Διαχείριση της φυματίωσης στην πρωτοβάθμια περίθαλψη

Η φυματίωση είναι λοιμώδης νόσος μεταδιδόμενη αερογενώς και προκαλούμενη από βακτήρια τα οποία ανήκουν στην ομάδα των Μυκοβακτηριδίων και ιδιαίτερα στο σύμπλοκο της φυματιώσεως (Mycobacterium tuberculosis complex). Τα τελευταία χρόνια αποτελεί ένα επιδεινούμενο πρόβλημα δημόσιας υγείας ανά την υφήλι...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Τσίρος, Γεώργιος
Άλλοι συγγραφείς: Χρυσανθόπουλος, Κωνσταντίνος
Μορφή: Thesis
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2011
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/4212
Περιγραφή
Περίληψη:Η φυματίωση είναι λοιμώδης νόσος μεταδιδόμενη αερογενώς και προκαλούμενη από βακτήρια τα οποία ανήκουν στην ομάδα των Μυκοβακτηριδίων και ιδιαίτερα στο σύμπλοκο της φυματιώσεως (Mycobacterium tuberculosis complex). Τα τελευταία χρόνια αποτελεί ένα επιδεινούμενο πρόβλημα δημόσιας υγείας ανά την υφήλιο, με επίπτωση παγκοσμίως για το 2007 139/100.000 πληθυσμό, ενώ για την Ευρώπη 54/100.000 και για την Ελλάδα 5,9/100.000 πληθυσμό. Η σωστή καταγραφή των κρουσμάτων, συμβάλλει στην πραγματική αποτύπωση του μεγέθους του προβλήματος και των χαρακτηριστικών της νόσου και θα οδηγήσει σε αποτελεσματικές θεραπευτικές παρεμβάσεις, ώστε να επιτευχθούν και στη χώρα μας οι στόχοι που έχει θέσει η ΠΟΥ, δηλαδή ο περιορισμός κατά το ήμισυ της νοσηρότητας και των θανάτων από φυματίωση έως το 1015, συγκριτικά με το 1990 και η εκρίζωση της νόσου έως το 2050. Στην παρούσα μελέτη έγιναν αρχικά δύο επιδημιολογικές έρευνες που αφορούσαν: α) την επιδημιολογία της φυματίωσης στη Δυτική Ελλάδα και την αξιολόγηση της πληρότητας των υποχρεωτικών δηλώσεων (2000-2003) καθώς και β) την εκτίμηση του δείκτη διαμόλυνσης σε μαθητικό πληθυσμό του Νομού Ηλείας (1994-2000). Σκοπός μας ήταν να περιγραφεί και να αναλυθεί η επιδημιολογία της φυματίωσης στη Δυτική Ελλάδα (Νομοί Ηλείας, Αχαΐας, Αιτωλοακαρνανίας), ώστε να εξετασθεί η επάρκεια ολόκληρου του συστήματος επιτήρησης και ελέγχου για τη δηλωτέα αυτή νόσο στο ΚΕΕΛΠΝΟ, καθώς και να αξιολογηθεί η εξέλιξη του δείκτη διαμόλυνσης της φυματίωσης στο νομό Ηλείας, στα πλαίσια πρόληψης της νόσου. Για τον λόγο αυτό, χρησιμοποιήθηκαν επίσημα στοιχεία από την ΠΟΥ, το ΚΕΕΛΠΝΟ, τις Νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις, αλλά και αρχεία των νοσοκομείων ENΝΘΔΕ, του ΠΓΝ Πατρών, καθώς και του Κέντρου Υγείας Γαστούνης. Εν συνεχεία, μελετήθηκε η εφαρμογή της Άμεσα Επιτηρούμενης Θεραπείας (DOTS) σε 13 νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς με φυματίωση, συγκριτικά με την έκβαση 41 πρώην διαγνωσθέντων ασθενών (μάρτυρες) χωρίς ΑΕΘ, αλλά με την έως τώρα συντηρητική αντιμετώπιση, όλοι κάτοικοι του Νομού Ηλείας. Για την ολοκλήρωση της μελέτης υπήρξε συνεργασία του Πνευμονολογικού Ιατρείου του Γ.Ν. Πύργου με τον ειδικά εκπαιδευμένο Γενικό/Οικογενειακό Ιατρό, ο οποίος πραγματοποιούσε τις κατ΄ οίκον επισκέψεις και προσωπικές συνεντεύξεις στους νέους ασθενείς, στους μάρτυρες αλλά και στα μέλη των οικογένειών τους. Για την στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων μας, χρησιμοποιήθηκε το πρόγραμμα SPSS (11,0 – 15,0). Από επιδημιολογικές μελέτες προκύπτει ότι οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρουσιάζουν μια σταθερή μείωση του μέσου όρου επίπτωσης της φυματίωσης το διάστημα 1986-2006, με την Ελλάδα να έχει τις μικρότερες τιμές (4,7/100.000 το 2001 και 6/100.000 το 2007). Με βάση όμως «ενδεικτικές» επιδημιολογικές μελέτες-έρευνες της φυματίωσης στον Ελλαδικό χώρο σε αντίστοιχα διαστήματα, προκύπτει διακύμανση της επίπτωσης από 16 – 73/100.000. Αναφορικά με την έρευνά μας στη Δυτική Ελλάδα, η μέση ετήσια επίπτωση βρέθηκε να είναι 5,4 ανά 100.000 άτομα (4 Αχαΐα, 6 Αιτωλοακαρνανία, 7,2 Ηλεία), ενώ τα επίσημα στοιχεία από το ΚΕΕΛΠΝΟ παρουσιάζουν μόνο 3,8 κρούσματα ανά 100.000 πληθυσμό. Στην μελέτη μυκοβακτηριδιακής διαμόλυνσης για τον μαθητικό πληθυσμό του νομού Ηλείας, συγκρίνοντας τις δύο τριετίες 1994-1996 και 1998-2000, ο Μ.Ο. εξάπλωσης του ΔΜΔ για τους μαθητές του Δημοτικού μειώθηκε από 0,7% σε 0,16%, ενώ στους μαθητές του Γυμνασίου παρατηρήθηκε μια μικρή πτώση, από 2,51% σε 2,41%. Σε επίπεδο γειτονικών νομών (αλλά και αναπτυγμένων χωρών), ο μέσος φυματινικός δείκτης είναι <1%, ενώ ως εκρίζωση κατά την Π.Ο.Υ. νοείται ο περιορισμός του Δ.Δ.<0,1%. Με βάση τις διεθνείς οδηγίες, η θεραπευτική αντιφυματική αγωγή αποτελείται από INH, RIF, PZA και EMB για 2 μήνες και για τους επόμενους 4 μήνες χορηγούνται μόνο INH και RIF. Κατόπιν αξιολόγησης των αποτελεσμάτων της προοπτικής μας μελέτης υπό το πρόγραμμα DOTS, προκύπτει ότι τα ποσοστά επιτυχούς θεραπείας ήταν 84,6% (προσεγγίζοντας το κατώτερο 85% που έχει θέσει ο WHO), εκ των οποίων 69,2% είχαν αρνητικά πτύελα στο τέλος της θεραπείας και 15,4% ολοκλήρωσαν την θεραπεία χωρίς μικροβιολογική εξέταση πτυέλων (2 αθίγγανοι που δε συνεργάστηκαν). Αξίζει να σημειωθεί, ότι ένας ασθενής απεβίωσε και ένας εξαφανίστηκε, λόγω αλλαγής πόλης στην οποία εργαζόταν. Αντίθετα, για τους μάρτυρες μόνο το 75,6% επιβεβαιώνουν αποτελεσματικότητα της θεραπείας, το 49% έλαβε 9μηνη αντιφυματική αγωγή και το 36% 12μηνη. Η σημαντικότητα της κατ’ οίκον επιτηρούμενης θεραπείας, πέραν της επιτυχούς θεραπείας των ασθενών, παρουσιάζει οφέλη και για τα μέλη. Πριν την κατ’ οίκον επίσκεψη δεν είχε γίνει η διενέργεια Mantoux στο 43,3%, από τα μέλη των ασθενών, στους οποίους και έγινε κατά την επίσκεψη στις οικίες τους από το Γενικό Ιατρό. Αντίθετα, το ήμισυ από τα μέλη των οικογενειών των μαρτύρων, κατά την διάγνωση του ασθενούς τους, δεν προσήλθαν στο νοσοκομείο για διενέργεια Mantoux. Μετά τις επισκέψεις στις οικίες από τον Γενικό Ιατρό, τηρήθηκε απόλυτα η εφαρμογή των μέτρων πρόληψης και συνθηκών διαβίωσης (αερισμός, φωτεινότητα, καθαριότητα, συγχρωτισμός, κ.τ.λ.) στα μέλη των ασθενών. Στα δε μέλη των μαρτύρων ούτε εκεί εφαρμόζονταν σωστά (92,3%) μέτρα πρόληψης – προφύλαξης και αυτό συνέβη καθ’ όλη την διάρκεια θεραπείας του ασθενούς. Σχετικά με τη νοσηρότητα των μελών, από τους 30 συγγενείς – μέλη των ασθενών, οι 4 (13,3%) χρειάστηκαν χημειοπροφύλαξη, ενώ από τους 111 συγγενείς – μέλη των μαρτύρων, οι 14 (12,6%) χρειάστηκαν χημειοπροφύλαξη και οι 7 (6,3%) νόσησαν και έλαβαν θεραπεία. Συμπερασματικά, η σωστή αντιμετώπιση του προβλήματος δεν έγκειται μόνο στην έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία, αλλά και στην αξιόπιστη καταγραφή των κρουσμάτων που θα μας ευαισθητοποιήσουν στο να αντιληφθούμε την πραγματικά ανησυχητική διάσταση του προβλήματος και να χρησιμοποιήσουμε αποτελεσματικότερους τρόπους πρόληψης και αντιμετώπισης. Για την πληρέστερη δήλωση των κρουσμάτων, θα πρέπει να υπάρχει ευαισθητοποίηση και ένα εύκολο και προσιτό δίκτυο επικοινωνίας μεταξύ του ΚΕΕΛΠΝΟ, των Νοσοκομειακών αλλά και των ιδιωτών ιατρών, των Κ.Υ. αλλά και των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, προκειμένου να κατανοηθεί επακριβώς ο τρόπος καταγραφής και αποστολής των στοιχείων, κατόπιν διάγνωσης των κρουσμάτων. Η άμεσα επιτηρούμενη θεραπεία, στοχεύει όχι μόνο στη σωστή παρακολούθηση και ίαση των ασθενών με φυματίωση, αλλά και στην εκπαίδευση των μελών των οικογενειών τους σε θέματα πρόληψης και βελτίωσης των επιβαρυντικών παραγόντων διαβίωσης, μειώνοντας σημαντικά τη νοσηρότητα του πληθυσμού.