Περίληψη: | Η σεργλυκίνη είναι η μοναδική ενδοκυττάρια πρωτεογλυκάνη που έχει χαρακτηριστεί μέχρι σήμερα. Μπορεί ωστόσο, να εκκρίνεται στον εξωκυττάριο χώρο είτε ιδιοσυστατικά, είτε ρυθμιζόμενα από διάφορα είδη κυττάρων και να ρυθμίζει την διαθεσιμότητα και στόχευση ποικίλων μορίων. Έχει δειχθεί ότι η σεργλυκίνη υπερεκφράζεται και εκκρίνεται από καρκινικά κύτταρα υψηλής επιθετικότητας, προάγοντας τον πολλαπλασιασμό, την μεταναστευτικότητα και την διήθησή τους, οδηγώντας σε κακή κλινική έκβαση της νόσου. Η επιθηλιακή-μεσεγχυματική μετάβαση (Epithelial-Mesenchymal Transition/EMT) είναι μία διαδικασία κρίσιμη για την εξέλιξη της καρκινογένεσης κατά την οποία τα επιθηλιακά κύτταρα αποκολλώνται τόσο μεταξύ τους, όσο και από την υποκείμενη βασική μεμβράνη και νέοι μεταγραφικοί παράγοντες ενεργοποιούνται για να επάγουν τον μεσεγχυματικό φαινότυπο των κυττάρων. Ο ρόλος της σεργλυκίνης στην ΕΜΤ έχει επιβεβαιωθεί σε διάφορα είδη καρκινικών κυττάρων, όπως στο ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα, σε τριπλά αρνητικά καρκινικά κύτταρα του μαστού, στον καρκίνο του παχέος εντέρου, του πνεύμονα και του ρινοφάρυγγα. Στην παρούσα διπλωματική εργασία γίνεται διερεύνηση του ρόλου της σεργλυκίνης στην επαγωγή ΕΜΤ στον καρκίνο του μαστού. Η μελέτη αυτή πραγματοποιήθηκε στα φυσιολογικά επιθηλιακά κύτταρα μαστού, HMLE, που αποτελούν μοντέλο μελέτης της ΕΜΤ και στις καρκινικές κυτταρικές σειρές του μαστού T-47D και BT474. Συγκεκριμένα, έγινε διερεύνηση της επίδρασης της εξωκυττάριας σεργλυκίνης, η οποία μπορεί να προέρχεται είτε από κύτταρα του ανοσοποιητικού είτε από τα ίδια τα καρκινικά κύτταρα, στην επαγωγή ΕΜΤ. Επιπλέον, μελετήθηκε και η επίδραση του υποδοχέα CD44. Για τον λόγο αυτό χρησιμοποιήθηκε ως πηγή σεργλυκίνης το μέσο των λευχαιμικών μονοκυττάρων ΤΗΡ-1, τα οποία αποδεδειγμένα εκκρίνουν υψηλές ποσότητες σεργλυκίνης, ενώ η επαγωγή της ΕΜΤ μελετήθηκε μέσω της γονιδιακής έκφρασης διαφόρων δεικτών ΕΜΤ. Επίσης, έγινε διερεύνηση της ικανότητας ρύθμισης της έκφρασης του γονιδίου της σεργλυκίνης από τον μεταγραφικό παράγοντα ZEB1 κατά την ΕΜΤ που επάγεται από τον TGFβ.
|