Περίληψη: | Η ταχύτητα με την οποία μιλάμε εκφράζεται με το αριθμό συλλαβών ή λέξεων που παράγουμε ανά μονάδα χρόνου (λεπτά ή δευτερόλεπτα). Ο χρόνος αφορά είτε τον καθαρό χρόνο άρθρωσης ή το συνολικό χρόνο ομιλίας που περιλαμβάνει και το χρόνο παύσης ανάμεσα στις λέξεις. Η ταχύτητα ομιλίας ενός ομιλητή δεν είναι σταθερή και μπορεί να αλλάξει, αυτόματα ή συνειδητά, για την μετάδοση μη λεκτικών επικοινωνιακών μηνυμάτων ή για την επαρκή επεξεργασία πληροφοριών.
Μεθοδολογία: Στην ερευνητική διαδικασία πήραν μέρος 23 παιδιά ηλικίας 10 ετών τυπικής ανάπτυξης τα οποία ηχογραφήθηκαν σε συνθήκες κανονικής, και καθ’ υπόδειξης αργής και γρήγορης ανάγνωσης 20 προτάσεων (10 μικρού μήκους και 10 μεγάλου μήκους). Οι ηχογραφήσεις αναλύθηκαν μέσω του συστήματος Praat για την εξαγωγή των δεδομένων που μελετήθηκαν στην παρούσα εργασία. Σκοπός ήταν να εντοπιστεί εάν τα παιδιά είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν μεταβολή της ταχύτητας τους κατ’ εντολή , εάν αυτές οι αλλαγές είναι αρκετά μεγάλες ώστε να γίνουν αντιληπτές και τέλος , πως οι ομιλητές χρησιμοποιούν την εισαγωγή παύσεων σαν στρατηγική μείωσης της ταχύτητας τους.
Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματα αποδεικνύουν ότι τα παιδιά ηλικίας 10 ετών κατέχουν την ικανότητα εναλλαγής της ταχύτητας τους όταν τους ζητηθεί και πραγματοποιούν με μεγαλύτερη ευκολία την αύξηση από ότι την μείωση ταχύτητας, με τις μεταβολές αυτές να γίνονται περισσότερο αντιληπτές στην αύξηση του ρυθμού ομιλίας τους. Όσον αφορά την στρατηγική μείωσης της ταχύτητας τους με εισαγωγή παύσεων, βρέθηκε ότι οι ομιλητές πραγματοποιούσαν συχνότερες και περισσότερες παύσεις σε προτάσεις αυξημένης φωνοτακτικής και συλλαβικής πολυπλοκότητας με τον ίδιο αριθμό συλλαβών. Αυξημένη συχνότητα παύσεων υπήρχε στις ονοματικές φράσεις, ύστερα από την παραγωγή του υποκειμένου, πριν την εισαγωγή του ρήματος της ρηματικής φράσης, πριν τον συνδετικό σύνδεσμο δευτερευουσών προτάσεων αλλά και μετά από την παραγωγή λεκτικών εκφορών αυξημένης φωνοτακτικής πολυπλοκότητας.
|