Η επίδραση της αλατότητας και ειδών μικροφυκών στην αύξηση των πρωτοζώων Fabrea salina και Condylostoma sp.

Τα βλεφαριδοφόρα πρωτόζωα Fabrea salina και Condylostoma sp. συλλέχθηκαν από φυσικά θαλασσινά νερά από τον κ. Χωτο στη διάρκεια πολυετών δειγματοληψιών, διατηρούντο επί σειρά ετών σε καθαρά αποθέματα στο εργαστήριο Καλλιέργειας Πλαγκτού, και στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας καλλιεργήθηκαν στο εργασ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Τουλούπη, Ιωάννα
Άλλοι συγγραφείς: Touloupi, Ioanna
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2023
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://hdl.handle.net/10889/25265
Περιγραφή
Περίληψη:Τα βλεφαριδοφόρα πρωτόζωα Fabrea salina και Condylostoma sp. συλλέχθηκαν από φυσικά θαλασσινά νερά από τον κ. Χωτο στη διάρκεια πολυετών δειγματοληψιών, διατηρούντο επί σειρά ετών σε καθαρά αποθέματα στο εργαστήριο Καλλιέργειας Πλαγκτού, και στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας καλλιεργήθηκαν στο εργαστήριο για 22 μέρες, σε χαμηλούς όγκους, σε θερμοκρασία περιβάλλοντος 16-18 oC και σε αλατότητες 40 ppt, 60 ppt και 100 ppt για το Fabrea salina, και 20 ppt, 40 ppt και 60 ppt για το Condylostoma sp. Και στα δύο είδη, προσφέρθηκαν ως πιθανές πηγές σίτισης έξι διαφορετικά είδη μικροφυκών (Tetraselmis sp. (var. red pappas), Dunaliella salina, Rhodomonas salina, Isochrysis galbana, Nephroselmis sp. και Amphidinium carterae), και μελετήθηκε η ικανότητα επιβίωσής και ο ρυθμός ανάπτυξής του πληθυσμού τους, σε καθένα από τα μικροφύκη αυτά, και σε διαφορετικές αλατότητες. Μεταξύ όλων των ειδών μικροφυκών (θρεπτικών υποστρωμάτων), το Rhodomonas salina αποδείχθηκε πως ήταν το αποδοτικότερο είδος για τη σίτιση των δύο βλεφαριδοφόρων, αφού έδωσε πυκνότητες ίσες με 30 ind./mL (για το Fabrea salina) και 73 ind./mL (για το Condylostoma sp.). Επιπλέον τα μικροφύκη Dunaliella salina και Nephroselmis sp. έδωσαν εξίσου υψηλές πυκνότητες βλεφαριδοφόρων, ενώ το Isochrysis galbana ήρθε τελευταίο, παρουσιάζοντας μια σχετικώς υψηλή πυκνότητα στο Condylostoma sp.. Παράλληλα, το στέλεχος Tetraselmis sp. (var. red pappas) και το δινομαστιγωτό Amphidinium carterae αποδείχθηκαν ακατάλληλα ως θρεπτικά υποστρώματα. Τελικά, αποδεικνύεται ότι τόσο το Fabrea salina, όσο και το Condylostoma sp., αποτελούν άριστους υποψήφιους βιολογικούς οργανισμούς, που ενδείκνυνται αξιοποίηση και εμπορική εκμετάλλευση σε τοξικολογικές μελέτες, και πιθανώς ως ζωντανά θρεπτικά υποστρώματα σε εκκολαπτήρια ψαριών του θαλασσινού νερού.