Καταγραφή ιζηματολογικών και περιβαλλοντικών παραμέτρων της λιμνοθάλασσας Μυρταρίου Βόνιτσας

Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τις ιζηματολογικές και φυσικοχημικές αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν στα ιζήματα του πυθμένα της λιμνοθάλασσας και στο νερό αντίστοιχα και καλύπτουν την περίοδο των μηνών Νοέμβριο 2010 – Ιούλιο 2011. Προκειμένου να αξιολογηθούν οι πα...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Κοκίδης, Νικόλαος
Άλλοι συγγραφείς: Κοντόπουλος, Νικόλαος
Μορφή: Thesis
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2012
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://hdl.handle.net/10889/5080
Περιγραφή
Περίληψη:Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τις ιζηματολογικές και φυσικοχημικές αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν στα ιζήματα του πυθμένα της λιμνοθάλασσας και στο νερό αντίστοιχα και καλύπτουν την περίοδο των μηνών Νοέμβριο 2010 – Ιούλιο 2011. Προκειμένου να αξιολογηθούν οι παρεμβάσεις που έχουν πραγματοποιηθεί στη λιμνοθάλασσα τα τελευταία χρόνια, τα αποτελέσματα των φυσικοχημικών παραμέτρων θα συγκριθούν με τα αποτελέσματα μελετών οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί από την ΕΤΑΝΑΜ (1992) και Ρογδάκη (2002), ενώ συγχρόνως θα γίνει σύγκριση με δημοσιευμένα αποτελέσματα λιμνοθαλασσών του Αμβρακικού κόλπου Λογαρού, Ροδιά και Τσουκαλιό. 4.8.1 Ιζηματολογικοί παράμετροι Η λιμνοθάλασσα Μυρτάρι είναι μία αβαθής λιμνοθάλασσα με μέγιστο βάθος 1.90 m και μέσο βάθος 1.30 m, παρουσιάζοντας όμοια βυθομετρικά χαρακτηριστικά με λιμνοθάλασσες που απαντούν στη Δυτική Πελοπόννησο (Μπούζος & Κοντόπουλος, 1998 α, β, Μπούζος & Κοντόπουλος 2002α, Μπούζος & Κοντόπουλος, 2004α, Avramidis, et al 2008,). Η κοκκομετρική ανάλυση των ιζημάτων της λιμνοθάλασσας έδειξε ότι αποτελείται από άργιλο, αμμώδη άργιλο, αμμώδη ιλύ και ιλύ. Ο κύριος λιθολογικός τύπος ο οποίος κυριαρχεί σε ποσοστό 72 % στο σύνολο των αναλυθέντων δειγμάτων είναι η αμμώδης ιλύς. Ο τύπος αυτός επίσης κυριαρχεί σε όλες τις λιμνοθάλασσες της δυτικής Πελοποννήσου (Μπούζος & Κοντόπουλος, 1998 α,β, Μπούζος & Κοντόπουλος 2002α, Μπούζος & Κοντόπουλος, 2004α, Avramidis, et al 2008,). Η μέση τιμή της διαμέσου (Md) των επιφανειακών ιζημάτων του πυθμένα της είναι 7.17 Φ ενώ στο μεγαλύτερο τμήμα της λιμνοθάλασσας οι τιμές του αριθμητικού μέσου (Mz) ανήκουν στην κλάση του λεπτόκοκκου πηλού (7 έως 8Φ). Το ποσοστό της παρουσίας του Ολικού Οργανικού Άνθρακα (ΤΟC) στα ιζήματα κυμάνθηκε από 4.64 έως 7.25 % με μέση τιμή 5.67 %, χαρακτηρίζοντάς τα ως πλούσια σε συμμετοχή οργανικού υλικού. Η υψηλή παρουσία οργανικού υλικού όπως φαίνεται και στον πίνακα 11 σε συνδυασμό με την παρουσία της ιλύος δημιουργούν άριστες συνθήκες τροφής και ενέργειας. Το γεγονός αυτό επιτρέπει την σημαντική παρουσία μαλακίων κάτι που επιβεβαιώθηκε και από την οπτική εξέταση των κλασμάτων της άμμου κάτω από το στερεοσκόπιο. Έτσι το κλάσμα της άμμου είναι σε μεγάλο ποσοστό (>50%) βιογενούς προέλευσης. Η ανάλυση των στατιστικών παραμέτρων των δειγμάτων έδειξε ότι τα ιζήματα χαρακτηρίζονται από πολύ πτωχή (very poorly sorted) έως πάρα πολύ πτωχή ταξιθέτηση (extremely poorly sorted) (σι 3.21 έως 5.20 Φ). Οι ανωτέρω τιμές μπορούν να ερμηνευτούν από την επίδραση των πολύ ασθενών ρευμάτων της λιμνοθάλασσας και τη χαμηλή κυματική δράση που επικρατεί σε αυτή. Η ασυμμετρία (skewness) των αναλυθέντων ιζημάτων κυμάνθηκε από πολύ αρνητική (strongly coarse skewed) έως πολύ θετική (strongly fine skewed) Ski = –0.33 έως 0.34 Φ. Το μεγαλύτερο τμήμα των ιζημάτων του πυθμένα της λιμνοθάλασσας χαρακτηρίζεται από αρνητική ασυμμετρία (coarse skewed). Η αρνητική ασυμμετρία απαντά όπου η παρουσία της αργίλου είναι πολύ μεγάλη (44 - 58%) ενώ η παρουσία του κλάσματος της άμμου απλά ορίζει την περίσσεια του αδρόκοκκου υλικού. Το υπόλοιπο τμήμα της λιμνοθάλασσας δείχνει είτε σχεδόν κανονική ασυμμετρία είτε θετική ασυμμετρία. Στη πρώτη περίπτωση η άργιλος συμμετέχει με ποσοστό που κυμαίνεται από 37 έως 54 % ενώ στη δεύτερη περίπτωση συμμετέχει με ποσοστό μικρότερο του 43 %. Η χωρική κατανομή της ασυμμετρίας δείχνει την παρουσία ζωνών που αντιστοιχούν στους προαναφερθέντες διαφορετικούς τύπους ασυμμετρίας (Εικόνα 36). Επειδή το 50 % των αναλυθέντων δειγμάτων παρουσιάζουν αρνητική ασυμμετρία και το κλάσμα της άμμου είναι βιογενούς - βιοκλαστικής σύστασης μπορεί να θεωρηθεί ότι τα ιζήματα του πυθμένα της λιμνοθάλασσας είχαν ευθύς εξαρχής αρνητική ασυμμετρία, με το παραγόμενο κλάσμα της άμμου να ορίζει την περίσσεια του αδρόκοκκου υλικού. Ακολούθως μέσω του μηχανισμού της επαναιώρησης παράγονται οι άλλοι δύο τύποι ασυμμετρίας είτε με απομάκρυνση κυρίως αργιλικών κόκκων αλλά και κόκκων πηλού όποτε στη θέση που λαμβάνει χώρα η «διάβρωση» παράγεται σχεδόν κανονική ασυμμετρία είτε με απόθεση του προϊόντος της «διάβρωσης» οπότε παράγεται θετική ασυμμετρία στη θέση απόθεσης. Στη δράση του μηχανισμού αυτού συμβάλλει και το μικρό βάθος της λιμνοθάλασσας. Ο υπολογισμός της κύρτωσης δείχνει μία διακύμανση από πολύ πλατύκυρτη (very platykurtic) έως μεσόκυρτη (mesokurtic) KG= 0.62 έως 1.11 Φ. Η κύρτωση δείχνει στο μεγαλύτερο τμήμα της λιμνοθάλασσας τιμές πλατύκυρτης καμπύλης. Το υπόλοιπο τμήμα της λιμνοθάλασσας που εντοπίζεται στο μεγαλύτερο τμήμα του νότιου περιθωρίου της χαρακτηρίζεται από μεσόκυρτες καμπύλες. Η παρουσία πλατύκυρτων καμπυλών φαίνεται να δείχνει μία πηγή τροφοδοσίας κλαστικών κόκκων και μια πηγή τροφοδοσίας βιοκλαστικών κόκκων. 4.8.2 Φυσικοχημικές παράμετροι υδάτων Στα πλαίσια της παρούσας εργασίας πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις των αβιοτικών παραμέτρων pH της θερμοκρασίας (T 0C), διαλυμένου οξυγόνου (DO) και της αλατότητας (S ‰). Θα πρέπει να σημειωθεί για την αποφυγή λανθασμένων συμπερασμάτων ότι ο μέσος όρος της εποχιακής κατανομής των αβιοτικών παραμέτρων δεν έχει ολοκληρωθεί διότι για το φθινόπωρο απουσιάζουν οι μήνες Σεπτέμβριος και Οκτώβριος και για το καλοκαίρι απουσιάζει ο μήνας Αύγουστος. Από τις μετρήσεις αυτές παρατηρείται μία ετήσια διακύμανση του pH 7.5 έως 8.5 με μέση τιμή 8.1 και του διαλυμένου οξυγόνου από 6.5 έως 11.1 mg/L με μέση τιμή 8.1 mg/L. Οι τιμές της θερμοκρασίας κυμαίνονται από 9.6 έως 32.2 0C με μέση τιμή του 19.3 0C, ενώ της αλατότητας S ‰ από 2.5 έως 17.5 ‰ με μέση τιμή 8.8 ‰. Από τις μετρήσεις και την σύγκριση των αποτελεσμάτων μεταξύ των έξι σταθμών παρατηρείται μία κανονική διακύμανση των τιμών του διαλυμένου οξυγόνου στα φυσιολογικά επίπεδα με τιμές καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους >6.5 mg/L, δείχνοντας καλή ανανέωση των υδάτων είτε από το ανατολικό τμήμα μέσω του Αμβρακικού είτε από την εισροή γλυκών νερών από τα δυτικά με επιφανειακή απορροή μέσω του υδατορέματος και την εισροή γλυκών νερών από τον ασβεστόλιθο. Η εισροή υδάτων γλυκού νερού επιβεβαιώνεται και από τις μετρήσεις της αλατότητας οι οποίες διατηρούνται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα σε σχέση με άλλες λιμνοθάλασσες του Ελλαδικού χώρου και του Αμβρακικού κόλπου (Μπούζος et al. 2002β, Μπούζος & Κοντόπουλος, 2004β,γ, Dasenakis 1994, Hotos and Avramidou 1997, Kormas et al. 2000, Diamantopoulou et al 2008, Avramidis et al.2008, Zafiri et al 2009, Marazioti et al 2010), ενώ παρουσιάζει παρόμοιες εποχικές διακυμάνσεις με τη λιμνοθάλασσα Βιστωνίδα (Markou 2006). Με βάση της αβιοτικές παραμέτρους το υδάτινο σώμα της λιμνοθάλασσας διακρίνεται σε δυο επιμέρους υδάτινες μάζες την ανατολική και την δυτική . Η πρώτη έχει πάντα μεγαλύτερες τιμές στο σύνολό της από την δεύτερη σε σχέση με την θερμοκρασία, την αλατότητα, το pH και το διαλυμένο οξυγόνο σε κάθε μηνιαία δειγματοληψία. Η παραπάνω διάκριση οφείλεται στην εκφόρτωση υπόγειου γλυκού νερού από παρακείμενο ασβεστόλιθο στο δυτικό τμήμα της λιμνοθάλασσας καθώς και στην εκβολή στο ίδιο τμήμα ρευματικής αύλακας που αποστραγγίζει την υπερκείμενη της λιμνοθάλασσας χερσαία περιοχή. Η δραστηριότητα του Αμβρακικού Κόλπου περιορίζεται στο ανατολικό τμήμα της λιμνοθάλασσας και αδυνατεί να επηρεάσει το δυτικό τμήμα της λόγω αδύναμης παλίρροιας (παλιρροϊκό εύρος <25cm) και παρά το γεγονός της μικρής παρουσίας ισχυρών βόρειο-ανατολικών άνεμων που δικαιολογούν κινήσεις υδατίνων μαζών από το ανατολικό τμήμα της λιμνοθάλασσας προς το δυτικό τμήμα της. Η αδυναμία της κυριαρχίας των υδάτων του Αμβρακικού κόλπου σε σχέση με την εισροή γλυκών νερών οφείλεται και στην εγκατάσταση στο στόμιο της λιμνοθάλασσας φραγμού από πλαστικό δίχτυ μήκους 200 m και στο περιορισμό του στομίου με κατασκευή αναχώματος για πρόσβαση στις ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις. Για την εκτίμηση του οργανικού ρυπαντικού φορτίου χρησιμοποιήθηκαν οι μετρήσεις του Ολικού Οργανικού Άνθρακα (TOC) οι οποίες θεωρούνται πιο αξιόπιστες σε σχέση με τις μετρήσεις του βιοχημικά απαιτούμενου οξυγόνου (BOD) και του χημικά απαιτούμενου οξυγόνου (COD) ιδιαίτερα για υφάλμυρα νερά. Οι μετρήσεις δείχνουν παρουσία οργανικού φορτίου σε χαμηλά επίπεδα καθώς κυμαίνονται από 0.04 έως 10.21 mg/L, δείχνοντας να μην επηρεάζεται το οικοσύστημα από την λειτουργία του γειτονικού βιολογικού καθαρισμού και να μην παρουσιάζει ευτροφικά χαρακτηριστικά. Οι αναλύσεις των θρεπτικών αλάτων στους έξι σταθμούς παρακολούθησης δείχνουν ότι περιοριστικό θρεπτικό συστατικό (limiting nutrient) για το οικοσύστημα του Μυρταρίου είναι ο φώσφορος. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι ο φώσφορος απουσιάζει από το μεγαλύτερο μέρος των αναλύσεων κατά τη διάρκεια όλων των μηνών παρακολούθησης, με εξαίρεση τους μήνες Δεκέμβριο 2010, Ιανουάριο, Απρίλιο και Μάιο 2011 όπου ανιχνεύτηκαν μικρές συγκεντρώσεις φωσφόρου και σε ορισμένους σταθμούς. Η απουσία έως και πτωχή παρουσία του φωσφόρου πιθανά να οφείλεται και στη δέσμευσή του από το καλαμιώνα, καθώς έχει βρεθεί ότι σε κάθε γραμμάριο ξηρού βάρους καλαμιού περιέχονται περίπου 2mg φωσφόρου. Το άζωτο σε αντίθεση με το φώσφορο παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια του έτους με υψηλές συγκεντρώσεις σε όλους του σταθμούς και ιδιαίτερα τους μήνες Δεκέμβριο 2010 έως Μάρτιο 2011. Η παρουσία του ολικού αζώτου ΤΝ κατά τη διάρκεια των τεσσάρων εποχών κυμάνθηκε από 0.46 έως 3.40 mg/L με μέση τιμή τα 2.02 mg/L. Από τα θρεπτικά άλατα του αζώτου τα νιτρικά παρουσιάζουν τις μεγαλύτερη παρουσία τους μήνες Νοέμβριο, Δεκέμβριο 2010 και Ιανουάριο 2011. Η παρουσία των νιτρικών αλάτων δεν καταγράφηκε σε όλους τους σταθμούς παρακολούθησης και όλους του μήνες (Εικόνα 55) και κυμάνθηκε όπου ανιχνεύθηκαν από 0.15 έως 2.04 mg/L με μέση τιμή τα 0.9 mg/L, μπορεί δε να συσχετιστεί με περίοδο έντονων βροχοπτώσεων, την απόπλυση παρακείμενων χωραφιών και μεταφορά τους μέσω του υδατορέμματος το οποίο εκβάλει στο δυτικό άκρο της λιμνοθάλασσας. Αμμωνιακά άλατα αναγνωρίστηκαν κατά τη διάρκεια όλων των μηνών του έτους με σχετικά χαμηλές συγκεντρώσεις οι οποίες κυμάνθηκαν από 0.015 έως 0.28 mg/L με μέση τιμή 0.06 mg/L. Λ/Θ ΡΟΔΙΑ ΤΣΟΥΚΑΛΙΟ ΛΟΓΑΡΟΥ ΜΥΡΤΑΡΙ (2001-2002) ΜΥΡΤΑΡΙ 2010-2011 Μέσο Βάθος (m) 1,5 1,15 0.5 1.3 Θερμοκρασία(0C) 16,7-28,2 15,7-29,3 22-28,2 13.8-35.7 9.6-32.2 Αλατότητα (‰) 11,1-40 10,9-40 38,6-40 5.0-32.0 2.5-17.5 pH 7,5-8,18 7,59-9 7,8-8,55 7.5-8.5 Διαλυμένο οξυγόνο (mg/L) 3,15-7,91 1,23-8,44 4,1-7,36 5.8-11.5 6.5-11.1 Φωσφορικά ιόντα (mg/L) 0,004-0,008 0,004-0,008 0,004-0,006 0.00-1.793 0.00-0.2 Ολικό Αζωτο ΤΝ (mg/L) 0.246-3.137 0.46-3.40 Νιτρικά ιόντα (mg/L) 0,053-1,516 0,032-0,962 0,046-0,226 0.00-2.04 Νιτρώδη ιόντα(mg/L) 0,015-0,966 0,012-0,453 0,012-0,032 0.00-0.02 Αμμωνιακά ιόντα (mg/L) 0,057-0,6 0,022-0,69 0,023-0,092 0.01-0.28 Συγκρίνοντας τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά της λιμνοθάλασσας Μυρταρίου με τις αντίστοιχες μελετηθείς παραμέτρους (Χρηστιά Χ., 2005) των λιμνοθαλασσών του Αμβρακικού κόλπου Ροδιά, Τσουκαλιό και Λογαρού καθώς επίσης και με μετρήσεις του 2001-2 από το Ρογδάκη (2002) εξάγονται τα ακόλουθα συμπεράσματα. • Η λιμνοθάλασσα Μυρταρίου αποτελεί την πιο υφάλμυρη λιμνοθάλασσα του Αμβρακικού κόλπου, ενώ χαρακτηρίζεται από πολύ καλή ανανέωση και οξυγόνωση των υδάτων της με τις υψηλότερες μέσες μηνιαίες συγκεντρώσεις διαλυμένου οξυγόνου. • Υδρολογικά φαίνεται σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παρούσας εργασίας να κυριαρχεί η επιφανειακή εισροή γλυκών νερών έναντι του θαλασσινού μετατρέποντας τη λιμνοθάλασσα σε υφάλμυρη. • Συγκρίνοντας τα αποτελέσματα με τις μετρήσεις 2001-2002 φαίνεται ότι τα τελευταία δέκα χρόνια μειώθηκε η συγκέντρωση των φωσφορικών αλάτων, ενώ παραμένει στα ίδια σχεδόν επίπεδα η παρουσία του ολικού αζώτου και των νιτρικών αλάτων. • Η μεταβολή στη παρουσία των θρεπτικών αλάτων προήλθε από τις παρεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν στο βιολογικό καθαρισμό της Βόνιτσας με αναβάθμισή του σε τριτοβάθμιο και τη διοχέτευσή των απορροών του όχι απευθείας στη λιμνοθάλασσα αλλά σε παράπλευρη αύλακα.