Περίληψη: | Η παρούσα εργασία πραγματεύεται το θέμα των χρηματοοικονομικών περιορισμών που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι επιχειρήσεις προτού πάρουν την απόφαση ή όχι να αναλάβουν μια επένδυση. Συγκεκριμένα θα μελετήσουμε πως το μέγεθος μιας επιχείρησης και η μόχλευση επηρεάζουν την επενδυτική της απόφαση ή καλύτερα πώς η εσωτερική χρηματοδότηση επιδρά στην επένδυση σε διαφορετικά επίπεδα μόχλευσης και μεγέθους της επιχείρησης.
Η εργασία αποτελείται από εφτά(7) κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο αποτελεί την εισαγωγή μας η οποία παραθέτει εν συντομία αυτά που θα δούμε στα επόμενα έξι(6) κεφάλαια.
Το δεύτερο κεφάλαιο είναι μια επισκόπηση της βιβλιογραφίας. Παρουσιάζονται οι δύο διαφορετικές απόψεις όσον αφορά τις επενδύσεις, η νεοκλασική η οποία υποθέτει οποία υποθέτει πλήρη ανταγωνισμό στην αγορά κεφαλαίου και πλήρη πληροφόρηση και άρα οι επενδυτικές αποφάσεις δεν υπόκεινται σε περιορισμούς και η εναλλακτική άποψη η οποία υποθέτει ότι βρισκόμαστε σε ατελείς αγορές και άρα η χρηματοοικονομική κατάσταση της επιχείρησης επηρεάζει την επενδυτική της απόφαση. Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με μια εκτενής παρουσίαση των προηγούμενων εμπειρικών μελετών.
Στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται μια παρουσίαση των δεδομένων καθώς και μια ανάλυση της μεθόδου GMM με την οποία θα εκτιμήσουμε την συνάρτηση επένδυσης. Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται επίσης μια αναφορά της βάσης δεδομένων BACH από την οποία αντλήσαμε τα δεδομένα μας. Τέλος, παραθέτουμε και κάποια ενδιαφέρονται στατιστικά χαρακτηριστικά των μεταβλητών μας.
Στο τέταρτο κεφάλαιο, το οποίο είναι και το ουσιαστικότερο, παρουσιάζουμε τα εμπειρικά μας αποτελέσματα. Συγκεκριμένα με την βοήθεια του οικονομετρικού προγράμματος STATA είδαμε πώς τον μέγεθος της επιχείρησης και η μόχλευση επηρεάζουν την επενδυτική της απόφαση, πώς δηλαδή η εσωτερική χρηματοδότηση επιδρά στην επένδυση σε διαφορετικά επίπεδα μόχλευσης και μεγέθους της επιχείρησης. Να σημειώσουμε ότι για το μέγεθος της επιχείρησης έχουν γίνει τρεις(3) διαφορετικές μετρήσεις οι οποίες και παραθέτονται λεπτομερώς.
Το πέμπτο κεφάλαιο αποτελεί τα συμπεράσματά μας δηλαδή γίνεται μια σύνοψη όσων έχουν αναφερθεί στα προηγούμενα κεφάλαια και καταλήγουμε ότι τα εμπειρικά μας αποτελέσματα συμφωνούν πλήρως τόσο με την υπάρχουσα βιβλιογραφία όσο και με τις προηγούμενες εμπειρικές μελέτες.
Τέλος η παρούσα εργασία ολοκληρώνεται με τα κεφάλαια έξι και εφτά όπου παραθέτουμε την βιβλιογραφία που έχουμε χρησιμοποιήσει, καθώς και ένα παράρτημα όπου παρουσιάζονται τα διαγράμματα οι πίνακες που έχουμε χρησιμοποιήσει στην εργασία.
|