Περίληψη: | Η παρούσα εργασία αποτελεί μια πρώτη προσπάθεια αξιολόγησης της απήχησης των υπηρεσιών Διατροφογονιδιωματικής στην Ελλάδα, που ακόμα είναι ελάχιστα αναπτυγμένες στην χώρα μας.
Στόχος της είναι η κατανόηση των στάσεων και απόψεων του ελληνικού κοινού αναφορικά με τη σχέση γενετικής και διατροφής. Με τη μελέτη αυτή επιδιώκουμε επίσης να εκτιμήσουμε το επίπεδο γνώσεων και το ενδιαφέρον του ευρέος κοινού στους τομείς αυτούς και να σκιαγραφήσουμε τη διάθεσή τους να υποβληθούν σε γενετικές εξετάσεις με στόχο την συσχέτιση του γενετικού τους προφίλ με τη διατροφή τους και την ακόλουθη λήψη διαιτητικών συστάσεων.
Για τους σκοπούς της έρευνας συντάχθηκε ένα Ερωτηματολόγιο με 16 ερωτήσεις κλειστού τύπου. Το δείγμα μας αποτέλεσαν 300 τυχαία επιλεγμένα άτομα στην πόλη της Πάτρας, που δέχτηκαν να απαντήσουν στο Ερωτηματολόγιο. Οι απαντήσεις μελετήθηκαν σε σχέση με το Φύλο, την Ηλικιακή Ομάδα και τον Δείκτη Σωματικού Βάρους των ερωτηθέντων, για να ελεγχθεί πιθανή επίδραση των παραγόντων αυτών στις απαντήσεις τους.
Τα αποτελέσματά μας καταγράφουν ότι το ευρύ κοινό στην Ελλάδα εμφανίζεται να γνωρίζει τι είναι DNA και γενετικό υλικό καθώς και το ρόλο των γονιδίων στον καθορισμό της υγείας. Επίσης, φαίνεται να υπάρχει μια καλή θεώρηση της σχέσης μεταξύ διατροφής και υγείας. Υψηλό ποσοστό του κοινού εμφανίζονται ενήμεροι σχετικά με τα πιθανά οφέλη των γενετικών αναλύσεων, αν και το ποσοστό αυτό μειώνεται με την ηλικία.
Τα δεδομένα μας έδειξαν ότι μόνο στο 9.7% από τους ερωτηθέντες έχει προταθεί να υποβληθούν σε μια γενετική εξέταση για τη σχέση γονιδίων και διατροφής, παρόλο που το 84% των συμμετεχόντων απάντησαν ότι θα ήταν διατεθειμένοι να το κάνουν. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία του κοινού προτιμά την παραπομπή ενός γιατρού για μια τέτοια εξέταση και πολύ λιγότερο τη συμβουλή ενός διατροφολόγου/διαιτολόγου.
Συμπερασματικά, η μελέτη αυτή αποτελεί την πρώτη κριτική αξιολόγηση των απόψεων του ευρέος κοινού στην Ελλάδα όσον αφορά στις υπηρεσίες γενετικών εξετάσεων με στόχο συμβουλευτική διατροφής.
Εφόσον δεν έχει διεξαχθεί άλλη τέτοια έρευνα, θεωρούμε ότι θα μπορούσε να χρησιμεύσει σαν πρότυπο για να μελετηθούν και άλλοι πληθυσμοί, και να στοχευθούν καλύτερα εκείνοι που: α) έχουν πραγματική ανάγκη τέτοιων αναλύσεων (πχ οικογενειακό ιστορικό παχυσαρκίας η καρδιαγγειακών νοσημάτων) και β) είναι επιστημονικά στοιχειωδώς ενήμεροι και φαίνονται διατεθειμένοι να υποβληθούν στις ανάλογες αναλύσεις (άρα έχουν εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητά τους).
|