές φάνηκε να έχουν τη λιγότερη εκπαίδευση στην αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης. Τα αποτελέσματα της μελέτης ήταν σύμφωνα με πολλές ανάλογες μελέτες στο εξωτερικό. Συμπεράσματα – Προτάσεις: Η έρευνα επισήμανε την αναγκαιότητα οργάνωσης εκπαιδευτικών προγραμμάτων για την αντιμετώπιση των εκπαιδευτικών κενών, που σε συνάρτηση με το φόβο που εδράζεται στην άγνοια διαδικασιών, αλλά και στην απουσία ξεκάθαρου νομικού πλαισίου και νομικής υποστήριξης, οδηγούν στη στάση μη καταγγελίας περιστατικών που εγείρουν υποψίες παιδικής κακοποίησης. Η συνεχής εκπαίδευση σε όλα τα επίπεδα, η διεπιστημονική συνεργασία, η αλλαγή νοοτροπίας και η υιοθέτηση πρωτοκόλλων με αλγόριθμους για το ρόλο και τη συμμετοχή κάθε ειδικότητας αποτελούν αναγκαία στοιχεία για τη βελτίωση των υπηρεσιών αντιμετώπισης της παιδικής κακοποίησης.
author2 Panagopoulou, Ekaterini
author_facet Panagopoulou, Ekaterini
Παναγοπούλου, Αικατερίνη
author Παναγοπούλου, Αικατερίνη
author_sort Παναγοπούλου, Αικατερίνη
title Μελέτη της επαγγελματικής κατάρτισης των επαγγελματιών υγείας στη διαχείριση της παιδικής κακοποίησης στην Ελλάδα
title_short Μελέτη της επαγγελματικής κατάρτισης των επαγγελματιών υγείας στη διαχείριση της παιδικής κακοποίησης στην Ελλάδα
title_full Μελέτη της επαγγελματικής κατάρτισης των επαγγελματιών υγείας στη διαχείριση της παιδικής κακοποίησης στην Ελλάδα
title_fullStr Μελέτη της επαγγελματικής κατάρτισης των επαγγελματιών υγείας στη διαχείριση της παιδικής κακοποίησης στην Ελλάδα
title_full_unstemmed Μελέτη της επαγγελματικής κατάρτισης των επαγγελματιών υγείας στη διαχείριση της παιδικής κακοποίησης στην Ελλάδα
title_sort μελέτη της επαγγελματικής κατάρτισης των επαγγελματιών υγείας στη διαχείριση της παιδικής κακοποίησης στην ελλάδα
publishDate 2023
url https://hdl.handle.net/10889/24391
work_keys_str_mv AT panagopoulouaikaterinē meletētēsepangelmatikēskatartisēstōnepangelmatiōnygeiasstēdiacheirisētēspaidikēskakopoiēsēsstēnellada
AT panagopoulouaikaterinē studyofthevocationaltrainingofhealthprofessionalsinthemanagementofchildabuseingreece
_version_ 1771297126118064128
spelling nemertes-10889-243912023-02-08T04:34:55Z Μελέτη της επαγγελματικής κατάρτισης των επαγγελματιών υγείας στη διαχείριση της παιδικής κακοποίησης στην Ελλάδα Study of the vocational training of health professionals in the management of child abuse in Greece Παναγοπούλου, Αικατερίνη Panagopoulou, Ekaterini Παιδική κακοποίηση Διαχείριση παιδικής κακοποίησης Εργαζόμενοι στην υγεία Child abuse Child maltreatment Healthcare professionals Η παιδική κακοποίηση αποτελεί ένα διεθνές πρόβλημα υγείας με σημαντικές κοινωνικές, οικονομικές και νομικές προεκτάσεις. Η πρόσφατη πανδημία φαίνεται να επηρέασε αρνητικά το φαινόμενο, καθώς οι συνθήκες εγκλεισμού αύξησαν τα περιστατικά παιδικής κακοποίησης και ενδοοικογενειακής βίας. Η διεθνής έρευνα επικεντρώνεται πέρα από τα αίτια του φαινομένου και πως τα Συστήματα Υγείας μπορούν να αναγνωρίσουν και να διαχειριστούν αποτελεσματικά περιστατικά παιδικής κακοποίησης, καθώς η επιτυχής αντιμετώπιση προϋποθέτει ειδική εκπαίδευση, γνώσεις και δεξιότητες αναγνώρισης σημείων ή συμπεριφορών που παραπέμπουν σε υποψία κακοποίησης, γνώση διαδικασιών και μια συνεργατική διεπιστημονική κουλτούρα. Σκοπός: Σκοπός της μελέτης ήταν η διερεύνηση της κατάρτισης / εκπαίδευσης των επαγγελματιών υγείας αναφορικά με την αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης, που συμπεριλαμβάνει τη διερεύνηση του επιπέδου γνώσεων και στάσεων των επαγγελματιών υγείας αναφορικά με την αναγνώριση και διαχείριση περιστατικών παιδικής κακοποίησης. Μεθοδολογία: Διεξήχθη συγχρονική έρευνα κατά το χρονικό διάστημα Ιουνίου 2018-Οκτωβρίου 2020. Η έρευνα ήταν πανελλαδική και αφορούσε το προσωπικό Παιδιατρικών Νοσοκομείων, Παιδιατρικών Κλινικών Γενικών ή Πανεπιστημιακών Νοσοκομείων, καθώς και των αντίστοιχων Παιδοχειρουργικών κλινικών. Στη διεξαγωγή της συμμετείχαν 60 νοσοκομεία από όλες τις Υγειονομικές Περιφέρειες της χώρας, και το δείγμα της μελέτης ήταν 1.185 άτομα. Το ποσοστό ανταπόκρισης της μελέτης ήταν 64,19%. Η συλλογή των δεδομένων έγινε με γραπτό δομημένο αυτοσυμπληρούμενο ερωτηματολόγιο βασισμένο στη διεθνή βιβλιογραφία, το οποίο εξέταζε πέντε θεματικές περιοχές: (α) Δημογραφικά στοιχεία, (β) εμπειρία στη διαχείριση περιστατικών κακοποίησης, (γ) εκπαίδευση, (δ) γνώσεις και (ε) στάσεις. Η τεχνική δειγματοληψίας ήταν δειγματοληψία χιονοστιβάδας με χρήση θυρωρού. Η στατιστική επεξεργασία έγινε με το στατιστικό πρόγραμμα SPSS v.17. Για την περιγραφική ανάλυση των κατηγορικών μεταβλητών χρησιμοποιήθηκαν οι συχνότητες των απαντήσεων και τα ποσοστά τους. Προκειμένου να διερευνηθεί το είδος αλλά και η ένταση της σχέσης που υπήρχε μεταξύ δυο ή και περισσοτέρων κατηγορικών μεταβλητών χρησιμοποιήθηκε ο έλεγχος x2 (Pearson Chi-Square), ενώ στις περιπτώσεις όπου δεν διασφαλιζόταν η βασική προϋπόθεση για την αξιόπιστη χρήση του ελέγχου x2 χρησιμοποιήθηκε ο μη παραμετρικός έλεγχος Kendall’s tau. Η ανάλυση της λογαριθμικής παλινδρόμησης (logistic regression) χρησιμοποιήθηκε για την εύρεση ανεξάρτητων παραγόντων που εκτιμούν/προβλέπουν την τιμή της εξαρτημένης μεταβλητής. Το διάστημα εμπιστοσύνης της μελέτης ήταν 95% και το ποσοστό τυχαίου σφάλματος 5%. Τα επίπεδα σημαντικότητας ήταν αμφίπλευρα (Sig.2- tailed) και η στατιστική σημαντικότητα τέθηκε στο 0,05. Αποτελέσματα: Σε σχέση με τα κοινωνικό-δημογραφικά χαρακτηριστικά του δείγματος το 75,5% του δείγματος ήταν γυναίκες, το 36,5% (ν=432) ήταν ηλικίας 41 έως 50 ετών, το 23,3% (ν=276) ήταν ηλικίας 31 έως 40 ετών, το 22,1% (ν=262) ήταν ηλικίας άνω των 50 ετών και το 18,1% (ν=215) ήταν ηλικίας 18 έως 30 ετών. Η πλειοψηφία (62,8%) ήταν έγγαμοι και σε σχέση με την επαγγελματική τους ιδιότητα το μεγαλύτερο ποσοστό του δείγματος (39,8%) ήταν Νοσηλευτές (ν=472), και ακολουθούσαν οι Ειδικευμένοι Γιατροί (26,6%), Ειδικευόμενοι Γιατροί (17,5%), Κοινωνικοί Λειτουργοί (11,7%) και Επαγγελματίες Ψυχικής Υγείας (4,4%). Η πλειοψηφία του δείγματος (60,1%) είχε εμπειρία στην αντιμετώπιση περιστατικού παιδικής κακοποίησης, αλλά το 77% δεν προέβη σε κάποια μορφή καταγγελίας, κυρίως για λόγους έλλειψης γνώσεων και διαδικασιών (31,1%), αλλά και του φόβου για τις νομικές συνέπειες μιας τέτοιας πράξης (12,6%). Το 62,9% δεν είχε λάβει κάποια εκπαίδευση για τη διαχείριση περιστατικών παιδικής κακοποίησης, αλλά σε ποσοστό 96,9% θα ενδιαφέρονταν να λάβουν ειδική εκπαίδευση. Σε σχέση με τις γνώσεις η πλειοψηφία του δείγματος δήλωσε πως δεν γνωρίζει ή γνωρίζει πολύ λίγο τους παράγοντες κινδύνου της παιδικής κακοποίησης (58,7%), τις σωματικές ενδείξεις υποψίας κακοποίησης (48,2%), τις συμπεριφορές που σχετίζονται με υποψία κακοποίησης (56,5%). Αναφορικά με τις στάσεις διαπιστώθηκε πως το 78,1% θεωρεί ανεπαρκείς τις αρμόδιες υπηρεσίες να χειριστούν περιπτώσεις παιδικής κακοποίησης, ενώ σχεδόν οι μισοί (47,8% ) θεωρούν πως τα περιστατικά παιδικής κακοποίησης απαιτούν διεπιστημονική συνεργασία. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλες απόψεις που θεωρούν πως ο χειρισμός περιστατικών παιδικής κακοποίησης είναι αρμοδιότητα των κοινωνικών λειτουργών (37,8%), των ειδικευμένων παιδιάτρων (33,7%) και των παιδοψυχίατρων (33%). Ο έλεγχος διαφορών μεταξύ των ειδικοτήτων έδειξε πως οι νοσηλευτές και οι ειδικευόμενοι ιατροί έχουν τα περισσότερα εκπαιδευτικά κενά, έχουν τα μεγαλύτερα ελλείμματα γνώσεων, ενώ και οι στάσεις τους φαίνεται να απέχουν από τις απαιτούμενες σε ένα τόσο πολυσύνθετο ζήτημα. Οι ειδικευμένοι παιδίατροι φάνηκε να έχουν μεγαλύτερη ικανότητα στην αναγνώριση σωματικών ενδείξεων της σωματικής κακοποίησης, αλλά σε επίπεδο στάσεων φάνηκε να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στη διαχείριση της οικογένειας του παιδιού για το οποίο υπάρχει υποψία κακοποίησης. Οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας φάνηκε να μπορούν να διαχειριστούν την οικογένειά του παιδιού, αλλά υστερούσαν στην αναγνώριση των σωματικών ενδείξεων κακοποίησης. Η λογαριθμική παλινδρόμηση έδειξε πως με βάση τους εκτιμώμενους συντελεστές η σχετική πιθανότητα ένας ειδικευόμενος ιατρός να έχει λάβει εκπαίδευση σχετικά με τη διάγνωση/διαχείριση της παιδικής κακοποίησης είναι κατά 46,4% (e-0,624=0,536) μικρότερη από τους ιατρούς, ενώ η σχετική πιθανότητα ένας/μια νοσηλευτής/τρια να έχει λάβει εκπαίδευση σε θέματα παιδικής κακοποίησης είναι κατά 78,5% (e-1,538=0,215) μικρότερη από τους ιατρούς Αντιθέτως, η σχετική πιθανότητα ένας συμμετέχων να έχει λάβει εκπαίδευση σχετικά με τη διάγνωση/διαχείριση της παιδικής κακοποίησης αυξάνεται κατά 162,2% (e0,9640=2,622) αν είναι επαγγελματίας ψυχικής υγείας σε σχέση με τους ιατρούς. Επίσης, το 18,0% περίπου της μεταβλητότητας της εξαρτημένης μεταβλητής ερμηνεύεται από τις ανεξάρτητες μεταβλητές του υποδείγματος (R2=0,177), ενώ οι υπόλοιπες μεταβλητές που εξετάστηκαν δεν προέκυψαν να επιδρούν στη διαμόρφωση των τιμών της εξαρτημένης μεταβλητής (Sig.>0,05). Συζήτηση: Τα αποτελέσματα έδειξαν πως στην Ελλάδα δεν υπάρχει συστηματική εκπαίδευση στην αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης, καθώς μόνο τέσσερις στους δέκα δήλωσαν πως έχουν λάβει ειδική εκπαίδευση. Επίσης, διαπιστώθηκε πως η εκπαίδευση στην αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης γινόταν κυρίως σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Σε σχέση με την επαγγελματική ιδιότητα των επαγγελματιών υγείας και την εκπαίδευση στην αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης διαπιστώθηκε πως οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας (ψυχίατροι, παιδοψυχίατροι και ψυχολόγοι) είχαν την πιο συστηματική εκπαίδευση, ενώ ακολουθούσαν οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι ιατροί. Οι νοσηλευτές φάνηκε να έχουν τη λιγότερη εκπαίδευση στην αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης. Τα αποτελέσματα της μελέτης ήταν σύμφωνα με πολλές ανάλογες μελέτες στο εξωτερικό. Συμπεράσματα – Προτάσεις: Η έρευνα επισήμανε την αναγκαιότητα οργάνωσης εκπαιδευτικών προγραμμάτων για την αντιμετώπιση των εκπαιδευτικών κενών, που σε συνάρτηση με το φόβο που εδράζεται στην άγνοια διαδικασιών, αλλά και στην απουσία ξεκάθαρου νομικού πλαισίου και νομικής υποστήριξης, οδηγούν στη στάση μη καταγγελίας περιστατικών που εγείρουν υποψίες παιδικής κακοποίησης. Η συνεχής εκπαίδευση σε όλα τα επίπεδα, η διεπιστημονική συνεργασία, η αλλαγή νοοτροπίας και η υιοθέτηση πρωτοκόλλων με αλγόριθμους για το ρόλο και τη συμμετοχή κάθε ειδικότητας αποτελούν αναγκαία στοιχεία για τη βελτίωση των υπηρεσιών αντιμετώπισης της παιδικής κακοποίησης. Child abuse is an international health problem with significant social, economic and legal ramifications. The recent pandemic appears to have negatively affected the phenomenon, as confinement conditions have increased incidents of child abuse and domestic violence. International research focuses beyond the causes of the phenomenon and how Health Systems can recognize and effectively manage incidents of child abuse, as successful treatment requires special training, knowledge and skills to identify signs or behaviors that point to suspicion of abuse, knowledge of procedures and a collaborative interdisciplinary culture. Purpose: The purpose of the study was to investigate the training / education of health professionals regarding the treatment of child abuse, which includes the investigation of the level of knowledge and attitudes of health professionals regarding the recognition and management of incidents of child abuse. Methodology: A cross-sectional survey was conducted between June 2018 and October 2020. The survey was nationwide and concerned the staff of Pediatric Hospitals, Pediatric Clinics of General or University Hospitals, as well as the corresponding Pediatric Surgery clinics. 59 hospitals from all the Health Regions of the country participated in its conduct, and the sample of the study was 1,185 people. The study response rate was 64.19%. Data were collected by means of a written structured self-administered questionnaire based on the international literature, which examined five thematic areas: (a) Demographics, (b) experience in managing abuse incidents, (c) education, (d) knowledge, and (e) stops. The sampling technique was snowball sampling using a gatekeeper. Statistical processing was done with the statistical program SPSS v.17. For the descriptive analysis of the categorical variables, the frequencies of the responses and their percentages were used. In order to investigate the type and intensity of the relationship that existed between two or more categorical variables, the Χ2 test (Pearson Chi-Square) was used, while in cases where the basic condition for the reliable use of the Χ2 test was not ensured, the non- parametric Kendall's tau test. Logistic regression analysis was used to find independent factors that estimate/predict the value of the dependent variable. The confidence interval of the study was 95% and the random error rate was 5%. Significance levels were two-sided (Sig.2-tailed) and statistical significance was set at 0.05. Results: Regarding the socio-demographic characteristics of the sample, 75.5% of the sample were women, 36.5% (n=432) were aged 41 to 50 years, 23.3% (n=276) were aged 31 to 40, 22.1% (n=262) were aged over 50 and 18.1% (n=215) were aged 18 to 30. The majority (62.8%) were married and in relation to their professional status, the largest percentage of the sample (39.8%) were Nurses (n=472), followed by Qualified Doctors (26.6%), Qualified Doctors (17.5%), Social Workers (11.7%) and Mental Health Professionals (4.4%). The majority of the sample (60.1%) had experience in dealing with an incident of child abuse, but 77% did not make any form of complaint, mainly for reasons of lack of knowledge and procedures (31.1%), but also fear of legal consequences of such an act (12.6%). 62.9% had not received any training in child abuse management, but 96.9% would be interested in receiving specific training. In relation to knowledge, the majority of the sample stated that they do not know or know very little about the risk factors of child abuse (58.7%), the physical signs of suspected abuse (48.2%), the behaviors related to suspected abuse ( 56.5%). Regarding the attitudes, it was found that 78.1% consider the competent services insufficient to handle cases of child abuse, while almost half (47.8%) consider that child abuse incidents require interdisciplinary cooperation. However, there are other opinions that consider that handling cases of child abuse is the responsibility of social workers (37.8%), specialized pediatricians (33.7%) and child psychiatrists (33%). The control of differences between specialties showed that nurses and medical specialists have the most educational gaps, have the biggest knowledge deficits, and their attitudes seem to be far from those required in such a complex issue. Qualified pediatricians appeared to have greater ability to recognize physical signs of physical abuse, but at the attitudinal level they appeared to have difficulty managing the family of a child suspected of abuse. Social workers and mental health professionals appeared to be able to manage the child's family, but they lagged behind in recognizing physical signs of abuse. The logarithmic regression showed that, based on the estimated coefficients, the relative probability that a specialist physician has received training on the diagnosis/management of child abuse is 46.4% (e-0.624=0.536) lower than physicians, while the relative probability that a nurse has received training in child abuse is 78.5% (e-1,538=0.215) less than physicians. Conversely, the relative probability that a participant has received training in the diagnosis/management of child abuse increases by 162.2% (e-0.9640=2.622) if he is a mental health professional compared to doctors. Also, approximately 18.0% of the variability of the dependent variable is explained by the independent variables of the model (R2=0.177), while the rest of the examined variables did not appear to influence the formation of the values of the dependent variable (Sig.>0.05 ). Conclusions - Recommendations: The research pointed out the necessity of organizing educational programs to address the educational gaps, which in relation to the fear based on the ignorance of procedures, but also in the absence of a clear legal framework and legal support, lead to the attitude of not reporting incidents that raise suspected child abuse. Continuing education at all levels, interdisciplinary collaboration, changing mindsets and adopting protocols with algorithms for the role and involvement of each specialty are necessary elements to improve child abuse services. 2023-02-07T10:20:18Z 2023-02-07T10:20:18Z 2022-12-14 https://hdl.handle.net/10889/24391 el CC0 1.0 Universal http://creativecommons.org/publicdomain/zero/1.0/ application/pdf