Περίληψη: | Οι θεωρούμενες διαφορές ανάμεσα στα φύλα, οι οποίες είχαν την αφετηρία τους στις
βιολογικές διαφορές ανδρών και γυναικών αλλά και στις σχετιζόμενες με αυτές
αναπαραστάσεις, υπήρξαν από παλιά μία προβληματική θεωρητικού στοχασμού αλλά και
ερευνητικής δραστηριότητας (Bradley, 1999, Delphy, 1993, Ferree, 1990, McDowell,
1999, Moore, 1986, Moore, 1988, Parsons, 1949, Parsons, 1954, Parsons & Bales, 1955,
Parsons, & Neil, 1956).
Οι πρώτες θεωρίες που αναπτύχθηκαν, εστιάστηκαν κυρίως στα αυθαίρετα
ψυχοκοινωνικά χαρακτηριστικά που αποδίδονταν στα δύο φύλα, τα οποία κάποιοι έβλεπαν
ότι συνέβαλλαν στη συνοχή και αναπαραγωγή της οικογένειας και κατ’επέκτασιν του
ευρύτερου κονωνικού σχηματισμού (Mead, 1935, Parsons, 1949, Parsons, 1954), χωρίς να
ενδιαφέρονται για ζητήματα επαγγελματικής φύσης όσον αφορά στα δύο φύλα, αφού οι
γυναίκες ούτως ή άλλως ευρίσκονταν εκτός εργασιακής δομής.
Με την εκβιομηχάνιση των πόλεων, τη συγκέντρωση αυξημένου πληθυσμού στις πόλεις
(αστυφιλία) και τη μετανάστευση στις εκβιομηχανοποιμένες χώρες/πόλεις, δημιουργήθηκε
η ανάγκη για γεφύρωση του χάσματος ανάμεσα στην εκπαίδευση και την εργασία, υπό την
έννοια της παροχής βοήθειας από πλευράς της κοινωνίας στα άτομα να διαλέξουν την
εργασία τους ή κατ’άλλους να καταμερίσει την εργασία στα άτομα, με κριτήρια την
κοινωνική τους τάξη ( Brewer, 1942, Cremin, 1964, όπως αναφέρει ο Herr, (2001).
Μέσα από τις συνθήκες αυτές, στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα
γεννήθηκε η Επαγγελματική Καθοδήγηση (Vocational Guidance), το περιεχόμενο της
οποίας συνίστατο, από την εποχή του Parsons (Parsons,1909), στην παροχή βοήθειας
στους ανθρώπους να διαλέξουν ένα επάγγελμα, να προετοιμαστούν γι’αυτό και να
εξελιχθούν μέσα σε αυτό.
Όπως αναφέρεται σε άρθρο του Herr, (2001), "η προσέγγιση αυτή αμφισβητήθηκε το
1950 από τον Hoppock (Hoppock, 1950) και το Super (Super, 1951), οι οποίοι
επικεντρώθηκαν όχι στην προβληματική της επιλογής επαγγέλματος αλλά στη διαδικασία
της επαγγελματικής ανάπτυξης, κατά την οποία η αυτογνωσία και η αυτοαποδοχή
αναδεικνύονται βασικά στοιχεία". Στο ίδιο άρθρο αναφέρεται ότι όπως γράφει ο Super
(Super, 1951), "η νέα αντίληψη αποτελεί τη διαδικασία του να βοηθήσεις ένα άτομο να
αναπτύξει και να αποδεκτεί μία ενοποιημένη και ικανοποιητική εικόνα για τον εαυτό του
και το ρόλο του στον κόσμο της εργασίας, καθώς επίσης και να ελέγξει αυτή την αντίληψη για την πραγματικότητα και να την μετατρέψει σε μία πραγματικότητα προς ικανοποίηση
του εαυτού και της κοινωνίας" (p. 89) (μετάφραση του ερευνητή).
Με το πέρασμα από την Επαγγελματική Καθοδήγηση (Vocational Guidance) στην
Επαγγελματική Ανάπτυξη και Συμβουλευτική (Career Development and Counseling), στα
χρόνια που ακολούθησαν, άρχισε ένας θεωρητικός και ερευνητικός προβληματισμός στα
πλαίσια της νέας αντίληψης που αφορούσε στην επαγγελματική ανάπτυξη των ατόμων,
λαμβανομένων πλέον υπ’όψη και παραγόντων που μέχρι τότε αγνοούνταν. Παρ’όλα αυτά
οι νέες προσπάθειες αφορούσαν κυρίως στον ανδρικό πληθυσμό, ο οποίος ευρισκόταν
στην αγορά εργασίας. Με την ιδεολογική φεμινιστική επανάσταση, στο τέλος της
δεκαετίας του 1970 και τις κοινωνικές και πολιτιστικές μετατοπίσεις που την
ακολούθησαν, οι γυναίκες άρχισαν να μπαίνουν στην αγορά εργασίας, με αποτέλεσμα
πολλές έρευνες να ασχοληθούν με τις διαδικασίες επαγγελματικής ανάπτυξης των
γυναικών (Erwin & Stewart, 1997, Francis, 2002, Frieze and Frost, 1991, Kelly, 1989,
Lueptow, 1980, Marini, 1978, Ferree, 1990, Herzog, 1982, Rainey & Borders, 1997, Shu &
Marini 1998, Trinklin et al. 2005)
Οι επαγγελματικές φιλοδοξίες των γυναικών αποτέλεσαν προοδευτικά μείζονα
ερευνητική θεματική, η οποία αρχικά στράφηκε προς την κατεύθυνση της προτίμησης των
γυναικών για είσοδο σε παραδοσιακά "ανδρικά" και "γυναικεία" επαγγέλματα, αργότερα
όμως συσχετίστηκε με τον προσανατολισμό τους και σε άλλους ρόλους ζωής και κυρίως
στους οικογενειακούς ρόλους. Οι φεμινίστριες από την πλευρά τους αμφισβήτησαν
θεωρίες που αναφέρονταν αποκλειστικά στην επαγγελματική συμπεριφορά των ανδρών
και άρχισαν να επεξεργάζονται εναλλακτικά ψυχολογικά μορφώματα, με κύριο αυτό του
κοινωνικού φύλου (gender), με το οποίο αναγνωρίζεται η κοινωνική "κατασκευή" των
φύλων ως νοημάτων, διαμέσου των οποίων αναπαράγεται η κυριαρχία των ανδρών έναντι
των γυναικών .
Μια πιο πρόσφατη προσέγγιση στα ζητήματα των careers, αυτή που πηγάζει από τη
θεωρία της κονωνικής κατασκευής (κοινωνικός κονστρουξιονισμός, social
constructionism) αντιμετωπίζει τη σταδιοδρομία (career) ως κάτι που συνοικοδομείται από
το ίδιο το άτομο σε αλληλεπίδραση με το πολιτισμικό συγκείμενο στο οποίο ζεί ("joint
action"), Young,Vallach and Collin, 2002. Η σταδιοδρομία του κάθε ατόμου
νοηματοδοτείται κατά ορισμένο τρόπο και η κατανόηση του προϋποθέτει την κατανόηση
αυτού του νοήματος.
|