Οικολογική αξιολόγηση και περιβαλλοντικές επιπτώσεις έργων υποδομής στη λεκάνη απορροής του ποταμού Αλφειού

Η υποβάθμιση της ποιότητας των υδάτων στην Ευρώπη οδήγησε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην έκδοση της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ, σύμφωνα με την οποία τα επιφανειακά ύδατα πρέπει να βρίσκονται σε μια «κατάσταση που χαρακτηρίζεται καλή, τόσο από οικολογική όσο και από χημική άποψη». Στην κατεύθυνση αυτή επικεντ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Ανδρουτσοπούλου, Αγγελική
Άλλοι συγγραφείς: Γιαννόπουλος, Παναγιώτης
Μορφή: Thesis
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2011
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://hdl.handle.net/10889/4287
id nemertes-10889-4287
record_format dspace
institution UPatras
collection Nemertes
language Greek
topic Οικολογική αξιολόγηση
Τεχνικά έργα
577.642 7
Ecological evaluation
Infrastructure works
Qualitat del Bosc de Ribera (QBR)
River habitat survey (RHS)
spellingShingle Οικολογική αξιολόγηση
Τεχνικά έργα
577.642 7
Ecological evaluation
Infrastructure works
Qualitat del Bosc de Ribera (QBR)
River habitat survey (RHS)
Ανδρουτσοπούλου, Αγγελική
Οικολογική αξιολόγηση και περιβαλλοντικές επιπτώσεις έργων υποδομής στη λεκάνη απορροής του ποταμού Αλφειού
description Η υποβάθμιση της ποιότητας των υδάτων στην Ευρώπη οδήγησε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην έκδοση της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ, σύμφωνα με την οποία τα επιφανειακά ύδατα πρέπει να βρίσκονται σε μια «κατάσταση που χαρακτηρίζεται καλή, τόσο από οικολογική όσο και από χημική άποψη». Στην κατεύθυνση αυτή επικεντρώθηκε και η παρούσα μελέτη για την υδρολογική λεκάνη του ποταμού Αλφειού, σε μια προσπάθεια εκτίμησης της περιβαλλοντικής του κατάστασης σε όλο του το μήκος, αλλά και προσδιορισμού των απαραίτητων δράσεων για την ολοκληρωμένη διαχείρισή του. Ο Αλφειός είναι ο μεγαλύτερος σε μήκος (112 km) και παροχή (ετήσιο δυναμικό 2100×106 m3 ύδατος) ποταμός της Πελοποννήσου και βρίσκεται στην πέμπτη θέση των μεγαλύτερων σε μήκος ποταμών που έχουν το σύνολο της ροής τους εντός του ελληνικού εδάφους. Η λεκάνη απορροής του, έκτασης 3.600 km2, βρίσκεται στη Δυτική και Κεντρική Πελοπόννησο. Οι κυριότεροι παραπόταμοί του είναι ο Ερύμανθος, ο Λούσιος και ο Λάδωνας. Στόχος της συγκεκριμένης ερευνητικής εργασίας είναι η εκτίμηση της ποιότητας και του βαθμού τροποποίησης των ποτάμιων ενδιαιτημάτων του Αλφειού και των παραποτάμων του από ανθρώπινες δραστηριότητες. Σε πρώτη φάση, η προσέγγιση της περιγραφής της δομής των ρεμάτων και ποταμών και της αναγνώρισης των ενδιαιτημάτων τους, έγινε με τη βοήθεια της αναγνωρισμένης μεθόδου RHS (River Habitat Survey). Ταυτόχρονα εφαρμόστηκε η μέθοδος QBR (Qualitat del Bosc de Ribera), ώστε να επιτευχθεί μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της οικολογικής ποιότητας των υπό μελέτη περιοχών. Στη συνέχεια, έγινε εκτίμηση των φαινομένων διάβρωσης/απόθεσης στην κοίτη και τις όχθες, με έμφαση στις περιοχές όπου εντοπίζονται ανθρώπινες παρεμβάσεις και επιχειρήθηκε η σύνδεσής τους με τα αποτελέσματα των προαναφερθέντων μεθόδων. Με την ανάλυση και επεξεργασία των δεδομένων εντοπίσθηκαν: οι πιέσεις που δέχονται οι ποταμοί, η ποιότητα της δομής και ο βαθμός τροποποίησης των ενδιαιτημάτων τους, οι σημαντικότερες περιοχές ως προς την οικολογική ποιότητα των ποταμών, καθώς και πιθανές περιοχές προς αποκατάσταση. Τα αποτελέσματα του RHS αναφορικά με την ποιότητα των ενδιαιτημάτων και ειδικότερα με τη σπανιότητα των χαρακτηριστικών, έδειξαν ότι στα εξετασθέντα υδάτινα σώματα δεν είχαμε συχνές τεχνικές παρεμβάσεις στην ενεργό κοίτη, με εξαίρεση τα φράγματα στις περιοχές Φλόκα και Λάμπεια. Σύμφωνα με τη βαθμολογία που προέκυψε από την επεξεργασία του πρωτόκολλου QBR, επιβεβαιώνεται ότι, η ποιότητα και το εύρος της παραποτάμιας ζώνης εξαρτάται περισσότερο από την παρουσία ή μη ανθρώπινων παρεμβάσεων, παρά από τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της περιοχής. Γενικότερα, τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν πως η διακύμανση της υδρομορφολογικής κατάστασης είναι ανάλογη των πιέσεων που δέχονται οι ποταμοί, στις επιμέρους παραμέτρους (όχθες, παρόχθια ενδιαιτήματα κ.λπ.). Ως προς τα φαινόμενα απόθεσης και διάβρωσης στο μέσο και κάτω ρου του Αλφειού, σύμφωνα με τα δεδομένα του Corine, μέσα σε μια δεκαετία μειώθηκε το εύρος της κοίτης του ποταμού κατά 730 km2, δηλαδή κατά 7,2%. Πρόκειται για το τμήμα του ποταμού που δέχεται τις περισσότερες ανθρώπινες επιδράσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν εκτός από εκτεταμένες καλλιέργειες, πολλά τεχνικά έργα και σημεία αμμοχαλικοληψίας. Αντίστοιχο αποτέλεσμα προέκυψε και μετά την ανάλυση των αλλαγών του πλάτους της ενεργού κοίτης, από την περίοδο 1965-1967 έως την περίοδο 2007-2009, χρησιμοποιώντας τους τοπογραφικούς χάρτες της Γ.Υ.Σ. και τους ψηφιακούς χάρτες της ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε. αντίστοιχα. Συγκεκριμένα, μέσα σε περίπου 40 χρόνια, κατά μέσο όρο το πλάτος της ενεργού κοίτης στο μέσο και κάτω ρου του Αλφειού μειώθηκε κατά 27 m (28%). Συμπερασματικά, θα μπορούσε κανείς να πει ότι, αν και οι ανθρώπινες δραστηριότητες (εντατικές καλλιέργιες, τεχνικά έργα, αμμοχαλικοληψίες κ.λ.π) που έχουν αναπτυχθεί κατά μήκος του ποταμού και των παραπόταμών του έχουν οδηγήσει στην υποβάθμιση των παρόχθιων οικοσυστημάτων, μερικές σχεδόν απρόσβλητες περιοχές υπάρχουν ακόμα. Επομένως, ελπίζουμε ότι η οικολογική αξιολόγηση του ποταμού Αλφειού θα είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για την ολοκληρωμένη διαχείριση της λεκάνης απορροής του ποταμού.
author2 Γιαννόπουλος, Παναγιώτης
author_facet Γιαννόπουλος, Παναγιώτης
Ανδρουτσοπούλου, Αγγελική
format Thesis
author Ανδρουτσοπούλου, Αγγελική
author_sort Ανδρουτσοπούλου, Αγγελική
title Οικολογική αξιολόγηση και περιβαλλοντικές επιπτώσεις έργων υποδομής στη λεκάνη απορροής του ποταμού Αλφειού
title_short Οικολογική αξιολόγηση και περιβαλλοντικές επιπτώσεις έργων υποδομής στη λεκάνη απορροής του ποταμού Αλφειού
title_full Οικολογική αξιολόγηση και περιβαλλοντικές επιπτώσεις έργων υποδομής στη λεκάνη απορροής του ποταμού Αλφειού
title_fullStr Οικολογική αξιολόγηση και περιβαλλοντικές επιπτώσεις έργων υποδομής στη λεκάνη απορροής του ποταμού Αλφειού
title_full_unstemmed Οικολογική αξιολόγηση και περιβαλλοντικές επιπτώσεις έργων υποδομής στη λεκάνη απορροής του ποταμού Αλφειού
title_sort οικολογική αξιολόγηση και περιβαλλοντικές επιπτώσεις έργων υποδομής στη λεκάνη απορροής του ποταμού αλφειού
publishDate 2011
url https://hdl.handle.net/10889/4287
work_keys_str_mv AT androutsopoulouangelikē oikologikēaxiologēsēkaiperiballontikesepiptōseisergōnypodomēsstēlekanēaporroēstoupotamoualpheiou
AT androutsopoulouangelikē environmentalimpactsofinfrastructureworksandactivitiesandecologicalevaluationofthealfeiosriverbasin
_version_ 1799945012779155456
spelling nemertes-10889-42872022-09-06T05:13:25Z Οικολογική αξιολόγηση και περιβαλλοντικές επιπτώσεις έργων υποδομής στη λεκάνη απορροής του ποταμού Αλφειού Environmental impacts of infrastructure works and activities and ecological evaluation of the Alfeios river basin Ανδρουτσοπούλου, Αγγελική Γιαννόπουλος, Παναγιώτης Androutsopoulou, Aggeliki Τηνιακού, Αργυρώ Παπαστεργιάδου, Εύα Γιαννόπουλος, Παναγιώτης Οικολογική αξιολόγηση Τεχνικά έργα 577.642 7 Ecological evaluation Infrastructure works Qualitat del Bosc de Ribera (QBR) River habitat survey (RHS) Η υποβάθμιση της ποιότητας των υδάτων στην Ευρώπη οδήγησε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην έκδοση της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ, σύμφωνα με την οποία τα επιφανειακά ύδατα πρέπει να βρίσκονται σε μια «κατάσταση που χαρακτηρίζεται καλή, τόσο από οικολογική όσο και από χημική άποψη». Στην κατεύθυνση αυτή επικεντρώθηκε και η παρούσα μελέτη για την υδρολογική λεκάνη του ποταμού Αλφειού, σε μια προσπάθεια εκτίμησης της περιβαλλοντικής του κατάστασης σε όλο του το μήκος, αλλά και προσδιορισμού των απαραίτητων δράσεων για την ολοκληρωμένη διαχείρισή του. Ο Αλφειός είναι ο μεγαλύτερος σε μήκος (112 km) και παροχή (ετήσιο δυναμικό 2100×106 m3 ύδατος) ποταμός της Πελοποννήσου και βρίσκεται στην πέμπτη θέση των μεγαλύτερων σε μήκος ποταμών που έχουν το σύνολο της ροής τους εντός του ελληνικού εδάφους. Η λεκάνη απορροής του, έκτασης 3.600 km2, βρίσκεται στη Δυτική και Κεντρική Πελοπόννησο. Οι κυριότεροι παραπόταμοί του είναι ο Ερύμανθος, ο Λούσιος και ο Λάδωνας. Στόχος της συγκεκριμένης ερευνητικής εργασίας είναι η εκτίμηση της ποιότητας και του βαθμού τροποποίησης των ποτάμιων ενδιαιτημάτων του Αλφειού και των παραποτάμων του από ανθρώπινες δραστηριότητες. Σε πρώτη φάση, η προσέγγιση της περιγραφής της δομής των ρεμάτων και ποταμών και της αναγνώρισης των ενδιαιτημάτων τους, έγινε με τη βοήθεια της αναγνωρισμένης μεθόδου RHS (River Habitat Survey). Ταυτόχρονα εφαρμόστηκε η μέθοδος QBR (Qualitat del Bosc de Ribera), ώστε να επιτευχθεί μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της οικολογικής ποιότητας των υπό μελέτη περιοχών. Στη συνέχεια, έγινε εκτίμηση των φαινομένων διάβρωσης/απόθεσης στην κοίτη και τις όχθες, με έμφαση στις περιοχές όπου εντοπίζονται ανθρώπινες παρεμβάσεις και επιχειρήθηκε η σύνδεσής τους με τα αποτελέσματα των προαναφερθέντων μεθόδων. Με την ανάλυση και επεξεργασία των δεδομένων εντοπίσθηκαν: οι πιέσεις που δέχονται οι ποταμοί, η ποιότητα της δομής και ο βαθμός τροποποίησης των ενδιαιτημάτων τους, οι σημαντικότερες περιοχές ως προς την οικολογική ποιότητα των ποταμών, καθώς και πιθανές περιοχές προς αποκατάσταση. Τα αποτελέσματα του RHS αναφορικά με την ποιότητα των ενδιαιτημάτων και ειδικότερα με τη σπανιότητα των χαρακτηριστικών, έδειξαν ότι στα εξετασθέντα υδάτινα σώματα δεν είχαμε συχνές τεχνικές παρεμβάσεις στην ενεργό κοίτη, με εξαίρεση τα φράγματα στις περιοχές Φλόκα και Λάμπεια. Σύμφωνα με τη βαθμολογία που προέκυψε από την επεξεργασία του πρωτόκολλου QBR, επιβεβαιώνεται ότι, η ποιότητα και το εύρος της παραποτάμιας ζώνης εξαρτάται περισσότερο από την παρουσία ή μη ανθρώπινων παρεμβάσεων, παρά από τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της περιοχής. Γενικότερα, τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν πως η διακύμανση της υδρομορφολογικής κατάστασης είναι ανάλογη των πιέσεων που δέχονται οι ποταμοί, στις επιμέρους παραμέτρους (όχθες, παρόχθια ενδιαιτήματα κ.λπ.). Ως προς τα φαινόμενα απόθεσης και διάβρωσης στο μέσο και κάτω ρου του Αλφειού, σύμφωνα με τα δεδομένα του Corine, μέσα σε μια δεκαετία μειώθηκε το εύρος της κοίτης του ποταμού κατά 730 km2, δηλαδή κατά 7,2%. Πρόκειται για το τμήμα του ποταμού που δέχεται τις περισσότερες ανθρώπινες επιδράσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν εκτός από εκτεταμένες καλλιέργειες, πολλά τεχνικά έργα και σημεία αμμοχαλικοληψίας. Αντίστοιχο αποτέλεσμα προέκυψε και μετά την ανάλυση των αλλαγών του πλάτους της ενεργού κοίτης, από την περίοδο 1965-1967 έως την περίοδο 2007-2009, χρησιμοποιώντας τους τοπογραφικούς χάρτες της Γ.Υ.Σ. και τους ψηφιακούς χάρτες της ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε. αντίστοιχα. Συγκεκριμένα, μέσα σε περίπου 40 χρόνια, κατά μέσο όρο το πλάτος της ενεργού κοίτης στο μέσο και κάτω ρου του Αλφειού μειώθηκε κατά 27 m (28%). Συμπερασματικά, θα μπορούσε κανείς να πει ότι, αν και οι ανθρώπινες δραστηριότητες (εντατικές καλλιέργιες, τεχνικά έργα, αμμοχαλικοληψίες κ.λ.π) που έχουν αναπτυχθεί κατά μήκος του ποταμού και των παραπόταμών του έχουν οδηγήσει στην υποβάθμιση των παρόχθιων οικοσυστημάτων, μερικές σχεδόν απρόσβλητες περιοχές υπάρχουν ακόμα. Επομένως, ελπίζουμε ότι η οικολογική αξιολόγηση του ποταμού Αλφειού θα είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για την ολοκληρωμένη διαχείριση της λεκάνης απορροής του ποταμού. The degradation of the water quality in Europe led the European Parliament to the publication of The Water Framework Directive 2000/60/EC on Water Policy, which requires that physical, chemical and biological parameters of inland waters are measured in order to determine whether ‘high’ or ‘good’ ecological status has been maintained or achieved. In this context, the present study is an effort not only to estimate the ecological status of the Alfeios River basin, but also to determine actions necessary for its integrated management. Alfeios River is the greatest in length (112 km) and flow rate (2100×106m3) river in Peloponnisos and constitutes an important water resource for Western Greece. Alfeios River is also the fifth longest river in Greece among those which have their whole route in the Greek territory. The river basin covers 3600 km2 and extends in Western and Central Peloponnisos. Its main tributaries are the rivers Erymanthos, Lousios and Ladonas. The object of this study is the evaluation of the quality and modification level of Alfeios river habitats, due to human activities. At first, the description of the streams’ and rivers’ structure and the recognition of their habitats was based on the widely used methodology of R.H.S. (River Habitat Survey). Simultaneously, the methodology of QBR (Qualitat del Bosc de Ribera) was applied, in order to obtain a complete view on the ecological status of the study area. After that, we estimated the erosional/depositional phenomena in the watercourse and the banks, emphasising in the sites where human interventions are located and we attempted to connect them with the results of the methods mentioned above. After the data analysis and elaboration we evaluated: the stresses applied on the rivers, the structural quality and the modification degree of the river habitats, the most important areas for their high ecological quality and those which need to be restored. The results of RHS regarding the river habitats’ quality and more specifically the special characteristics showed that, there are not any frequent technical interventions in the river bed, with the exception of the dams in the Floka and Lampeia areas. On the contrary, the pressures sustained by the entire flood plain are frequent and intense. According to the total score of the QBR protocol, it is confirmed that, the quality and the extent of the riparian area depend more on the presence or absence of human activities than on the geomorphological characteristics of the areas. In general, the results of the study demonstrate that the fluctuation of the hydromorphological condition is proportional to the stresses sustained by the rivers in total, by their individual parameters (banks, riparian habitats etc.). According to Corine data, as far as the deposition and erosion phenomena in medium and lower watercourse of Alfeios are concerned, in one decade the width of the river’s watercourse decreased by 730 km2, or 7,2%. It is the river part that undergoes most of the human activities, including extensive agricultural plains, infrastructure and many sand and gravel extraction sites. Matching results were met after studying the changes of the active riverbed’s width from comparing data of the time periods of 1965-1967 until 2007-2009, obtained from topographic maps of the Army’s Geographic Department and the digital maps of KTIMATOLOGIO AE respectively. According to these results, in roughly 40 years the average width of the active riverbed decreased, in the medium and low watercourse of Alfeios, for 27 m (28%). As a conclusion, it is safe to say that Alfeios River constitutes the main water source of Western and Central Peloponnisos, supporting the neighboring communities. Although human activities such as settlements, agroindustries, pumping or deviation of water for irrigation, infrastructure works (dams, bridges), gravel extraction etc. have been developed along the river and its tributaries for a long time and have led to the degradation of the riparian ecosystems, some almost unaffected regions do still exist. Therefore, we hope that the ecological evaluation of the Alfeios River will be a useful tool for the sustainable management of the whole catchment area. 2011-04-20T09:44:15Z 2011-04-20T09:44:15Z 2010-07-10 2011-04-20T09:44:15Z Thesis https://hdl.handle.net/10889/4287 gr Η ΒΚΠ διαθέτει αντίτυπο της διατριβής σε έντυπη μορφή στο βιβλιοστάσιο διδακτορικών διατριβών που βρίσκεται στο ισόγειο του κτιρίου της. 6 application/pdf