Περίληψη: | Η παρούσα διδακτορική διατριβή επιχειρεί να θέσει τις βάσεις για τη θεωρητική τεκμηρίωση του διαπολιτισμικού κεφαλαίου. Η έννοια αυτή διατυπώθηκε πρόσφατα από τον Andreas Pöllmann και δεν έχει διερευνηθεί συστηματικά στην παγκόσμια βιβλιογραφία. Η διερεύνηση της έννοιας στην Ελλάδα απουσιάζει εντελώς, αν και είναι ιδιαίτερα σημαντική λόγω της ενδυνάμωσης του πολυπολιτισμικού προφίλ της χώρας και της εισροής προσφύγων και μεταναστών τα τελευταία χρόνια. Το διαπολιτισμικό κεφάλαιο μπορεί να λειτουργήσει ως δείκτης της κοινωνικοπολιτισμικής διαφοράς, δίνοντας έμφαση στην σφαίρα των σχέσεων και των επαφών που δημιουργούνται ανάμεσα σε διαφορετικές κουλτούρες, στις οποίες διατηρούνται και μεταφέρονται οι «πολιτισμικές ιδιαιτερότητες» της κάθε πλευράς.
Επιπλέον, η έννοια του διαπολιτισμικού κεφαλαίου μπορεί να λειτουργήσει ως ένα πλαίσιο για την ανάλυση των σχέσεων μεταξύ εκπαιδευτικού υπόβαθρου και πολιτισμικών/παιδαγωγικών προτύπων των εκπαιδευτικών στην προσπάθειά τους να καταστούν φορείς κοινωνικής αλλαγής και συμπερίληψης. Ένα ενισχυμένο διαπολιτισμικό κεφάλαιο δύναται να οδηγήσει σε επιλογές με μεγαλύτερο όφελος για την προσωπική και επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών, οδηγώντας έτσι στην πρόληψη των φαινομένων του κοινωνικού αποκλεισμού, του ρατσισμού και του εθνοκεντρικού τρόπου σκέψης. Η οικοδόμηση ενός σύγχρονου διαπολιτισμικού κεφαλαίου στοχεύει σε μια κοινωνία συμπερίληψης και μετασχηματισμού και συνυφαίνεται με την κατάκτηση της διαπολιτισμικής ικανότητας.
Η πολυσχιδής ερευνητική μεθοδολογία που υιοθετείται αφορά στην Κλίμακα Ποσοτικής Εκτίμησης του Κοινωνικού Κεφαλαίου (Social Capital Questionnaire – SCQ), στην Κλίμακα Διαπολιτισμικής Ανάπτυξης (Intercultural Development Inventory – IDI) καθώς και στις αφηγήσεις ζωής τριάντα εκπαιδευτικών σε Ελλάδα και Αυστραλία. Μέσα από την τριγωνοποίηση των δεδομένων και την ενδελεχή βιβλιογραφική τεκμηρίωση φαίνεται πώς το διαπολιτισμικό κεφάλαιο μπορεί να λειτουργήσει ως στρατηγική ανάπτυξης της διαπολιτισμικής ικανότητας. Ένα πρωτογενές habitus που έχει συγκροτηθεί στις αρχές της αποδοχής και της αμοιβαιότητας δύναται να οδηγήσει σε έναν διαπολιτισμικά ανοικτό εκπαιδευτικό. Αν αυτή η ανοικτότητα μετασχηματιστεί σε διαπολιτισμική ικανότητα, εξαρτάται από μία σειρά παραγόντων όπως είναι η συμμετοχή στα δίκτυα, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, οι κοινωνικές σχέσεις, τα βιώματα, η δυναμική του οικογενειακού και σχολικού πεδίου καθώς και η εκπαίδευση. Τέλος, καίριο ρόλο στη συγκρότηση του διαπολιτισμικού κεφαλαίου αλλά και στην ανάπτυξη της διαπολιτισμικής ικανότητας κατέχουν τα βιώματα του εκπαιδευτικού, ειδικά εκείνα που σχετίζονται με το τραύμα που μπορεί να προέρχεται από κοινωνικό αποκλεισμό.
|