Περίληψη: | Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της εξωκυττάριας συγκέντρωσης και του βαθμού διεισδυτικότητας των νεότερων μακρολίδων στο υγρό περιεχόμενο του ιγμορείου άντρου, εντός των πρώτων 24 ωρών από την χορήγηση σε ασθενείς με οξεία παραρρινοκολπίτιδα, χρησιμοποιώντας ως μοντέλα την κλαριθρομυκίνη και αζιθρομυκίνη.
Σε 36 ασθενείς με οξεία ιγμορίτιδα συλλέχθηκαν δείγματα υγρού από το ιγμόρειο άντρο και ορού αίματος 2,4,6,8 και 12 ώρες ή 2,6,12 και 24 ώρες μετά την χορήγηση τριών δόσεων ρ.ο. κλαριθρομυκίνης 500 mg δις ημερησίως ή δύο δόσεων ρ.ο. αζιθρομυκίνης 500 mg άπαξ ημερησίως αντίστοιχα. Οι συγκεντρώσεις των φαρμάκων στα δυο βιολογικά υγρά προσδιορίσθηκαν με την υγρή χρωματογραφία υψηλής απόδοσης με φθοριομετρική ανίχνευση, ενώ επίσης εκτιμήθηκε το pH σε όλα τα δείγματα υγρού παραρρίνιων.
Η μέση συγκέντρωση κλαριθρομυκίνης στο υγρό παραρρίνιων κόλπων ήταν σημαντικά υψηλότερη από την αντίστοιχη της αζιθρομυκίνης (2,47 mg/l έναντι 0,65 mg/l), ενώ ο μέσος βαθμός διεισδυτικότητας στο υγρό του ιγμόρειου άντρου,εκφρασμένος ως η αναλογία των συγκεντρώσεων φαρμάκου στον ιστό και στον ορό αίματος, ήταν παρόμοια για τα δύο αντιβιοτικά (115 % και 120% αντίστοιχα).
Σε ασθενείς με οξεία παραρρινοκολπίτιδα, η κλαριθρομυκίνη και η αζιθρομυκίνη παρουσιάζουν επαρκή διεισδυτικότητα στο υγρό του ιγμόρειου άντρου για την εκρίζωση στελεχών streptococcus pneumoniae ευαίσθητων στην ερυθρομυκίνη. Με βάση τις συγκρίσιμες δραστικότητες τους in vitro, την επίδραση του pH του υγρού του ιγμόρειου άντρου και το προφίλ διεισδυτικότητας στο συγκεκριμένο υγρό, συμπεραίνουμε ότι ανάμεσα στα ευαίσθητα στην ερυθρομυκίνη στελέχη streptococcus pneumoniae, η κλαριθρομυκίνη θα πλεονεκτούσε σε σχέση με την αζιθρομυκίνη στην εκρίζωση των στελεχών χαμηλής αντίστασης.
|