Περίληψη: | Οι ρηξιγενείς ζώνες περιλαμβάνουν συνήθως ασυνεχή, υποπαράλληλα, κλιμακωτά ρηξιγενή τμήματα τα οποία χωρίζονται από ζώνες μεταβίβασης (relay zones). Καθώς οι ρηξιγενείς ζώνες εξελίσσονται, τα τμήματα των ζωνών αυτών, μπορούν να αλληλεπιδρούν μηχανικά και να ενώνονται σταδιακά, σχηματίζοντας έτσι δομές μεγαλύτερης κλίμακας με την αύξηση της παραμόρφωσης. Ο τρόπος με τον οποίο τα τμήματα αλληλεπιδρούν κατά τη διάρκεια της εξέλιξης των ζωνών, έχει γίνει αντικείμενο αρκετών ερευνών. Ωστόσο ακόμα και σήμερα οι γνώσεις μας για τις διεργασίες της αλληλεπίδρασης και της σύνδεσης των τμημάτων είναι περιορισμένες. Στην παρούσα εργασία, για τη μελέτη της τμηματοποίησης και του τρόπου σύνδεσης κανονικών ρηγμάτων, επιλέχτηκαν 3 περιοχές της Κεντρικής Ελλάδας: οι ρηξιγενείς ζώνες του Αιγίου και της Ελίκης στον Κορινθιακό κόλπο, οι ρηξιγενείς ζώνες της Αταλάντης και της Αρκίτσας στον Ευβοϊκό κόλπο και τέλος οι σύνθετες ρηξιγενείς ζώνες του Καπαρελλίου και της Δάφνης στην περιοχή της Βοιωτίας. Οι δύο πρώτες έχουν ΔΒΔ διεύθυνση, ενώ η τελευταία έχει σχεδόν Α-Δ διεύθυνση και αντιπροσωπεύει τη ζώνη παραμόρφωσης μεταξύ των δύο κύριων ζωνών rift. Η επιλογή των περιοχών αυτών έγινε με βάση την σημαντική τεκτονική τους δραστηριότητα τα τελευταία 1.5 εκατομμύρια χρόνια και την σπουδαιότητα τους στη νεοτεκτονική εξέλιξη της Κεντρικής Ελλάδας.
Στην παρούσα διατριβή υπολογίστηκαν παράμετροι που αντανακλούν έμμεσα την κατανομή της τάσης γύρω από τα ρήγματα, όπως είναι η κατακόρυφη μετατόπιση (D), το μήκος των ρηγμάτων (L), ο αριθμός των ρηξιγενών τμημάτων κάθε ζώνης (n), η επικάλυψη (OL), η κλιμάκωση (S), και το μήκος της ζώνης μεταβίβασης (Lr). Οι παράμετροι αυτοί αποτελούν δείκτες του βαθμού σύνδεσης μεταξύ των ρηξιγενών τμημάτων καθώς και του βαθμού ωριμότητας μιας ενεργού ζώνης. Έτσι, χρησιμοποιήθηκαν αρχικά Ψηφιακά Μοντέλα Αναγλύφου (DEM) από τα οποία κατασκευάστηκαν τοπογραφικά προφίλ σε κάθε ρηξιγενή ζώνη, με σκοπό τον υπολογισμό της κατακόρυφης μετατόπισης των ρηγμάτων τόσο στα επι μέρους τμήματα όσο και στις ζώνες μεταβίβασης καθώς και η κατανομή της μετατόπισης κατά μήκος οροφής-βάσης των ρηγμάτων. Επίσης προσδιορίστηκε η γεωμετρία των ζωνών μεταβίβασης μεταξύ των ρηξιγενών τμημάτων, με σκοπό να εξετασθούν οι τρόποι σύνδεσης των τμημάτων με υπολογισμό του μήκους των μη επικαλυπτόμενων ζωνών (underlapping zone), των ζωνών επικάλυψης (overlap zone) και των κλιμακώσεων (separation/spacing). Τα μήκη των τμημάτων των ρηξιγενών ζωνών προβλήθηκαν σε διαγράμματα αθροιστικής συχνότητας με σκοπό την περιγραφή των πληθυσμών των ρηγμάτων στις τρεις περιοχές μελέτης. Τα διαγράμματα δηλώνουν μια πολυκλασματική κατανομή, που αντιπροσωπεύει διαφορετικούς πληθυσμούς ρηγμάτων που αλληλεπιδρούν ή μια εκθετική κατανομή που δείχνει ένα πρώιμο στάδιο κορεσμού των ρηγμάτων. Στη συνέχεια, κατασκευάστηκαν διαγράμματα της μέγιστης κατακόρυφης μετατόπισης των τμημάτων με το μήκος (D-L), με σκοπό να προσδιοριστεί σε ποιο στάδιο σύνδεσης βρίσκονται οι συγκεκριμένες ζώνες και να προταθούν μοντέλα εξέλιξης αυτών. Τέλος εξετάστηκαν και συσχετίστηκαν τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά των ζωνών μεταβίβασης (μήκος κλιμάκωσης, μήκος επικαλυπτόμενων ή μη τμημάτων), με σκοπό την εξαγωγή συμπερασμάτων για την ικανοποίηση ή μη κριτηρίων αλληλεπίδρασης των τμημάτων και της πιθανής σύνδεσης αυτών. Η κατανόηση του ρόλου της τμηματοποίησης και του τρόπου σύνδεσης των τμημάτων των ρηξιγενών ζωνών μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στην εκτίμηση της σεισμικής επικινδυνότητας μιας περιοχής, στην κατανόηση των ιζηματογενών διαδικασιών μπροστά από τα ρήγματα καθώς και στον προσδιορισμό παγίδων ρευστής φάσης και της μετανάστευσή τους, μιας και οι ζώνες μεταβίβασης δύναται να αποτελούν περιοχές διαφυγής ή εμπόδια στη ροή των ρευστών.
|