Περίληψη: | Στην παρούσα μελέτη πραγματοποιήθηκε εκτίμηση της τοξικότητας των τελικών
εκροών πριν και μετά το στάδιο της απολύμανσης (με τη χρήση της μεθόδους της
χλωρίωσης) από το σταθμό βιολογικής επεξεργασίας των αστικών αποβλήτων της Πάτρας με
την χρήση βιοδεικτών (biotest). Η μελέτη των τοξικών επιπτώσεων αυτών των εκροών και
από τα δύο στάδια πραγματοποιήθηκε σε οργανισμούς-Βιοδείκτες τόσο των γλυκών όσο και
αλμυρών υδάτων, όπως οι οργανισμοί Thamnocephalus platyurus και Artemia franciscana
(με τη μορφή βιοτέστ Thamnotoxkit F και Artoxkit MTM αντίστοιχα), όσο και σε φυτικά είδη,
όπως τα Sorghum saccharatum, Lepidum sativum και Sinapis alba (με τη μορφή
Phytotoxkit). Επιπλέον έγινε ανίχνευση του μικροβιακού φορτίου πριν και μετά το στάδιο της
χλωρίωσης, για την εκτίμηση της αποτελεσματικότητας της μεθόδου απολύμανσης των
εκροών, καθώς και χημική ανάλυσή τους. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παρούσας
μελέτης, οι τελικές εκροές υγρών αποβλήτων που καταλήγουν στο στάδιο της απολύμανσης,
με τη μέθοδο της χλωρίωσης παρουσιάζουν μεγάλες διακυμάνσεις τόσο στις φυσικοχημικές
παραμέτρους και στη συγκέντρωση βαρέων μετάλλων που μετρήθηκαν, όσο και στην
τοξικότητα που μπορεί να επιφέρουν στους οργανισμούς που χρησιμοποιήθηκαν. Τα
αποτελέσματα της παρούσας μελέτης έδειξαν την αποτελεσματικότητα της μεθόδου όσο
αφορά τη μείωση του μικροβιακού φορτίου των τελικών εκροών. Αντίθετα, η μελέτη
τοξικότητας των τελικών εκροών με τη χρήση οργανισμών τόσο του γλυκού όσο και του
αλμυρού νερού (Thamnocephalus platyurus και Artemia franciscana αντίστοιχα), καθώς και
σε φυτικούς οργανισμούς (Sorgum saccharatum, Sinapsis alba και Lepidum sativum) έδειξε
σημαντικές εποχικές μεταβολές στην επαγωγή τοξικών φαινομένων. Συγκεκριμένα, οι εκροές
(μετά το στάδιο της χλωρίωσης effluents) φαίνεται να είναι λιγότερο τοξικές για τους
οργανισμούς του αλμυρού νερού, συγκριτικά με τις τοξικές επιπτώσεις που προκαλούν οι
εκροές πριν το στάδιο της χλωρίωσης (influents). Αντίθετα, οι εκροές που προκύπτουν μετά
το στάδιο της χλωρίωσης παρουσιάζουν μεγαλύτερη τοξικότητα σε οργανισμούς του γλυκού
νερού, σε σχέση με τις επιπτώσεις που προκαλούν οι εκροές πριν το στάδιο της χλωρίωσης,
ενώ παρατηρήθηκε σημαντική αναστολή της αυξητικής ικανότητας των ειδών Sorgum
saccharatum και Sinapsis alba σε κάθε περίπτωση.
Συμπερασματικά, από τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης, φαίνεται η
αποτελεσματικότητα της μεθόδου απολύμανσης των τελικών εκροών, όσο αφορά την
απαλλαγή τους από μολυσματικούς παράγοντες, αλλά αναδεικνύονται τα προβλήματα
τοξικότητας που μπορεί να επιφέρουν οι τελικές εκροές σε οργανισμούς των τελικών
υδάτινων αποδεκτών (γλυκό και αλμυρό νερό), καθώς και η αναποτελεσματικότητα της
χρήσης των τελικών εκροών σε δραστηριότητες όπως η άρδευση, λόγω της αναστολής που
προκαλεί η χρήση τους σε φυτικούς οργανισμούς.
|