Περίληψη: | Στα πλαίσια της παρούσας διατριβής μελετήθηκαν οι διεργασίες κοιτασματογένεσης των χρωμιτιτικών εμφανίσεων των οφιολιθικών συμπλεγμάτων του Βούρινου και της Πίνδου, σε συνδυασμό με τη συνδεόμενη με αυτές μεταλλοφορία των στοιχείων της ομάδας του λευκόχρυσου (PGE). Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε επίσης στην πετρογενετική εξέλιξη των μανδυακών ενοτήτων των δύο οφιολιθικών ακολουθιών, προκειμένου να εξαχθούν γενικότερα συμπεράσματα σχετικά με την προέλευση και τη διαμόρφωση των οφιόλιθων του ΒΑ Ελλαδικού χώρου.
Γεωτεκτονικά το οφιολιθικό σύμπλεγμα του Βούρινου τοποθετείται στην Υποπελαγονική ζώνη, ενώ εκείνο της Πίνδου βρίσκεται τεκτονικά επωθημένο επί του Ηωκαινικής ηλικίας φλύσχη της ομόνυμης ισοπικής ζώνης. Αμφότερα τα συμπλέγματα θεωρείται ότι αντιπροσωπεύουν υπολείμματα του ενός ενιαίου ωκεανού, τα οποία σήμερα βρίσκονται επωθημένα επί του δυτικού περιθωρίου της Πελαγονικής μικροπλάκας. Αν και εμφανίζουν έντονα χαρακτηριστικά τεκτονικής καταπόνησης και οι δύο ακολουθίες διατηρούν όλο τους τύπους πετρολογικών ενοτήτων που συνθέτουν το φάσμα ενός πλήρως ανεπτυγμένου οφιολιθικού συμπλέγματος. Όλοι οι σχηματισμοί που μελετήθηκαν στα πλαίσια της παρούσας διατριβής προέρχονται από τις μανδυακές σειρές των δύο οφιολιθικών συμπλεγμάτων. Οι μανδυακοί τεκτονίτες αποτελούν τον κύριο όγκο του συμπλέγματος του Βούρινου, ενώ οι μανδυακής προέλευσης σχηματισμοί στο οφιολιθικό σύμπλεγμα της Πίνδου συνθέτουν την επονομαζόμενη ενότητα της Δραμάλας. Στον Βούρινο η δειγματοληπτική έρευνα κάλυψε τις σημαντικότερες από κοιτασματολογικής άποψης περιοχές του βόρειου και νότιου τμήματός του, ενώ στην Πίνδο δείγματα συλλέχθηκαν από τα κεντρικά και νότια τμήματα της όλης ενότητας της Δραμάλας, καθώς και από μανδυακής προέλευσης, ευμεγέθη, εξωτικά τεμάχη εντός της ενότητας της Αβδέλλας mélange.
Η υπαίθρια μελέτη των μανδυακών ενοτήτων και στα δύο συμπλέγματα οδήγησε στις ακόλουθες διαπιστώσεις: α) το βόρειο τμήμα του οφιολιθικού συμπλέγματος του Βούρινου εμφανίζει σαφώς εντονότερα χαρακτηριστικά πλαστικής παραμόρφωσης σε σχέση με το νότιο, στο οποίο επικρατούν χαρακτήρες εύθραυστης-ημιπλαστικής παραμόρφωσης. Μια ανάλογη διάκριση, ασθενέστερα ωστόσο εκπεφρασμένη, θα μπορούσε να ειπωθεί πως ισχύει και όσον αφορά στην διάρθρωση των περιοχών Μηλιάς-Πεύκης, αντίστοιχα, στην Πίνδο. β) Η στατιστική ανάλυση των κινηματικών δεικτών συμφωνεί με μια προς τα ΒΑ διεύθυνση επώθησης για τον βόρειο Βούρινο και τη Μηλιά και με μια ΝΑ διεύθυνση τοποθέτησης για τον νότιο Βούρινο και το υπερβασικό τέμαχος της Πεύκης. γ) Οι χρωμιτιτικές εμφανίσεις φιλοξενούνται από δουνίτες και συγκεκριμένα στην πλειονότητα των θέσεων που παρατηρείται η ανάπτυξη χρωμιτικής μεταλλοφορίας το συνοδό είδος περιδοτίτη είναι ο λεπτοκρυσταλλικός δουνίτης (υγιής ή σερπεντινιωμένος). Πέρα από την σε όρους κοκκομετρικού μεγέθους διαφορά του σε σχέση με τον αντίστοιχο αδροκρυσταλλικό λιθότυπο, μια επιπλέον διαφοροποίησή του από αυτόν είναι η έλλειψη φολιωμένης δομής στον πρώτο. δ) Οι χρωμιτίτες του βόρειου Βούρινου και της Μηλιάς είναι συνήθως θυλακοειδούς μορφής, ασύμφωνα-παρασύμφωνα ανεπτυγμένοι σε σχέση με τους πιο άμεσους προς αυτούς αδροκρυσταλλικούς δουνιτικούς-χαρτσβουργιτικούς περιδοτίτες, ενώ τα χρωμιτικά κοιτάσματα του νότιου Βούρινου και της Πεύκης ακολουθούν στρωματοειδή, σύμφωνη-παρασύμφωνη δομική ανάπτυξη. ε) Οι χρωμιτίτες και των δύο συμπλεγμάτων εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία ιστολογικής ανάπτυξης, ωστόσο διαπιστώθηκε μια συστηματική διαφοροποίηση όσον αφορά στο κύριο τύπο ιστού της κάθε χρωμιτικής μεταλλοφορίας. Έτσι στους χρωμιτίτες του βόρειου Βούρινου και της Μηλιάς επικρατεί ο συμπαγής και ο ιστός τύπου λεοπαρδάλεως, ενώ στους χρωμιτίτες του νότιου Βούρινου και της Πεύκης το επικρατέστερο είδος είναι ο ιστός κατά πλάκες. στ) Στο νότιο Βούρινο και στην Πεύκη παρατηρούνται συχνά εναλλασσόμενοι χαρτσβουργιτικοί-δουνιτικοί "πάγκοι", ενδεικτικοί μιας στρωματομένης κατάστασης του υπολειμματικού τμήματος του μανδύα που εκτίθεται επί των συγκεκριμένων περιοχών. Επίσης, ο αριθμός των πυροξενιτικών (ροδινγκιτιωμένων και μη) φλεβών είναι υψηλότερος στις περιοχές αυτές σε σχέση με εκείνων του βόρειου Βούρινου και της Μηλιάς. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι φλέβες διατέμνουν τα κοιτάσματα χρωμίτη, στοιχείο που υποδεικνύει ότι δεν συνδέονται γενετικά μαζί τους, με μόνη εξαίρεση μια χρωμιτική εμφάνιση που φιλοξενείται σε πυροξενιτική φλέβα στην περιοχή της Πεύκης. ζ) Πάντα κοντά στις περιοχές εμφάνισης των κοιτασμάτων η τυπική λιθολογική διαδοχή προς αυτά είναι η: ±κλινοπυροξενομιγής χαρτσβουργίτης-κανονικός χαρτσβουργίτης-μεταβατικός χαρτσβουργίτης-αδροκρυσταλλικός δουνίτης-λεπτοκρυσταλλικός δουνίτης-χρωμιτίτης. Η οποιαδήποτε απόκλιση από την γενική αυτή διαδοχή είναι σπάνια, ακόμη και σε περιπτώσεις μικρών χρωμιτικών φακών. η) Η συχνή παγίδευση χαρτσβουργιτικών τεμαχών εντός αδροκρυσταλλικών δουνιτών υποδηλώνει την προέλευση των τελευταίων από τους πρώτους, ωστόσο περιπτώσεις αντικατάστασης φολιωμένων χαρτσβουργιτών από λεπτοκρυσταλλικούς δουνίτες υποδεικνύουν ότι κάποιοι λιθότυποι δεν έχουν, όπως αναμένεται, υπολειμματική προέλευση. θ) Η παρουσία κλινοπυροξενομιγών χαρτσβουργιτών είναι πιο συστηματική στην Πίνδο, ενώ στον Βούρινο απαντώνται πιο συχνά στείροι λεπτοκρυσταλλικοί δουνίτες κυρίως υπό τη μορφή φλεβών, πάγκων ή φακών. ι) Το χρωμιτικό κοίτασμα του Κορυδαλλού φιλοξενείται μέσα σε ένα εξωτικό, δουνιτικό τέμαχος, το οποίο περιέχεται εντός της οφιολιθικής mélange της ενότητας της Αβδέλλας που αναπτύσσεται στη συγκεκριμένη περιοχή.
Τέλος, η συνολική αξιολόγηση όλων των διαθέσιμων γεωλογικών, ορυκτοχημικών, πετρολογικών και κοιτασματολογικών στοιχείων, υποδηλώνει ότι οι μανδυακές ενότητες και των δύο ακολουθιών γεννήθηκαν σε ένα κέντρο ώριμης διάνοιξης (MOR) και στη συνέχεια αναδιαμορφώθηκαν ως τμήματα ενός περιθωρίου πάνω από μια ζώνη καταβύθισης (SSZ). Η μετάβαση από τον Βούρινο στη Μηλιά και την Πεύκη και εν τέλει στον Κορυδαλλό πιθανά ισοδυναμεί με τη μετάβαση από το περιβάλλον μιας λεκάνης μπροστά από νησιωτικό τόξο στο (χώρο κάτω από το) ίδιο το τόξο και τέλος σε μια μικρών διαστάσεων περιθωρειακή λεκάνη πίσω από αυτό.
|