Περίληψη: | Αν και από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 στην χώρα μας, παρατηρήθηκε ένα αξιόλογο “κύμα” εξαγορών και συγχωνεύσεων τόσο από ξένες πολυεθνικές επιχειρήσεις, όσο και από εγχώριες εταιρίες, οι συνέπειες τους στην αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων στόχων κρίνεται ότι δεν έχουν διερευνηθεί επαρκώς. Αποτελεί γεγονός ότι οι περισσότερες έρευνες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα για τις επιπτώσεις των εξαγορών εστιάζουν κυρίως στις αποδόσεις των αγοραστριών εταιρειών, ενώ μόνο μια μικρή μερίδα αυτών των ερευνών εξετάζει και τις επιπτώσεις στις επιχειρήσεις στόχους. Έτσι, η παρούσα εργασία φιλοδοξεί να συνδράμει στην κάλυψη αυτού του «κενού» στην βιβλιογραφία.
Η εργασία χωρίζεται σε δύο μέρη, στο πρώτο μέρος γίνεται μια θεωρητική επισκόπηση του φαινομένου των Ε & Σ. Συγκεκριμένα στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι λόγοι που ωθούν τις επιχειρήσεις στην πραγματοποίηση εξαγορών και συγχωνεύσεων. Αναφέρονται οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζονται στα διάφορα στάδια υλοποίησης της Ε ή Σ καθώς και οι λόγοι που, όπως θα δούμε παρακάτω, το μεγαλύτερο ποσοστό των Ε & Σ οδηγείται σε αποτυχία.
Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται μια σύντομη παρουσίαση της ιστορίας των Ε & Σ στο διεθνές και αλλά και ελληνικό οικονομικό γίγνεσθαι. Αναλύεται το φαινόμενο των «κυμάτων» των Ε & Σ. Στην συνέχεια γίνεται αναφορά των επιπτώσεων της πρόσφατης χρηματοπιστωτικής κρίσης, του 2008, στην διεθνή αλλά και ελληνική αγορά των Ε & Σ. Το κεφάλαιο κλείνει με μια σύντομη παρουσίαση των μελλοντικών προοπτικών για Ε & Σ στην Ελλάδα.
Στο τρίτο κεφάλαιο ασχολούμαστε με την αξιολόγηση της επιτυχίας των Ε & Σ. Γίνεται μια συζήτηση με βάση αποτελέσματα παλιότερων εμπειρικών ερευνών και αξιολογείται ο ρόλος των διευθυντικών στελεχών στο καθορισμό της επιτυχίας της εξαγοράς ή της συγχώνευσης. Στην συνέχεια παρουσιάζονται οι δύο σημαντικότερες μέθοδοι υπολογισμού των επιπτώσεων των Ε & Σ. Η πρώτη μέθοδος είναι αυτή των έκτακτων/μη κανονικών αποδόσεων (abnormal returns) που καλείται να μετρήσει τις χρηματοοικονομικές επιπτώσεις οι οποίες οφείλονται στην ανακοίνωση της επικείμενης Ε ή Σ. Υπολογίζει τις έκτακτες χρηματιστηριακές αποδόσεις των μετοχών των εμπλεκόμενων στην Ε ή Σ επιχειρήσεων για ένα βραχυχρόνιο διάστημα μετά την εξαγορά. Η δεύτερη, είναι η μέθοδος αξιολόγησης λειτουργικής απόδοσης βάσει λογιστικών στοιχείων (Αccounting based operational performance evaluation), επιχειρεί να υπολογίσει τις, πιο μακροπρόθεσμες, λειτουργικές επιπτώσεις των εξαγορών και συγχωνεύσεων. Βασίζεται στην άντληση και επεξεργασία στοιχείων από τις λογιστικές καταστάσεις των επιχειρήσεων, μετράει τα λειτουργικά αποτελέσματα (operational performance) χρησιμοποιώντας κάποιες μεταβλητές όπως αριθμοδείκτες, δείκτες τάσεις κλπ. Και για τις δύο μεθόδους γίνεται αναλυτική παρουσίαση του τρόπου χρησιμοποίησης τους, ενώ στην συνέχεια παρατίθενται αποτελέσματα παλαιότερων εμπειρικών ερευνών, τα οποία μας οδηγούν στην διεξαγωγή κάποιων χρήσιμων συμπερασμάτων.
Το δεύτερο μέρος της εργασίας, αποτελεί μια εμπειρική έρευνα η οποία βασισμένη στην μέθοδο αξιολόγησης λειτουργικής απόδοσης, βάσει λογιστικών στοιχείων επιδιώκει να δώσει μια απάντηση στο ερώτημα εάν υπήρξαν συνέργιες στις ελληνικές εισηγμένες επιχειρήσεις, οι οποίες κατά την περίοδο 2002 – 2006 αποτέλεσαν στόχο εξαγοράς. Απώτερη επιδίωξη της έρευνας μας είναι να παρουσιάσει την σημασία των εξαγορών στη μεταβολή της αξίας των επιχειρήσεων στόχων. Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα εξετάσαμε ένα δείγμα 19 ελληνικών εισηγμένων επιχειρήσεων οι οποίες αποτέλεσαν στόχο εξαγοράς από ελληνικές ή διεθνείς επιχειρήσεις την περίοδο 2002 – 2006. Η ανάλυση έγινε με στοιχεία που αντλήθηκαν από τις λογιστικές καταστάσεις αυτών των επιχειρήσεων (ισολογισμούς και καταστάσεις ταμειακών ροών). Η εργασία ολοκληρώνεται με την παράθεση των συμπερασμάτων που προέκυψαν έπειτα από την ανάλυση των αποτελεσμάτων της έρευνας.
|