Περίληψη: | Σε αυτή τη εργασία επιχειρήθηκε η συστηματική καταγραφή της παρουσίας του Διονύσιου Σολωμού στο περιοδικό Παναθήναια. Ως σήματα της παρουσίας του λειτούργησαν αποκλειστικά οι ρητές αναφορές στο όνομα του ποιητή, με επίκεντρο του ενδιαφέροντος την κριτική πρόσληψη του Σολωμού από τον κύκλο των συντακτών και των συνεργατών του περιοδικού.
Οι ονομαστικές αναφορές στον Σολωμό οργανώθηκαν, με βάση το πλαίσιο εμφάνισής τους, σε τέσσερις κεντρικούς άξονες: την επετειακή και εκδοτική επικαιροποίησή του, την ενεργοποίηση ενός γόνιμου βιο-κεντρικού ενδιαφέροντος, τη στράτευσή του στο κρίσιμο ζήτημα της γλώσσας και, τέλος, στην υποδοχή του ίδιου του έργου του στο φιλόξενο περιβάλλον των Παναθηναίων.
Εν είδει προλόγου, η στοχευμένη ανάγνωση του Α΄ τόμου λειτουργεί αναγνωριστικά. Θέτει, στην ουσία, το θεμελιώδες υπόβαθρο, πάνω στο οποίο εγγράφεται αργότερα το ειδικό ενδιαφέρον που θα προκαλέσει ή θα συντείνει στην «επιφάνεια» του Σολωμού στο περιοδικό Παναθήναια. Διαφαίνεται ότι ο Σολωμός για τα Παναθήναια είναι, πρώτα από όλα, ο ποιητής της εθνεγερσίας και το έργο του συνιστά την πολυτιμότερη παρακαταθήκη εθνικών αξιών. Το ισχυρό ιδεολογικό φορτίο της ποίησής του επιβάλλει στάση σεβασμού απέναντι στον «εθνικό ποιητή», με όλους τους κινδύνους που αυτό εγκλείει, δηλαδή τον περιορισμό της δόξας του σε ένα ή δύο ποιήματα (για τους πολλούς στον «Ύμνο», ή, για τους πιο μυημένους, και στους Ελεύθερους Πολιορκημένους) και τη μονοδιάστατη πρόσληψη της ποίησής του με βάση το αξιακό - ιδεολογικό της περιεχόμενο και όχι την αισθητική αξία της.
Η επετειακή αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος και η σύντονη εκδοτική κίνηση, αφενός επαναφέρουν τον Σολωμό στην επικαιρότητα και, αφετέρου, καθιστούν το έργο του προσβάσιμο. Ενεργοποιείται, έτσι, αυτόματα η αναγνωστική και κριτική έλξη προς τον Σολωμό και μάλιστα με όρους που επικυρώνουν την κατίσχυση του παλαμικού δόγματος απέναντι στον εκπνέοντα επτανησιακό ιδεαλισμό. Αποδεικνύεται ωστόσο ότι ο Σολωμός θα είναι στο εξής ο ποιητής των κριτικών και των λογοτεχνών, που τον διαβάζουν και τον μνημονεύουν σε κάθε ευκαιρία, συνδέοντας, συχνά το έργο του με τον ιδεολογικο-ιστορικό χωροχρόνο τους.
Ιδιαίτερη έλξη ασκεί και η μορφή του ποιητή. Η πρακτική κριτική της εποχής, άλλωστε, εκφράζεται από τη βιογραφική μέθοδο. Με ακλόνητη πεποίθηση ότι το ποίημα μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο για την αποκάλυψη της προσωπικότητας του δημιουργού του (και αντίστροφα) διερευνάται «η ιδιαίτερη ποιότητα του χαρακτήρα, της ζωής, της καταγωγής και του περιβάλλοντος» [1] του Σολωμού και επιχειρείται η αναστήλωση της ζωής του σε κάθε της λεπτομέρεια. Άλλοτε υπερκαλύπτοντας και άλλοτε υποκαθιστώντας το ίδιο το έργο, υπερισχύουν οι βιογραφικές πληροφορίες που συμπληρώνουν το βιογραφικό πορτρέτο του ποιητή και διαμορφώνουν τον λογοτεχνικό μύθο του Σολωμού.
Τελευταίος και κρίσιμος όρος πρόσληψης είναι η γλώσσα του Σολωμού. Για τα Παναθήναια, η σολωμική δημοτική προτείνεται ως γλωσσικό πρότυπο. Μέσω της σολωμικής γλώσσας επιχειρείται η αποκατάσταση της ενότητας της νεοελληνικής λογοτεχνίας, από τον Ερωτόκριτο και το δημοτικό τραγούδι, ώς τη λογοτεχνία της γενιάς του ’80 και εξής: ο Σολωμός είναι ο θεμελιακός της αρμός.
Το έργο του, τέλος, ελληνικό και ιταλόγλωσσο, πρώιμο και όψιμο, απαρτισμένο ή αποσπασματικό είναι ελλειπτικά παρόν. Αναγνωρίσιμα και ευρύτερα αποδεκτά τα μικρά και μεγάλα συνθέματα της νεότητας, προβληματικά και λιγότερο οικεία τα έργα της ωριμότητας προκαλούν τη συνήθη αμηχανία ή τη σιωπή της κριτικής.
Σε κάθε περίπτωση, η παρουσία του Δ. Σολωμού στο περιοδικό Παναθήναια είναι σταθερή και αδιάλειπτη. Απηχεί – και επικυρώνει – το ουσιαστικό έργο κανονικοποίησης που επιτελείται από τον διαρκή αγώνα ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν, ή αλλιώς, ένα στάδιο «στο διαδοχικό ξεδίπλωμα του σημασιολογικού δυναμικού που ενυπάρχει στο έργο και επικαιροποιείται στα στάδια της ιστορίας της πρόσληψής του, το οποίο προσφέρεται στην κατανοούσα κρίση, στο βαθμό που αυτή διεκπεραιώνει κατά τρόπο ελέγξιμο το “συγκερασμό των οριζόντων”[…]». [2]
Άλλωστε η θεωρία της πρόσληψης διδάσκει ότι η ανάγνωση είναι έργο πολλών γενεών και αυτό, ως θεωρητική κατάκτηση, διασταυρώνεται με μια από τις βασικότερες προσδοκίες της σολωμικής ποιητικής: «Ma nelle parti †pochissimi† colpi forti, ai quail la fantasia supplisca travedendo il resto e piu ancora» («Λίγες δυνατές πινελιές», τις οποίες συμπληρώνει η φαντασία του αναγνώστη, «διαβλέποντας τα υπόλοιπα, και ακόμα περισσότερα»).[3]
1. M. H. Abrams, Ο καθρέφτης και το φως. Ρομαντική θεωρία και κριτική παράδοση, μτφρ. Άρης Μπερλής, Κριτική, Αθήνα, 2001, σελ. 427.
2. Hans Robert Jauss, Η θεωρία της πρόσληψης. Τρία μελετήματα, Εισαγωγή, μετάφραση, επίμετρο Μίλτος Πεχλιβάνος, Βιβλιοπωλείο της “Εστίας” Ι.Δ. Κολλάρου και Σιας Α.Ε., Αθήνα, 1995, σελ. 69.
3. Κατερίνα Τικτοπούλου, «Οι τύχες του ανολοκλήρωτου σολωμικού έργου. Αμηχανία και εύγλωττες μεταφορές», Διονύσιος Σολωμός:«Κανών» νεοελληνικού πνευματικού βίου; (30 Οκτωβρίου – 1 Νοεμβρίου 1997), Επιστημονικό Συμπόσιο, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα, 1999, σελ. 86.
|