Περίληψη: | Την τελευταία δεκαετία, η επεξεργασία υφασμάτων με πλάσμα έχει αποκτήσει μεγάλο τεχνολογικό ενδιαφέρον καθώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα στάδια της επεξεργασίας. Η οξείδωση της επιφάνειας, η ενίσχυση της υδροφιλίας ή της υδροφοβικότητας της και η αντιμικροβιακή δράση, είναι κάποια παραδείγματα τέτοιων εφαρμογών. Τα πλεονεκτήματα της τεχνικής του πλάσματος σε σύγκριση με άλλες τεχνικές είναι ότι είναι φιλική προς το περιβάλλον και ταυτόχρονα οικονομική αφού μειώνει τις απαιτήσεις σε νερό και ενέργεια.
Παρόλα αυτά δεν υπάρχουν στη βιβλιογραφία επαρκείς μελέτες σχετικά με τους βασικούς μηχανισμούς που διέπουν τη διεργασία. Σε αυτή την κατεύθυνση επικεντρώσαμε στη μελέτη της επίδρασης του πλάσματος He/O2 σε χαμηλές πιέσεις με στόχο την ενίσχυση της υδροφιλίας της επιφάνειας, στη διερεύνηση της επίδρασης του C2F6 πλάσματος για την ενίσχυση της υδροφοβικότητας καθώς και στο σχηματισμό PEO-like υμενίων για την βελτίωση της αντιμικροβιακής δράσης της επιφάνειας. Πιο συγκεκριμένα, μελετήθηκε η επίδραση του ποσοστού οξυγόνου στο μείγμα του αερίου, του χρόνου επεξεργασίας, της συνολικής πίεσης και της ισχύος του πλάσματος στην μεταβολή των επιφανειακών ιδιοτήτων και κυρίως στην ενίσχυση της υδροφιλικότητας πολυεστερικών υφασμάτων πριν και μετά από το αποκολλάρισμα τους. Για τη μελέτη της υδροφοβικότητας πραγματοποιήθηκαν πειράματα ως προς την συνολική πίεση, το χρόνο διεργασίας και την απόσταση των ηλεκτροδίων. Τέλος, για την ενίσχυση της αντιμικροβιακής δράσης της επιφάνειας μελετήθηκε η συνολική πίεση, η ισχύς καθώς και το ποσοστό του οξυγόνου στο μίγμα. Οι αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στην αέρια φάση και ο πιθανότερος μηχανισμός στον οποίο οφείλονται οι αλλαγές στην επιφάνεια του υποστρώματος μελετήθηκαν με την εφαρμογή διαγνωστικών τεχνικών του πλάσματος. Έτσι ηλεκτρικές μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν για τον υπολογισμό της καταναλισκόμενης ισχύος και της εμπέδησης της εκκένωσης ενώ παράλληλα, πραγματοποιήθηκαν οπτικές μετρήσεις με στόχο την καταγραφή των ειδών που παράγονται στην εκκένωση και την κατανομή τους στον χώρο. Από την άλλη μεριά για τη μελέτη των δομικών και φυσικοχημικών μεταβολών που υφίσταται η επιφάνεια κατά την επεξεργασία της με πλάσμα χρησιμοποιήθηκαν ηλεκτρονιακή μικροσκοπία σάρωσης και φασματοσκοπία φωτοηλεκτρονίων από ακτίνες Χ. Τέλος, μετρήσεις του ρυθμού απορρόφησης σταγόνας, γωνίες αδιαβροχίας και προσρόφηση πρωτεϊνών χρησιμοποιήθηκαν ως μέτρο εκτίμησης της υδροφιλίας, της υδροφοβικότητας και της αντιμικροβιακής δράσης αντίστοιχα. Τα βέλτιστα αποτελέσματα παρουσιάζονται και συζητούνται σαν συνάρτηση των ιδιοτήτων του πλάσματος
|