Οι μεταστροφές της μουσικής φόρμας στο έργο των Beethoven και Chopin υπό το πρίσμα των αισθητικών θεωριών του Kant και του Schelling

Η παρούσα διατριβή αφορά αφενός στη φιλοσοφική διερεύνηση της μουσικής τέχνης στο πλαίσιο της αισθητικής θεωρίας των Kant και Schelling, αφετέρου στην εξέταση των δυνητικών διαφοροποιήσεων της μουσικής μορφής στα έργα των Beethoven και Chopin σε συσχέτιση με τις ανωτέρω αισθητικές θεωρήσεις. Πιο συγ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Πέτρου, Βερονίκη
Άλλοι συγγραφείς: Petrou, Veroniki
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2023
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://hdl.handle.net/10889/24500
Περιγραφή
Περίληψη:Η παρούσα διατριβή αφορά αφενός στη φιλοσοφική διερεύνηση της μουσικής τέχνης στο πλαίσιο της αισθητικής θεωρίας των Kant και Schelling, αφετέρου στην εξέταση των δυνητικών διαφοροποιήσεων της μουσικής μορφής στα έργα των Beethoven και Chopin σε συσχέτιση με τις ανωτέρω αισθητικές θεωρήσεις. Πιο συγκεκριμένα, τα επιλεγμένα έργα αναλύθηκαν με σκοπό την ανάδειξη ευρημάτων, μέσω των οποίων επιχειρήθηκε η συγκριτική προσέγγιση των έργων συναρτήσει των κεντρικών θέσεων της καντιανής και της σελλινγκιανής αισθητικής θεωρίας. Για τους τρόπους προσέγγισης των μεταστροφών υπό το φως της φιλοσοφικής σκέψης του Kant, η διερευνητική πορεία άπτεται, κατά κύρια βάση, μιας συνδυαστικής της αισθητικής θεωρίας, αντλούμενης κυρίως από την Κριτική της Κριτικής Δύναμης, με τη μουσική μορφή που απαντά σε επιλεγμένα έργα των Beethoven και Chopin. Αναφερόμαστε, ωστόσο, σε μια θεματική που δεν υπολείπεται δυσχερειών οι οποίες απορρέουν συνήθως από την ελλιπή συλλογή ευρημάτων, όπως κι από την αμφιλεγόμενη στάση του φιλοσόφου απέναντι στην πραγμάτευση των κεντρικών παραμέτρων της υπό εξέταση τέχνης. Πρωτίστως, διακρίθηκε ένας παράλληλος άξονας επί του οποίου ο Beethoven και ο Kant εκτύλιξαν τη σκέψη και τη δημιουργικότητά τους στο μεταίχμιο δύο εποχών που τις χαρακτήριζε η έντεχνη μορφή, από τη μία πλευρά, και το ρομαντικό ύφος, από την άλλη. Η παραλληλία βασίζεται κυρίως στο γεγονός ότι αμφότεροι κατέβαλλαν εντατικές προσπάθειες, προκειμένου να ενώσουν δύο κατευθύνσεις. Παρ’ όλα αυτά, η διακύβευση της δυνατότητας σχετικά με τη συμβατότητα της αισθητικής του Kant με οποιοδήποτε είδος μουσικής ‒πόσω μάλλον όταν αυτό αφορά στην απόλυτη μουσική‒ κρίθηκε καίρια. Περισσότερο απαιτητική, ωστόσο, αποδείχθηκε η έρευνα επί της αισθητικής του Schelling, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι αποτελεί, εν πολλοίς, ένα σχετικά αχαρτογράφητο πεδίο. Σε αυτό το πεδίο, ωστόσο, ανευρέθηκαν και διερευνήθηκαν περισσότερα κρίσιμα θέματα περί της φύσης της καλλιτεχνικής δημιουργίας, της αυτοτέλειας του μουσικού έργου τέχνης, αλλά, κυρίως, περί της φύσης μιας διαδραστικού χαρακτήρα σχέσης της συγκεκριμένης τέχνης με τη σελλινγκιανή σκέψη. Τα ευρήματα της αντιπαραβολής στο διττό πεδίο, μουσικής και φιλοσοφίας, ήταν, εξάλλου, επιτυχή σε μέρος των έργων, τόσο του Beethoven όσο και του Chopin, έναντι της θεώρησης των αισθητικών πραγμάτων του Schelling, όπως αυτή παρουσιάστηκε κυρίως στο έργο του Φιλοσοφία της Τέχνης. Μολαταύτα, η επιτυχημένη σύζευξη των ευρημάτων, μουσικών και αισθητικο-θεωρητικών, δεν σήμανε την πλήρη σύμπραξη της εξέλιξης της μουσικής μορφής με τις θέσεις που είχε αναπτύξει μια φιλοσοφία μουσικής, έστω στον βαθμό πρωτοτυπίας του Schelling. Από την άλλη πλευρά, η σύζευξη αποτέλεσε κίνητρο για την εντατικοποίηση της έρευνας, όπως και ένα από τα πρότυπα για το σύνολο της ερευνητικής διαδικασίας. Αξίζει επίσης να τονιστεί η σημασία στην ερευνητική υπόθεση του μουσικού χρόνου, κυρίως στο πιανιστικό έργο του Chopin, το οποίο προτάσσεται συνυφασμένο με τη χρονική απελευθέρωση· αυτό, φυσικά, ισχύει στον βαθμό στον οποίο η χρονική απελευθέρωση συνάδει με το μουσικό ύφος της ρομαντικής περιόδου, προτού, δηλαδή, εμφανιστούν οι τάσεις προς την εκτενή απελευθέρωση του ρυθμού και προς την ασάφεια σε σχέση με την τονικότητα που συνήθως απαντούν κατά τον 20ο αιώνα. Εκτός από τα ζητήματα του χρόνου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασαν τα ευρήματα σχετικά με τη δυνατότητα ενός υποθετικού διαλόγου μεταξύ των μουσουργών, ειδικά όταν οι πνευματικοποιημένες τους οντότητες εξακολουθούν να υφίστανται σε διανοητικό και μακρο-πολιτισμικό πεδίο. Εξίσου ενδιαφέροντα προτάσσονται τα ζητήματα της κεντρικής σελλινγκιανής έννοιας της αδιαφορίας, αλλά και της δημιουργικής διαχείρισης των αντιθέσεων που αναδείχθηκαν μεταξύ των Μερών μιας μουσικής σύνθεσης, αλλά και εντός έκαστου Μέρους, κατά την εξελικτική πορεία της μουσικής μορφής από τον Κλασικισμό προς τον Ρομαντισμό. Αναλύοντας έργα του Beethoven, με τα περισσότερα εκ των οποίων επιτελείται η μετάβαση προς την εποχή στην οποία θα κυριαρχήσει το ρομαντικό ύφος, και έργα του Chopin, με τα οποία το ορισμένο ύφος είχε κυρίως ακμάσει στις πιανιστικές του συνθέσεις, έθεσα ως κεντρικό μου στόχο να καταστήσω εύλογη την υπόθεση των μεταστροφών στη μουσική τους μορφή. Η επίτευξη του στόχου μου επιχειρήθηκε υπό την προϋπόθεση της αλληλεπιδραστικής συσχέτισης επί του μουσικοφιλοσοφικού άξονα, πάντοτε σε συνδυασμό με τη διερεύνηση των μουσικών πραγμάτων εντός του πλαισίου των δύο αισθητικών θεωριών. Εν πάση περιπτώσει, η πρόκληση της εν λόγω έρευνας ήταν διττή. Προπάντων, η ανάδειξη πρωτότυπων θεωρητικών ευρημάτων στις αισθητικές θεωρίες του Kant και του Schelling, σε συνδυασμό με τη μη αναγκαία αναγωγική τους εφαρμογή στους εν λόγω μουσικούς δημιουργούς, ανέδειξε όντως δυνατές διαφορετικές όψεις. Οι δύο μουσικοί δημιουργοί, άλλωστε, συνιστούν κόμβους για την εξέλιξη τόσο της μουσικής όσο και της φιλοσοφίας της. Επομένως, διαφαίνεται πράγματι το ενδιαφέρον της συνεξέτασης έργων τους με τις καντιανές και σελλινγκιανές, εξίσου κομβικές για τη φιλοσοφία, αισθητικές θεωρήσεις. Υπό το φως τούτων των θεωρήσεων, θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε την καινοτόμο γλώσσα του Beethoven που επιφέρει ανατροπές ως προς τον μουσικό χαρακτήρα, ενώ, στο έτερο ερευνητικό κομμάτι, όσον αφορά το έργο του Chopin, θα στραφούμε προς τη δυνητική διάρρηξη του πυρήνα του πνεύματος του μουσικού Ρομαντισμού, ιδωμένου, ωστόσο, μέσω ενός μοναδικού πρίσματος.