Περίληψη: | Η αποκάλυψη της παρουσίας ενός νέου είδους ποντικού, του Mus cypriacus Cucchi et al., 2006, ενδημικού της Κύπρου, απέδειξε πόσο ελλιπείς είναι οι γνώσεις μας ως προς την πανίδα των μικροθηλαστικών της Κύπρου. Στην Κύπρο θεωρούνταν γνωστά τα είδη Mus musculus domesticus και Mus macedonicus. Τελικά απεδείχθη ότι το μέχρι τότε γνωστό ως Mus macedonicus ήταν το ενδημικό Mus cypriacus. Προκειμένου να μελετηθούν τα μικροθηλαστικά του γένους Mus στην Κύπρο, στα πλαίσια της παρούσας μελέτης πραγματοποιήθηκαν δειγματοληψίες για πέντε δειγματοληπτικές περιόδους (άνοιξη 2008 - άνοιξη 2009), σε δύο περιοχές της Κύπρου, στην πεδινή περιοχή της επαρχίας Αμμοχώστου (περιοχή Λίμνης και Νοσοκομείου Παραλιμνίου), καθώς και στην ορεινή περιοχή του Όρους Τροόδους (περιοχή Κάτω Πλατρών). Στόχος της παρούσας εργασίας ήταν να ελεγχθεί η ύπαρξη των δύο ειδών στις δύο περιοχές οι οποίες χαρακτηρίζονται από διαφορετικούς βιοτόπους και να ελεγχθεί κατά πόσον ισχύουν οι οικολογικές τους προτιμήσεις. Μέχρι τώρα, θεωρείται ότι το Mus cypriacus είναι αγροδίαιτο είδος, ο βιότοπός του περιλαμβάνει εγκαταλειμμένους αμπελώνες, λιβάδια και θαμνώδεις εκτάσεις και εξαπλώνεται στην περιοχή του Όρους Τρόοδος σε υψόμετρο 300 - 900 m, ενώ δεν εξαπλώνεται σε περιοχές με ισχυρή ανθρωπογενή πίεση, όπως καλλιέργειες στη Μεσαορία (στο κεντρικό τμήμα του νησιού), ανθρώπινες κατοικίες και φάρμες, όπου εξαπλώνεται κυρίως το Mus musculus domesticus.
Σε επόμενο στάδιο, επειδή δεν έχουν γίνει πολλές μελέτες ακόμη για το Mus cypriacus και ο ταξινομικός προσδιορισμός του είδους των ζώων που συλλέχθηκαν δεν ήταν εφικτός με βάση τα γνωστά διακριτικά εξωτερικά μορφολογικά χαρακτηριστικά των ειδών, αλλά και επειδή ο ταξινομικός προσδιορισμός δεν μπορούσε να γίνει με βεβαιότητα, λόγω της επικαλυπτόμενης μορφολογικής ποικιλότητας των ειδών, έγινε προσδιορισμός με τη χρήση μοριακών μεθόδων. Συγκεκριμένα, πραγματοποιήθηκε ανάλυση αλληλουχίας στο τμήμα της D-loop περιοχής ελέγχου του μιτοχονδριακού DNA το οποίο απομονώθηκε από κύτταρα του ήπατος. Περαιτέρω, για να γίνει μορφομετρική σύγκριση των πληθυσμών, εφαρμόστηκε γεωμετρική μορφομετρική ανάλυση σε κρανιακούς (ραχιαία και κοιλιακή κρανιακή επιφάνεια) και ανάλυση περιγράμματος σε οδοντικούς χαρακτήρες (κάτοψη περιγράμματος πρώτου άνω γομφίου, M1).
Τα ευρήματα της παρούσας μελέτης διευρύνουν την περιοχή εξάπλωσης του Mus cypriacus, τόσο ως προς τον οικολογικό χαρακτήρα των βιοτόπων του (συλλέχθηκε όχι μόνο σε φυσικούς οικοτόπους, αλλά και σε οικοτόπους με έντονη ανθρωπογενή επίδραση) όσο και ως προς την οριζόντια (εξαπλώνεται μέχρι το νοτιοανατολικότερο άκρο της Κύπρου, το Παραλίμνι, μια περιοχή για την οποία δεν υπήρχαν στοιχεία έως τώρα) και κατακόρυφη εξάπλωσή του (εξαπλώνεται σε υψόμετρο από 44 m (Παραλίμνι, κοιλάδα Μεσαορίας) μέχρι 1015 m (Κάτω Πλάτρες, Όρος Τρόοδος).
Η ανάλυση της αλληλουχίας ενός τμήματος της D-loop περιοχής του mtDNA αποκάλυψε ότι η ενδοπληθυσμιακή ποικιλότητα των κυπριακών πληθυσμών του είδους Mus musculus domesticus είναι πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με τις αντίστοιχες τιμές ελληνικών πληθυσμών του ίδιου είδους. Σε αρκετές περιπτώσεις, και για τα δύο είδη του γένους Mus, η ενδοπληθυσμιακή ποικιλότητα ήταν μεγαλύτερη της διαπληθυσμιακής. Το χαμηλό ποσοστό διαπληθυσμιακής ποικιλότητας υποδηλώνει ότι οι μελετηθέντες πληθυσμοί διαφέρουν πολύ λίγο σε γενετικό επίπεδο, αφού φαίνεται να υπάρχει γενετική ροή μέσω ενεργητικής μετανάστευσης ή παθητικής μεταφοράς ατόμων. Η νουκλεοτιδική και απλοτυπική ποικιλότητα έλαβαν τιμές από τις μεγαλύτερες που έχουν αναφερθεί σε παρόμοιες μελέτες. Η ύπαρξη προγονικών πολυμορφισμών σε συνδυασμό με τη δράση της γενετικής εκτροπής ευθύνονται για τα υψηλά επίπεδα πολυμορφισμού που εμφανίζουν οι κυπριακοί πληθυσμοί των δύο ειδών Mus, συγκρινόμενοι με άλλους πληθυσμούς της υπόλοιπης περιοχής εξάπλωσής τους.
Η εφαρμογή της γεωμετρικής μορφομετρικής ανάλυσης και της ανάλυσης περιγράμματος που αφορούν αντίστοιχα στα κρανιακά και οδοντικά χαρακτηριστικά των ειδών της παρούσας εργασίας, αποκαλύπτει τη σαφή διάκριση των ειδών Mus cypriacus και Mus musculus domesticus, τα οποία διαχωρίζονται πλήρως ως προς τους χαρακτήρες που χρησιμοποιήθηκαν ως μορφομετρικοί δείκτες (ραχιαία και κοιλιακή κρανιακή επιφάνεια και περίγραμμα πρώτου άνω γομφίου, Μ1).
|