Μελέτη της ιστικής κατανομής in vivo της παρστατίνης και των αναλόγων της σε οφθαλμούς και νεφρούς επίμυος με την τεχνική της μικροσκοπίας φθορισμού

Αγγειογένεση καλείται ο σχηματισμός νέων αγγείων από προϋπάρχοντα δίκτυα αιμοφόρων αγγείων σε προηγουμένως ανάγγειες δομές. Η αγγειογένεση συμμετέχει σε μια πλειάδα νοσημάτων (π.χ. καρκίνος, ρευματοειδής αρθρίτιδα) συμβάλλοντας καθοριστικά στην παθογένεια αυτών των καταστάσεων και στην ανάπτυξη επιπ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Κεφάλα, Σωτηρία
Άλλοι συγγραφείς: Τσοπάνογλου, Νίκος
Μορφή: Thesis
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2012
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://hdl.handle.net/10889/5268
Περιγραφή
Περίληψη:Αγγειογένεση καλείται ο σχηματισμός νέων αγγείων από προϋπάρχοντα δίκτυα αιμοφόρων αγγείων σε προηγουμένως ανάγγειες δομές. Η αγγειογένεση συμμετέχει σε μια πλειάδα νοσημάτων (π.χ. καρκίνος, ρευματοειδής αρθρίτιδα) συμβάλλοντας καθοριστικά στην παθογένεια αυτών των καταστάσεων και στην ανάπτυξη επιπλοκών. Στον οφθαλμό, η παθολογική αγγειογένεση στις διάφορες στιβάδες του οργάνου αποτελεί την κύρια αιτία μη αναστρέψιμης απώλειας της όρασης στον Δυτικό κόσμο, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη ανάπτυξης νέων αντι-αγγειογενετικών παραγόντων, ικανών να κατανεμηθούν ενδοφθαλμίως και να αναστείλουν αποτελεσματικά τόσο την εν εξελίξει όσο και την εγκατεστημένη αγγειογένεση. Η Παρστατίνη αποτελεί το ελεύθερο πεπτίδιο 41 αμινοξέων που προκύπτει από την πρωτεολυτική διάσπαση του αμινοτελικού άκρου του ανθρώπινου υποδοχέα PAR1 κατά την ενεργοποίησή του από τη θρομβίνη. Προηγούμενες πειραματικές μελέτες έχουν καταδείξει ότι η Παρστατίνη καταστέλλει την αγγειογένεση στον οφθαλμό και ασκεί καρδιοπροστατευτική δράση σε βλάβες εξ ισχαιμίας/επαναιμάτωσης. Επίσης, έχει δειχθεί ότι τα πεπτιδικά υπομόρια της Παρστατίνης, Π1-26 και Π24-41, παρουσιάζουν εξειδικευμένη δράση και επιδρούν εκλεκτικά στην προστασία του μυοκαρδίου και στην αναστολή της οφθαλμικής νεοαγγειογένεσης, αντιστοίχως. Σύμφωνα με αυτά τα πειράματα, οι δράσεις των Π1-26 και Π24-41 είναι σημαντικά ισχυρότερες από αυτές του μητρικού μορίου, Παρστατίνη. Σκοπός της τρέχουσας μελέτης είναι η διερεύνηση της ιστικής κατανομής in vivo της Παρστατίνης και των αναλόγων-πεπτιδίων (Π1-26, Π24-41) αυτής στον οφθαλμό και στον νεφρό επίμυος. Η Παρστατίνη και τα ανάλογα-πεπτίδιά της (Π1-26, Π24-41) σημασμένα με FITC χορηγήθηκαν υπό τον βολβικό επιπεφυκότα ή ενδοφλεβίως, σε υγιείς αρσενικούς επίμυες. Ακολούθως τα πειραματόζωα θανατώθηκαν σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα και οι ιστοί (οφθαλμοί, νεφροί, μυοκάρδιο) απομονώθηκαν χειρουργικά. Κατόπιν κατάλληλης επεξεργασίας, ελήφθησαν τομές ιστών νωπού παρασκευάσματος, πάχους 10 μm, οι οποίες παρατηρήθηκαν σε μικροσκόπιο φθορισμού. Κατά την παρατήρηση των οφθαλμικών τομών με FITC-Παρστατίνη και αυτών με FITC-Π1-26, ισχυρό σήμα φθορισμού ανιχνεύτηκε στις θέσεις χορήγησης και στους περιοφθαλμικούς ιστούς. Δεν παρατηρήθηκε σήμα φθορισμού στις εσώτερες στιβάδες του οφθαλμού. Ειδικότερα για την FITC-Παρστατίνη, η κατανομή του σήματος φθορισμού δεν μεταβλήθηκε σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα που κυμάνθηκαν από 30 λεπτά έως 19 ώρες. Συγκριτικά με τα παραπάνω αποτελέσματα, οι αντίστοιχες οφθαλμικές τομές με FITC-Π24-41 ανέδειξαν ισχνό σήμα φθορισμού στις θέσεις χορήγησης και στους περιοφθαλμικούς ιστούς, χωρίς να συνοδεύεται από σήμα φθορισμού στις έσω ανατομικές δομές του οργάνου. Στις τομές νεφρού και μυοκαρδίου, ο ισχυρός αυτοφθορισμός δεν επέτρεψε τη μελέτη της ιστικής κατανομής των πεπτιδίων. Συμπερασματικά, καταδεικνύεται ότι η χορήγηση υπό το βολβικό επιπεφυκότα της Παρστατίνης και των πεπτιδικών αναλόγων της, του Π1-26 και του Π24-41 δεν αποτελεί την ενδεδειγμένη οδό χορήγησης για την ενδοφθάλμια κατανομή των χορηγούμενων ουσιών.