Περίληψη: | Σκοπός της διατριβής είναι να αποδειχθεί εάν οι μύθοι, οι οποίοι αναφέρονται σε δραστηριότητες θεών, ημιθέων, του Ηρακλή, αλλά και σε κατακλυσμούς και άλλα φυσικά φαινόμενα, έχουν πυρήνες αλήθειας ή όχι.
Η αντιδιαστολή μύθου και πραγματικότητας που γίνεται από πολλούς, είναι λανθασμένη, διότι βασίζεται στην ψευδή αντίληψη ότι όλοι οι μύθοι είναι πλαστοί. Οι παραδοσιακοί όμως μύθοι είναι γνήσιοι και αυτό συνεπάγεται ότι περιέχουν στον πυρήνα τους αληθινά γεγονότα, γεωλογικού, αστρονομικού και ιστορικού περιεχομένου, που προσφέρονται για διεπιστημονική έρευνα.
Οι πυρήνες των μύθων μπορούν να αποδειχθούν διεπιστημονικά, εφόσον έχουν σχέση με τις θετικές επιστήμες. Οι μύθοι είναι πνευματικά και πολιτισμικά παλίμψηστα, που φέρουν τα σημάδια της ιστορίας τους, δηλαδή των πολλαπλών επιπέδων χρήσης και αποκρυστάλλωσής τους.
Κατ’ αρχάς, παρατίθενται οι ορισμοί αρχαίων συγγραφέων για την μυθολογία. Ενδεικτικά παρατίθενται δύο από αυτούς.
α. Κατά τον Πλάτωνα (Κριτίας, 109 e 1 – 110 a 6), μυθολογία, δηλαδή λογική ερμηνεία των μύθων, είναι η πολύ προσεκτική και συστηματική έρευνα και αναζήτηση των παλαιών γεγονότων.
β. Κατά τον Πλούταρχο τον Χαιρωνέα (Περί των εν Πλαταιαίς Δαιδάλων, απ. 157, 16 – 21), η παλαιά φυσική επιστήμη ήταν φυσικός λόγος κρυμμένος βαθειά μέσα σε μύθους. Σύμφωνα λοιπόν με τον Πλούταρχο, οι γνήσιοι μύθοι είναι επιστημονικοί λόγοι, κρυμμένοι βαθειά μέσα σε μυθικά περιτυλίγματα, που διατυπώνονται με αινιγματικά λόγια και υπονοούμενα.
Στο επόμενο κεφάλαιο, που πραγματεύεται την ερμηνεία των μύθων, επισημαίνονται οι αρχές, που είναι χρήσιμες και αναγκαίες, για να διεισδύσει κάποιος στους πυρήνες αλήθειας των μύθων.
Ακολούθως προσεγγίζεται η γεωμυθολογία και εξηγείται η ουσία της. Συγκεκριμένα, ο όρος «γεωμυθολογία», επινοήθηκε από την Αμερικανίδα γεωλόγο και ηφαιστειολόγο Dorothy Vitaliano. Σύμφωνα με αυτήν, γεωμυθολογία είναι η διεπιστημονική ανάλυση των γνησίων μύθων, η οποία οδηγεί στον εντοπισμό των γεωφυσικών και ενδεχομένως και άλλων συμβάντων, αστρονομικών ή και ιστορικών, που υποκρύπτονται σε αυτούς. Μερικές φορές αυτή η ανάλυση προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες και γνώσεις για κατακλυσμούς, που διασώζονται με μυθικό περίβλημα στις παραδόσεις των λαών, αλλά και για άγνωστους κατά τα άλλα αρχαίους σεισμούς, θαλάσσιους ή λιμναίους σεισμικούς κυματοσυρμούς, τεχνικά έργα, καθώς και άγνωστα αστρονομικά φαινόμενα (διελεύσεις κομητών, εκλείψεις, πτώσεις μετεωριτών, αλλαγές του βορείου πόλου της ουράνιας σφαίρας, συσχετισμούς αστερισμών με συγκεκριμένους ήρωες κλπ.), που συνέβησαν στο απώτερο παρελθόν.
Στη συνέχεια, διερευνώνται οι τρεις κατακλυσμοί της ελληνικής παράδοσης, οι άθλοι και τα έργα του Ηρακλή, που έχουν γεωμυθολογικό ενδιαφέρον, και προτείνονται ταυτοχρόνως συγκεκριμένα περαιτέρω ερευνητικά πεδία για καλύτερη τεκμηρίωσή τους.
Τέλος, διερευνάται η ώσμωση των πολιτισμών της ανατολικής Μεσογείου και δίνεται απάντηση στο ερώτημα, εάν η ελληνική μυθολογία απηχεί γεωλογικές και κλιματολογικές μεταβολές, που συνέβησαν μάλλον στην ευρύτερο χώρο του Αιγαίου ή σε άλλες περιοχές του κόσμου.
Στο κεφάλαιο, που πραγματεύεται την ερμηνεία των μύθων, επισημαίνονται οι αρχές, που είναι χρήσιμες και αναγκαίες, για να διεισδύσει κάποιος στους πυρήνες αλήθειας των μύθων.
Όμως, για να γίνει με σωστό τρόπο η ερμηνεία των γεωλογικής και αστρονομικής υφής μύθων, απαιτούνται ολοκληρωμένες γνώσεις στα πεδία της γεωλογίας, της αστρονομίας, της αρχαιολογίας, της φιλολογίας, της ιστορίας, της συγκριτικής μυθολογίας και της ανθρωπολογίας. Η γεωλογική, αστρονομική και εν γένει επιστημονική μελέτη της μυθολογίας μπορεί να αποκαλύψει κωδικοποιημένες μνήμες γεωλογικών και αστρονομικών συμβάντων του παρελθόντος, παρέχοντας έτσι μία δεξαμενή επιστημονικών δεδομένων. Από την άλλη μεριά συντελεί επίσης στο να δώσει μία νέα οπτική γωνία στην ιστορική, την αρχαιολογική και την ανθρωπολογική έρευνα, ανοίγοντας παράθυρα σε πεδία γνώσεων, που φωτίζουν την πρώιμη σύλληψη του κόσμου και βελτιώνουν την αυτογνωσία του ανθρώπου.
Εν συνεχεία, η εργασία πραγματεύεται τους τρεις κατακλυσμούς της ελληνικής παράδοσης, που προσφέρονται για γεωμυθολογική έρευνα.
Συγκεκριμένα, για τον κατακλυσμό του Δαρδάνου γράφει μεταξύ άλλων ο Διόδωρος Σικελιώτης: «Ο κατακλυσμός αυτός έγινε επειδή κατ’ αρχήν άνοιξε το στόμιο γύρω από τις Κυάνεες πέτρες, εκεί που τοποθετούνται οι Συμπληγάδες πέτρες (η θέση τους βρισκόταν κατά πάσα πιθανότητα στην έξοδο των στενών του Βοσπόρου προς τον Εύξεινο Πόντο). Στη συνέχεια άνοιξε το στόμιο του Ελλησπόντου. Αυτό συνέβη επειδή η Θάλασσα του Πόντου, δηλαδή ο υδάτινος όγκος του πόντου, που μέχρι τότε ήταν λίμνη, γέμισε από τα νερά των ποταμών που χύνονται σε αυτήν, με αποτέλεσμα να ανέβει η στάθμη της τόσο πολύ, ώστε να υπερχειλίσει τα στενά του Βοσπόρου, να γεμίσει την Προποντίδα και κατόπιν, αφού υπερχείλισε και το Στενό του Ελλησπόντου, να ξεσπάσει στο Αιγαίο. Το αποτέλεσμα ήταν να κατακλυστεί μεγάλη παραθαλάσσια περιοχή, όχι μόνον της Ασίας αλλά και της Σαμοθράκης».
Σύμφωνα με την έρευνα, που διεξήχθη, ο κατακλυσμός του Δαρδάνου έγινε σε δύο φάσεις: μία κατά την οποία τα νερά του υδάτινου όγκου του Ευξείνου Πόντου χύθηκαν στο Αιγαίο (μεταξύ των ετών 14500 και 12500 Π.Α.Σ.) και μία κατά την οποία τα νερά του Αιγαίου πελάγους, μετά τη διάνοιξη του στενού του Βοσπόρου, χύθηκαν υπό μορφή μεγάλου καταρράκτη στην Μαύρη Θάλασσα περί το έτος 7600 Π.Α.Σ. (5600 π.Χ.). Κατά πάσα πιθανότητα η δεύτερη φάση αυτού του κατακλυσμού έδωσε το έναυσμα της δημιουργίας των μύθων των κατακλυσμών του Atrahasis, του Ziusudra, του Utnapistim και του Νώε. Οι δύο αυτές φάσεις του κατακλυσμού του Δαρδάνου χρειάζονται ωστόσο περαιτέρω συστηματικές γεωλογικές, γεωφυσικές και ενάλιες αρχαιολογικές έρευνες, για να τεκμηριωθούν πλήρως.
Ως προς τον κατακλυσμό του Ωγύγου, ο Ελλάνικος γράφει ότι αυτός έγινε χίλια είκοσι έτη πριν από την πρώτη Ολυμπιάδα. Δεδομένου δε ότι η πρώτη Ολυμπιάδα τοποθετείται στο έτος 776 π.Χ., συνάγεται ότι ο κατακλυσμός αυτός έγινε το έτος 1796 π.Χ. Η συσχέτιση όμως του Ωγύγου με τον Κρόνο, τους Τιτάνες και τα γεωλογικά γεγονότα της Θεσσαλίας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο ομώνυμος κατακλυσμός θα πρέπει μάλλον να έγινε σε πολύ παλιά εποχή και κατά πάσα πιθανότητα μεταξύ των ετών 14500 και 12500 Π.Α.Σ. Και αυτή όμως η εκδοχή χρήζει περαιτέρω γεωλογικής έρευνας, για να τεκμηριωθεί.
Τέλος, ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα έχει σχέση κυρίως με τρία διαφορετικά σημεία αναφοράς:
α. Με τον Κορινθιακό κόλπο. Η εκδοχή αυτή έχει πλήρως τεκμηριωθεί από τον Λυκούση και άλλους, σύμφωνα με τους οποίους ο κόλπος αυτός επανειλημμένως είχε μετατραπεί από λιμναία σε θαλάσσια λεκάνη και αντιστρόφως, κατά τη διάρκεια του ανώτερου Πλειστοκαίνου (126.000 – 10.000 Π.Α.Σ.), γεγονός που οφείλεται στην διακύμανση της στάθμης της παγκόσμιας θάλασσας και στο μικρό βάθος του στενού του Ρίου – Αντιρρίου.
Ο Κορινθιακός κόλπος παρέμεινε απομονωμένος από την Μεσόγειο θάλασσα μέχρι 13000 χρόνια Π.Α.Σ. Η τελευταία αυτή χρονολογία αποτελεί και το όριο των λιμναίων καθιζήσεων και της εγκατάστασης θαλασσίων συνθηκών σε αυτόν. Με την εισροή των θαλασσίων υδάτων στον κόλπο πλημμύρισαν οι παράκτιες περιοχές, μεταξύ των οποίων και η περιοχή της τότε Φωκίδας, με την οποία συσχετίζεται και ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα. Ο Δευκαλίων σώθηκε με την κατασκευή κάποιας σχεδίας, η οποία προσάραξε στον Παρνασσό. Κατά πάσα όμως πιθανότητα ο γεωγραφικός όρος «Παρνασσός» δεν αναφέρεται μόνον στο ομώνυμο όρος, αλλά σε μία ευρύτερη περιοχή, η οποία συμπεριλαμβάνει και το όρος.
β. Με την Θεσσαλία. Σχετικά με αυτή την εκδοχή, ο Απολλόδωρος γράφει ότι ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα έγινε όταν διαχωρίστηκαν τα όρη της Θεσσαλίας, γεγονός που συνέβη κατά πάσα πιθανότητα μεταξύ των ετών 14500 και 12500 Π.Α.Σ. Σε αυτήν την περίοδο έχει επισημανθεί σημαντικές κλιματολογικές και γεωλογικές αναστατώσεις σε όλον τον πλανήτη. Εάν γίνουν γεωτρήσεις στη Θεσσαλία, θα καταστεί δυνατόν να αποδειχθεί εάν πράγματι έγινε στην περιοχή αυτή ένας ή περισσότεροι κατακλυσμοί. Οι πυρήνες των γεωτρήσεων μπορούν να χρονολογηθούν.
Επίσης για τη σχέση του κατακλυσμού του Δευκαλίωνα με τη Θεσσαλία και τον Παρνασσό, ο Παύλος Ορόσιος, Λατίνος συγγραφέας του 5ου αιώνα μ.Χ., γράφει ότι ο κατακλυσμός αυτός έγινε το έτος 810 προ της κτίσεως της Ρώμης (που έγινε το έτος 753 π.Χ.), όταν βασιλιάς της Αθήνας ήταν ο Αμφικτύων, τρίτος μετά τον Κέκροπα. Κατά τους χρόνους της βασιλείας του, πλημμύρες υδάτων κατέκλυσαν το μεγαλύτερο μέρος των λαών της Θεσσαλίας και μόνο λίγοι σώθηκαν, καταφεύγοντας στα όρη και κυρίως στον Παρνασσό, στην περιοχή του οποίου βασίλευε τότε ο Δευκαλίων, ο οποίος, αφού παρέλαβε με πλοία όσους κατέφυγαν προς αυτόν, τους περιέθαλψε και τους έθρεψε στις δίδυμες κορυφές του Παρνασσού. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, διαδίδουν ότι από αυτόν ξαναδημιουργήθηκε το γένος των ανθρώπων.
Και αυτή όμως η εκδοχή χρειάζεται περαιτέρω επιστημονική διερεύνηση.
γ. Όμως το Πάριο χρονικό, χωρίς να συσχετίζει τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα με κάποια περιοχή, τον θεωρεί πολύ μεταγενέστερο. Συγκεκριμένα γράφει ότι ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα έγινε 1265 έτη πριν από τη συγγραφή του Χρονικού. Και δεδομένου ότι το Χρονικό αυτό συντάχθηκε το έτος 264 / 3 π.Χ., επί του Αθηναίου επωνύμου άρχοντος Διογνήτου, θα πρέπει να έγινε το έτος 1529 / 8 π.Χ. Υπάρχει όμως η πιθανότητα, ο κατακλυσμός που αναφέρεται στο Πάριο χρονικό, να είναι κάποιος μεταγενέστερος τοπικός κατακλυσμός της 2ης χιλιετίας π.Χ., που έχει διασωθεί με το ίδιο όνομα και που θα πρέπει να επιβεβαιωθεί με γεωλογικές έρευνες στην περιοχή της Αττικοβοιωτίας.
Καταλήγοντας, συνάγουμε το συμπέρασμα ότι και οι τρεις κατακλυσμοί της ελληνικής παράδοσης, του Δαρδάνου, του Ωγύγου και του Δευκαλίωνα, σχετίζονται με γεωλογικά φαινόμενα της ευρύτερης περιαιγαιακής περιοχής, που συνέβησαν κατά την τελευταία τήξη των παγετώνων και τις μεγάλες πλημμύρες που προκάλεσε αυτή, μεταξύ των ετών 14500 και 12500 Π.Α.Σ., επομένως πριν από την εποχή της Younger Dryas (12500 – 11400 Π.Α.Σ.), της τελευταίας δηλαδή από τις τρεις ψυχρές περιόδους (Oldest, Older και Younger Dryas), που διέκοψαν κατά διαστήματα την τάση αύξησης της θερμοκρασίας, η οποία είχε ήδη αρχίσει το 18000 Π.Α.Σ.
Στη συνέχεια η έρευνα επικεντρώθηκε στους ακόλουθους άθλους του Ηρακλή, οι οποίοι παρουσιάζουν γεωμυθολογικό ενδιαφέρον:
α. Η διαμάχη Ηρακλή και Αχελώου: Η πάλη του Ηρακλή με τον Αχελώο είναι η εκτροπή και διευθέτηση του ορμητικού σαν ταύρου ποταμού. Το φιδίσιο κορμί του είναι οι μαίανδροι που σχηματίζει, το δε κέρας που αποκόπτει ο Ηρακλής είναι η «ευθυγράμμιση» και παράκαμψη ενός μαιάνδρου, ο οποίος όταν αποκόπτεται από τη ροή του ποταμού, προσφέρεται ως εύφορη γη για καλλιέργειες. Η νέα γη, αποστραγγισμένη από τα νερά του ποταμού, είναι πραγματικά το κέρας της Αμαλθείας, δηλαδή το κέρας της Αφθονίας.
Με τον θεό - ποταμό Αχελώο συνάπτεται και ο μύθος των Εχινάδων, που έχει γεωμυθολογική σημασία. Σύμφωνα με τον Λατίνο ποιητή Οβίδιο (Μεταμορφώσεις, VIII, στ. 573 – 591), οι Εχινάδες ήταν πέντε ναϊάδες νύμφες, που κατοικούσαν δεξιά και αριστερά του Αχελώου. Πρόσφεραν θυσίες σε όλους τους θεούς, εκτός από τον Αχελώο. Εξ αιτίας αυτού του γεγονότος, αυτός οργίσθηκε και πέταξε τις Εχινάδες στη θάλασσα, μετατρέποντάς τις σε νησιά. Το μυθικό αυτό γεγονός υποκρύπτει ένα γεωλογικό συμβάν. Είναι διαπιστωμένο ότι πριν από 18000 χρόνια οι Εχινάδες νήσοι ήταν προέκταση της ξηράς της Αιτωλοακαρνανίας. Ανέβηκε, λοιπόν, η στάθμη της θάλασσας σιγά σιγά και κατέκτησε την ξηρά, αφήνοντας να προεξέχουν μόνον οι λόφοι. Αυτή η διεργασία ξεκίνησε 16.000-18.000 χρόνια πριν. Και στην περίπτωση αυτή ο μύθος αποδεικνύεται αληθινός.
β. Ο μύθος του Ηρακλή και του Λίχα: Ο Ηρακλής λόγω των αφόρητων πόνων που του προκάλεσε ο χιτώνας τον οποίο του προσκόμισε κατ’ εντολή της Δηιάνειρας ο Λίχας, άρπαξε τον Λίχα και τον εκσφενδόνισε προς τη θάλασσα και κατά πάσα πιθανότητα προς τον βόρειο Ευβοϊκό Κόλπο. Τα κομμάτια του Λίχα σχημάτισαν τα νησάκια Λιχάδες και το όρος επάνω από το ακρωτήριο ονομάστηκε Λιχάς. Και σε αυτή την περίπτωση, ένα γεωλογικό γεγονός που είχε συμβεί στην περιοχή του Βόρειου Ευβοϊκού προ χιλιάδων ετών και σε κάθε περίπτωση μεταξύ των ετών 18000 και 6000 Π.Α.Σ., πιστώθηκε στον ήρωα Ηρακλή.
Τα Λιχαδονήσια είναι ηφαιστειακά νησιά. Η εμφάνιση των νησιών ίσως βέβαια να είχε σχέση με το ανεβοκατέβασμα του νερού, εξ αιτίας των κλιματοευστατικών κινήσεων της στάθμης της θάλασσας, αλλά και με την άνοδο και πτώση των νερών της παλαιολίμνης, που υπήρχε πριν 9.000 χρόνια στην περιοχή, εκεί όπου βρίσκεται σήμερα ο βόρειος Ευβοϊκός κόλπος.
γ. Ο μύθος του Ηρακλή και του Προμηθέα: Ο Προμηθεύς είναι μία θεότητα της φωτιάς, όπως προκύπτει από την κλοπή και τη μεταφορά του πυρός στους ανθρώπους. Άλλωστε και το όνομά του συσχετίζεται με τη σανσκριτική λέξη pramantha, που σημαίνει «καλάμι, που παράγει φωτιά», στην περιοχή του Ινδού ποταμού. Όμως το γεγονός της τοποθέτησης ενός θεού της φωτιάς επάνω σε βουνό, θα μπορούσε, κατά τους E. και P. Barber, να μάς οδηγήσει στη σκέψη ενός ηφαιστείου, διότι συνήθως ένα ηφαίστειο είναι ένα βουνό που έχει φωτιά στην κορυφή του. Το όρος επάνω στο οποίο ήταν προσηλωμένος ο Προμηθεύς, σύμφωνα με τον Αισχύλο και τον Απολλόδωρο, ήταν ο Καύκασος της Σκυθίας.
Πράγματι στην περιοχή που αναφέρουν οι αρχαίοι Έλληνες ότι ήταν προσηλωμένος ο Προμηθεύς, υπάρχει ένα ηφαίστειο, που θα μπορούσε να είναι ο ίδιος ο Προμηθεύς ως γεωλογικό φαινόμενο, το οποίο αποκρυσταλλώθηκε στον μύθο. Το ηφαίστειο αυτό είναι το Elbrus, που έχει ύψος άνω των 5.400 μέτρων, ανήκει στην οροσειρά του Καυκάσου και γειτονεύει με την ανατολική πλευρά της Μαύρης Θάλασσας. Πρόσφατες χρονολογήσεις των εκρήξεων του Elbrus προσφέρουν ένα πιθανό χρονοδιάγραμμα των αρχικών εκρήξεων, που οδήγησαν στην τεράστια φήμη του όρους αυτού. Μία σειρά εκρήξεων έγινε μεταξύ των ετών 5500 – 5200 π.Χ., μία δεύτερη μεταξύ των ετών 3300 – 2600 π.Χ. και μία τρίτη μεταξύ των ετών 1 – 100 μ.Χ. Πιθανόν λοιπόν η δεύτερη σειρά εκρήξεων του ηφαιστείου Elbrus, που ήταν και η πιο μακροχρόνια, να έδωσε το έναυσμα της δημιουργίας του μύθου του Προμηθέα, ο οποίος στην περιοχή του Καυκάσου έχει το όμοιό του στον μύθο του θεού Loki της Σκανδιναβικής μυθολογίας.
Στην περίπτωση λοιπόν που ο Προμηθεύς είναι ηφαίστειο, τί ακριβώς θα μπορούσε να ήταν ο αετός, που υπερίπτατο του Προμηθέα και έτρωγε το συκώτι του; Τα τεράστια φτερά του αετού θα μπορούσαν να είναι μία εικόνα του σύννεφου στάχτης, που εξέρχεται από το ηφαίστειο και εκτοξεύεται προς τον ουρανό. Αυτό μπορεί να φαίνεται ίσως υπερβολικό, αλλά δεν πρέπει να λησμονούμε πόσο κοινό είναι σε διάφορους λαούς να συσχετίζουν μείζονα καιρικά φαινόμενα με τις φτερούγες γιγάντιων πτηνών, όπως το Thunderbird, το πτηνό του κεραυνού, στην Αμερική.
δ. Ο μύθος της Λερναίας Ύδρας: Ο Ηρακλής προσπαθώντας να εξολοθρεύσει την Λερναία Ύδρα, άρχισε να κόβει ένα προς ένα τα κεφάλια του θηρίου. Η αποκοπή ενός κεφαλιού, που αντιπροσωπεύει μία εκροή νερού σε κάποιο καρστικό σημείο, πιθανόν κατέστη δυνατή με την τοποθέτηση ενός βράχου στο σημείο όπου ανέβλυζε το νερό, για να εμποδίσει την έξοδό του ή για να το αναγκάσει να ακολουθήσει άλλη διαδρομή. Εάν κάποιος τοποθετήσει ένα βράχο μπροστά στο στόμιο μιας καρστικής πηγής, το νερό θα αναβλύσει από δύο ή περισσότερα άλλα σημεία. Αυτή είναι η αιτία του γεγονότος ότι στη θέση ενός κεφαλιού που απέκοπτε ο Ηρακλής, φύτρωναν δύο άλλα.
ε. Ο μύθος του Αυγεία: Τα τεχνικά έργα, που συσχετίζονται με τον καθαρισμό της όνθου του Αυγεία δεν έγιναν κατά πάσα πιθανότητα στον χώρο της Ηλείας, αλλά στην περιοχή της Τίρυνθας, που κατά τον Μαριολάκο συσχετίζονται με την κατασκευή του μυκηναϊκού φράγματος της Τίρυνθας. Το φράγμα αυτό διατηρείται σε καλή κατάσταση, έχει διεύθυνση Βορρά-Νότου, μήκος 80-100 μέτρων, πλάτος βάσης 60 μέτρων και σωζόμενο ύψος 8 μέτρων. Η χρονολόγηση της κατασκευής του κατά τη διάρκεια της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Β περιόδου (1300-1200 π.Χ.) συμπίπτει με την περίοδο της μεγαλύτερης ακμής του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Το τεχνικό αυτό επίτευγμα των Μυκηναίων μπορεί να συγκριθεί με τα αποστραγγιστικά έργα μεγάλης τάξεως στην Κωπαΐδα. Θα αποκτήσουμε όμως την βεβαιότητα ότι ο άθλος αυτός του Ηρακλή έγινε στην περιοχή της Τίρυνθας και όχι στην περιοχή των ποταμών Αλφειού και Πηνειού, μόνο εάν γίνει γεωαρχαιολογική έρευνα στην περιοχή της Δυτικής Πελοποννήσου και αποδειχθεί ότι δεν συνέβη εκεί το γεγονός που αναφέρεται στον μύθο.
στ. Ο μύθος των Στυμφαλίδων ορνίθων: Υπάρχει το ενδεχόμενο ο μύθος αυτός να συσχετίζεται με έργα διαχείρισης των υδάτων της λίμνης Στυμφαλίας, που είχαν γίνει κατά στους προϊστορικούς χρόνους. Το εύρος των υδάτων της λίμνης αυτής ποίκιλλε ανάλογα με τη βροχόπτωση και τον έλεγχο της απορροής τους από φυσικές ή τεχνητές καταβόθρες. Ο άθλος του Ηρακλή συσχετίζεται πιθανότατα με το έργο αυτό. Ενισχυτικό της ερμηνείας αυτής είναι και το γεγονός ότι υδραυλικά έργα αντίστοιχης αρχαιότητας και τεχνικής έχουν επισημανθεί και στη γειτονική της Στυμφάλου κλειστή κοιλάδα της Φενεού, που οι αρχαίοι τα απέδιδαν στον Ηρακλή.
ζ. Ο μύθος του Γηρυόνη: Γιατί ο Γηρυόνης έχει τρία κεφάλια και επίσης γιατί «κραυγάζει», πράγμα που ακριβώς σημαίνει το όνομά του; Ο «Γηρυόνης» είναι ένα γεωλογικό φαινόμενο, συνεπώς τα κεφάλια του μπορούν να νοηθούν το ένα μέσα στο άλλο, όπως τον περιγράφει ο Φιλόστρατος. Δηλαδή ομιλούμε για ένα συγκεντρικό διαπειρογενή πολυδακτυλιόσχημο κρατήρα τριών ομoκέντρων κύκλων. Εφόσον λοιπόν ισχύουν τα ανωτέρω, τότε η «κραυγή» του οφείλεται στο ότι στον συγκεντρικό κρατήρα του το συμπιεσμένο αέριο (μεθάνιο) που βρίσκεται μέσα στη γη, εκτονώνεται με ταχύτητα από κάτω προς τα πάνω, δημιουργώντας ήχο.
η. Ο μύθος του Άτλαντα: Ο Άτλας είναι, κατά τον Ηρόδοτο, ένα πολύ υψηλό όρος στη Βόρειο Αφρική, στενό και κυκλοτερές, που οι εντόπιοι το ονομάζουν κίονα του ουρανού. Το γεγονός όμως της μεταφοράς της στήριξης του ουρανίου θόλου από τον Άτλαντα στον Ηρακλή και αντιστρόφως, πιθανόν να έχει και αστρονομική σημασία.
Συγκεκριμένα, λόγω του φαινομένου της μετάπτωσης των ισημεριών, με την αλλαγή της θέσης του άξονα της γης, αλλάζουν και οι πόλοι της ουράνιας σφαίρας, διαγράφοντας κύκλους, τον βόρειο και τον νότιο, που η ολοκλήρωσή τους απαιτεί 25.796 έτη. Σήμερα ο βόρειος πόλος του ουρανού βρίσκεται σε απόσταση μιας μοίρας από τον αστέρα «άλφα» της Μικρής Άρκτου. Κατά τη διάρκεια της τρίτης χιλιετίας π.Χ. πολικός αστέρας ήταν ο Thuban ή «άλφα» του αστερισμού του Δράκοντα. Στο τέλος της ενδέκατης χιλιετίας π.Χ. ο βόρειος πόλος του ουρανού βρισκόταν μεταξύ των αστέρων «Ιώτα» και «Θήτα» του αστερισμού του Ηρακλή. Η μεταβίβαση, λοιπόν, της στήριξης του ουρανού από τον Άτλαντα στον Ηρακλή σημαίνει μάλλον την αλλαγή του βορείου πόλου του ουρανού.
Αλλά και ο φόνος του δράκοντα, που φύλαγε τα μήλα των Εσπερίδων, από τον Ηρακλή έχει ενδεχομένως αστρονομική σημασία. Ο βόρειος πόλος του ουρανού βρισκόταν κατά τη διάρκεια της τρίτης χιλιετίας π.Χ. στον αστέρα Thuban ή «άλφα» του αστερισμού του Δράκοντα. Αργότερα, ο βόρειος πόλος του ουρανού μετακινήθηκε. Η μετακίνηση αυτή είχε ως συνέπεια να παραμερισθεί ως βόρειος πόλος ο αστερισμός του Δράκοντα ή με τη μυθική ορολογία να «φονευθεί» ο Δράκων. Εφόσον λοιπόν θεωρήθηκε ότι «φονεύθηκε» ο Δράκων, θα έπρεπε να τον είχε φονεύσει κάποιος μεγάλος ήρωας, όπως ο Ηρακλής. Σε άλλους μύθους δρακοκτόνοι είναι ο Απόλλων, που φόνευσε τον δράκοντα Πύθωνα στον Παρνασσό, ο Ιάσων που σκότωσε στην Κολχίδα τον δράκοντα με τη βοήθεια της Μήδειας, για να αρπάξει το χρυσόμαλλο δέρας, και τέλος ο Κάδμος, που σκότωσε στη Θήβα τον δράκοντα και έσπειρε τα δόντια του από τα οποία φύτρωσαν οι σπαρτοί.
Ένα άλλο πρόβλημα που διερευνήθηκε είναι το εάν υπήρξε ώσμωση πολιτισμών στην ανατολική Μεσόγειο. Μερικές περιπτώσεις είναι ενδεικτικές. Αναφέρονται ενδεικτικά οι εξής:
α. Η μάχη του Δία με τον Τυφωέα / Τυφώνα, που παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με τον Χεττιτικό «Μύθο του Illuyankas», στον οποίο ο δράκοντας Illuyankas μάχεται με τον Teshub, θεό του καιρού.
β. Οι άθλοι του Ninurta: Υπάρχουν εντυπωσιακές ομοιότητες μεταξύ των άθλων του σουμεριακού θεού Ninurta και των αντιστοίχων του Ηρακλή, που αποδεικνύουν την μυθολογική ώσμωση και την προσοικείωση στοιχείων του ενός πολιτισμού στον άλλο. Η φήμη του Ninurta βασίζεται σε μία σειρά δώδεκα «άθλων». Κατέβαλε δώδεκα μυθικά τέρατα, μεταξύ των οποίων έναν άγριο ταύρο, μίαν έλαφο, ένα λιοντάρι, που ήταν «ο τρόμος των θεών», και ένα επτακέφαλο ερπετό. Ο Ninurta συνήθως ταυτίζεται με τη μορφή ενός θεού με ρόπαλο, τόξο και λεοντή, που απεικονίζεται σε Μεσοποταμιακές σφραγίδες και η σύνδεσή του με τον Ηρακλή καθίσταται αναπόφευκτη.
Στο τελευταίο μέρος της εργασίας διερευνήθηκε το ερώτημα κατά πόσο η ελληνική μυθολογία απηχεί γεωλογικές και κλιματολογικές μεταβολές, που συνέβησαν στον ευρύτερο χώρο του Αιγαίου ή σε άλλες περιοχές του κόσμου.
Αυτό το ερώτημα απαντήθηκε με συνδυασμό των απόψεων των Σακελλαρίου (ιστορικού), Χουρμουζιάδη (αρχαιολόγου), Μαριολάκου (γεωλόγου), Renfrew (αρχαιολόγου), Σάμψων (αρχαιολόγου), Cavalli-Sforza (γενετιστή), Τριανταφυλλίδη (γενετιστή) και Skoglund (επικεφαλής ομάδας ειδικών της εξελικτικής Βιολογίας, της Γεωγενετικής, της Οστεοαρχαιολογίας και της Βιοστατιστικής), και με διερεύνηση των γλωσσικών, αρχαιολογικών, γεωλογικών, μυθολογικών και γενετικών δεδομένων. Το συμπέρασμα, που προέκυψε, είναι ότι κατά πάσα πιθανότητα οι κάτοικοι του σημερινού ελλαδικού χώρου οι οποίοι εξελίχθησαν με αυτήν την ιδιαίτερη αναγνωρίσιμη πολιτισμική ταυτότητα από την εποχή του Homo Sapiens, 50000 Π.Α.Σ., έστω και εάν κατά τα προϊστορικά χρόνια δεν είχαν συνείδηση της κοινής τους καταγωγής, θα πρέπει να είχαν συνεχή παρουσία στον Αιγαιακό χώρο, τουλάχιστον τα τελευταία δέκα χιλιάδες χρόνια.
Εκτός των άλλων, θα πρέπει να επισημανθεί, ότι η εργασία πραγματεύεται τα γεωμυθολογικά θέματα με εξαντλητική κατά το δυνατόν χρήση των αρχαίων ελληνικών και λατινικών πηγών.
|