Περίληψη: | Η ανάπτυξη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια στην παραγωγή και απελευθέρωση πολλών τοξικών ουσιών στο θαλάσσιο περιβάλλον. Τα δίθυρα μαλάκια, όπως το Mytilus galloprovincialis, μπορούν να συσσωρεύουν ένα μεγάλο εύρος ρυπαντών και να αποκρίνονται με ποικίλες αλλαγές στη φυσιολογία τους, οι οποίες μπορούν να μετρηθούν ως βιοδείκτες έκθεσης ή αποτελέσματος. Το περιβαλλοντικό stress ωθεί πολλούς οργανισμούς στην αρνητική ρύθμιση της πρωτεϊνοσύνθεσης, αποθηκεύοντας ανενεργά ριβοσώματα, τα οποία επανενεργοποιούνται ταχέως όταν οι συνθήκες βελτιωθούν. Έτσι, ένας αποτελεματικός τρόπος εκτίμησης της απόκρισης των οργανισμών στο μολυσματικό stress, είναι η ανάλυση της κατάστασης ριβοσωμικής συσσώρευσης, όπως επίσης και η ικανότητα των ριβοσωμάτων για έναρξη της πρωτεϊνικής σύνθεσης, που αντανακλούν την κατάσταση της μεταφραστικής ενεργότητας.
Στην παρούσα μελέτη έγινε εκτίμηση των επιπέδων ρύπανσης του Πατραϊκού Κόλπου, καταποντίζοντας μύδια (M. galloprovincialis) σε δύο σταθμούς στον Πατραϊκό Κόλπο και μία περιοχή αναφοράς. Ο Σταθμός 1 βρίσκεται στις εκβολές του ποταμού Γλαύκου και είναι υπό την επίδραση βιομηχανικών, αγροτικών και αστικών πηγών ρύπανσης. Ο Σταθμός 2 βρίσκεται στον Άγιο Βασίλειο, παρ’ ότι δε φέρει οργανική μόλυνση, έχει αυξημένα επίπεδα βαρέων μετάλλων και κυρίως Cr. Η περιοχή αναφοράς βρίσκεται κοντά στο Γαλαξείδι και δεν επηρεάζεται από πηγές ρύπανσης. Για την εκτίμηση των επιπέδων ρύπανσης στις περιοχές αυτές, εφαρμόστηκε μία σειρά βιοδεικτών που περιλαμβάνει το περιεχόμενο μεταλλοθειονινών, τη σταθερότητα της λυσοσωμικής μεμβράνης και τη συχνότητα μικροπυρήνων. Επίσης, προσδιορίστηκε η συγκέντρωση μετάλλων στο νερό και στους ιστούς των μυδιών, όπως επίσης και το ποσοστό πολυσωμάτων και η ικανοτητα των ριβοσωμάτων για έναρξη της μετάφρασης σε κύτταρα πεπτικού αδένα. Επιπλέον, έγινε στατιστική εκτίμηση της συσχέτισης μεταξύ των επιπέδων ρύπανσης και των εξεταζόμενων βιοδεικτών.
Η ανάλυση των βιοδεικτών έδειξε οτι υπάρχει μία διαφοροποίηση στα επίπεδα ρύπανσης ανάμεσα στις διαφορετικές περιοχές του Πατραϊκού Κόλπου, με το μεγαλύτερο βαθμό ρύπανση να εντοπίζεται στο Σταθμό 1. Οι εποχιακές διακυμάνσεις που παρατηρούνται στις τιμές των βιοδεικτών μπορούν να αποδοθούν σε εξωγενείς παράγοντες, όπως τα επίπεδα της ρύπανσης και/ή σε ενδογενείς παράγοντες, όπως ο αναπαραγωγικός κύκλος των μυδιών. Η στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων έδειξε οτι υπάρχει σημαντική συσχέτιση (θετική ή αρνητική ανάλογα με το βιοδείκτη) μεταξύ των επιπέδων ρύπανσης και των βιοδεικτών. Το χαμηλότερο πολυσωμικό περιεχόμενο σε συνδυασμό με τη μειωμένη ικανότητα των ριβοσωμάτων για έναρξη της μετάφρασης που παρατηρήθηκε στο Σταθμό 1, καταδεικνύει την επίδραση του περιβαλλοντικού stress στην πρωτεϊνική σύνθεση στην περιοχή αυτή και εισηγείται τη χρήση των διαταραχών της μετάφρασης ως εργαλείο σε μελέτες βιοπαρακολούθησης. Τα παρόντα δεδομένα σε σύγκριση με εκείνα των τελευταίων πέντε ετών αποκαλύπτουν μία προοδευτική μείωση των επιπέδων ρύπανσης του Πατραϊκού Κόλπου, οφειλόμενη πιθανώς στην απομάκρυνση πολλών εργοστασίων από την περιοχή, και στη λειτουργία σταθμού βιολογικού καθαρισμού.
|