Περίληψη: | Την εργασία απασχολούν οι τεχνικές του θεάτρου εν θεάτρω στη νεοελληνική δραματουργία που χρησιμοποιεί τον αρχαίο μύθο ως ανακλαστικό καθρέπτη, ο οποίος τέμνει τις πλοκές του έργου-πλαισίου και του εγκιβωτισμένου έργου και αναπτύσσει μια ειρωνική μεταγλώσσα, που διαφοροποιεί αισθητικά και υφολογικά την επική και τραγική ποίηση από τη νεωτερική, μεταπολεμική δραματουργία που τις εγκιβωτίζει. Αφού εκτεθούν τα προβλήματα που προκύπτουν από την ευρυχωρία του όρου μεταθέατρο, που «εγκιβωτίζει» το θέατρο εν θεάτρω, ο τελευταίος εξετάζεται ως ειδική μορφή, φόρμα, υπο-είδος και τεχνική, όπως ορίστηκε από τη δραματουργία του μπαρόκ, εκείνη της ρομαντικής ειρωνείας, του Πιραντέλλο, μέχρι τη μεταμπρεχτική και μεταμπεκετική δραματική παραγωγή, για να δοθεί τελικώς έμφαση στην αποκλειστικά αρχαιόθεμη ελληνική και αλλοδαπή δραματική σχετική παραγωγή. Στο corpus περιλαμβάνονται τρία νεοελληνικά αρχαιόμυθα έργα: Η βουή (1997) του Παύλου Μάτεσι, που εγκιβωτίζει ανολοκλήρωτη παράσταση και την αυτοσχέδια πρόβα της, με απαγγελίες και μίμηση μικροεπεισοδίων από την Ιλιάδα, και ανεκδοτολογικό υλικό από την τρωική περιπέτεια, σε ένα έργο-πλαίσιο που επανεξετάζει το μύθο των Ατρειδών, υιοθετώντας ανοίκειες σε αυτόν δομές˙ Η τελευταία πράξη (1998) του Ιάκωβου Καμπανέλλη, όπου, με αφορμή το επικό οδυσσεϊκό παρελθόν και μια προγενέστερη πραγμάτευση του μύθου από το συγγραφέα, στήνεται ένα τριπλό θέαμα με ένα εξωσκηνικό δράμα, ένα αθέατο εσωσκηνικό δράμα και μια ανοιχτή προς όλους δοκιμή, με κεντρική μορφή τον αθέατο, διηγητικό Οδυσσέα, που διεκδικεί νέα οδύσσεια μέσω του θεάτρου˙ και Οι ηθοποιοί (2001) του Γιώργου Σκούρτη, όπου οι ηθοποιοί-χαρακτήρες του διεκδικούν με το εγκιβωτισμένο έργο εγκατάσταση στη «σοβαρή μυθολογία», εμφανίζοντας τον προς παράσταση Αγαμέμνονα ως Βίβλο, στις διατάξεις της οποίας υπάγονται τα περιστατικά των τριών τους, προκειμένου να ελεγχθούν οι εκλεκτικές τους συγγένειες με τους ήρωες του οίκου των Ατρειδών. Η μελέτη στα εν λόγω θεατρικά έργα, των χρήσεων των εγκιβωτισμών παραστάσεων και προβών, σε καθορισμένα ή συγκεχυμένα χρονικά και χωρικά πλαίσια, επιχειρεί να εξηγήσει τις δυνατότητες μετατόπισης ηθοποιών και εξωκειμενικών θεατών σε ρητές ή άρρητες μυθοπλασίες, καθώς και τις δυνατότητες παραβίασης του συνόρου μύθου και πραγματικότητας. Εξηγείται κατά πόσον σε επίπεδο υπερκειμενικής ζενετικής διακειμενικότητας τα υποκείμενα έργα καθορίζουν τη μυθοπλασία του έργου-πλαισίου, του εγκιβωτισμένου ή και των δύο, και αν δικαιώνεται ο χαρακτηρισμός υποκείμενο ως ενθυλακωμένο έργο στο υπερκείμενό του πρωτεύον. Η συνεξέταση συμβάλλει στον έλεγχο τού κατά πόσον η εγκιβωτισμένη ή η πλαισιωτική μυθοπλασία, που αρδεύεται από την προϋπάρχουσα κειμενική τραγική, επική ή άλλη κλασική παράδοση, κυρώνει ή υπονομεύει τις τραγικές δέσεις και λύσεις ή διανοίγει προοπτικές σε νέους μύθους. Μέσα από την εξέταση, διαφαίνεται πώς ο χειρισμός του θεάτρου εν θεάτρω γίνεται ένας χειρισμός μιας ρητορικής περί της ύπαρξης, της αναβίωσης ή του θανάτου του αρχαίου μύθου στο πεδίο της νεωτερικότητας.
|