Μαθησιακά αντικείμενα : διαδικασίες επαναχρησιμοποίησης και εκτίμηση κόστους

Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται ραγδαία εξέλιξη των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών, ενώ συγχρόνως η διάθεση εκπαιδευτικού υλικού μέσω συστημάτων ηλεκτρονικής μάθησης αυξάνεται συνεχώς. Τα μαθησιακά αντικείμενα (ΜΑ) αποτελούν ένα νέο τρόπο προσέγγισης της οργάνωσης του εκπαιδευτικού...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Κωστόπουλος, Γεώργιος
Άλλοι συγγραφείς: Πιντέλας, Παναγιώτης
Μορφή: Thesis
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2014
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://hdl.handle.net/10889/8108
Περιγραφή
Περίληψη:Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται ραγδαία εξέλιξη των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών, ενώ συγχρόνως η διάθεση εκπαιδευτικού υλικού μέσω συστημάτων ηλεκτρονικής μάθησης αυξάνεται συνεχώς. Τα μαθησιακά αντικείμενα (ΜΑ) αποτελούν ένα νέο τρόπο προσέγγισης της οργάνωσης του εκπαιδευτικού περιεχομένου και βρίσκονται στον πυρήνα του νέου διδακτικού σχεδιασμού (Νικολόπουλος, Πιερρακέας, & Καμέας, 2011), αποτελώντας τη βάση για τη δημιουργία και το χειρισμό ψηφιακού εκπαιδευτικού περιεχομένου στην τεχνολογικά ενισχυμένη μάθηση (Sampson, & Zervas, 2011). Έχοντας μια σχετικά σύντομη ζωή στο χώρο της ηλεκτρονικής μάθησης, έχουν γίνει σήμερα ο επικρατέστερος ανάμεσα σε διάφορους άλλους όρους οι οποίοι προσπαθούν να περιγράψουν την ποικιλία των διαθέσιμων ψηφιακών πόρων που μπορούν να αξιοποιηθούν στην εκπαιδευτική διαδικασία (Βορβυλάς, 2013). Ο στόχος της συγκεκριμένης εργασίας είναι η μελέτη των ΜΑ, η αναλυτική περιγραφή των διαδικασιών επαναχρησιμοποίησης ΜΑ και η αξιολόγηση, μέσω χρήσης κατάλληλων μετρικών, του κόστους της επαναχρησιμοποίησης για τη δημιουργία μαθημάτων, ενοτήτων και προγραμμάτων σπουδών. Γνωστά στη διεθνή βιβλιογραφία ως αντικείμενα επικοινωνίας (Norton 1996), εκπαιδευτικά αντικείμενα (Friesen, 1996), επαναχρησιμοποιήσιμα αντικείμενα μάθησης (Barritt, Lewis and Wieseler 1999), γνωστικά αντικείμενα (Merrill, 1998), αντικείμενα πληροφοριών (Gibbons, Nelson, & Richards, 2000), διδακτικές μονάδες (Koper, 2001) κ.ά., τα ΜΑ έχουν εμφανισθεί τις δύο τελευταίες δεκαετίες και αποτελούν τη βάση για τη δημιουργία και το χειρισμό εκπαιδευτικού ψηφιακού περιεχομένου για τις ανάγκες της εκπαίδευσης, της μάθησης και της εξάσκησης των μαθητών. Ορισμοί έχουν δοθεί για τα ΜΑ, όπως για παράδειγμα από τον J. L’Allier (1997), το Institute of Electrical and Electronics Engineers (2000), τον David A. Wiley (2002), τους Rehak & Mason (2003), τον Polsani (2003), τον Andres Chiappe (2007), κ.ά. Παρόλα αυτά, οι προσπάθειες για την ανάπτυξη ή αποδοχή ενός κοινού εννοιολογικού ορισμού για τα ΜΑ από την εκπαιδευτική κοινότητα και τους εμπλεκόμενους φορείς, δεν έχουν καρποφορήσει. Εντούτοις, έχουν γίνει κοινά αποδεκτά κάποια λειτουργικά χαρακτηριστικά των ΜΑ, τα οποία σύμφωνα με τον Polsani (2003) είναι: • Προσβασιμότητα (Accessibility) • Επαναχρησιμοποίηση (Reusability) • Διαλειτουργικότητα (Interoperability) Ποικίλες θεωρήσεις κυριαρχούν αναφορικά με τη δομή και το μέγεθος ενός ΜΑ, η οποία πρέπει να περιλαμβάνει οπωσδήποτε την εκπαιδευτική προσέγγιση (ένα ΜΑ πρέπει να συνδέεται με έναν ή περισσότερους μαθησιακούς στόχους και πρέπει να υποστηρίζει την εκπαιδευτική διαδικασία (Νικολόπουλος κ.ά, 2011)), τις τεχνικές προδιαγραφές (μέγεθος-επίπεδο συνάθροισης), τα μεταδεδομένα, τον κύκλο ζωής, καθώς και την, βασισμένη σε κατάλληλες μετρικές, αξιολόγηση του κόστους επαναχρησιμοποίησής του. Θα μελετηθεί η διαδικασία επαναχρησιμοποίησης ΜΑ, η οποία αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των ΜΑ. Η βασική ιδέα αφορά στη χρήση μικρών, διακριτών ΜΑ ή/και το συνδυασμό τους για τη δημιουργία νέων, τα οποία να αποτελούν ένα ενιαίο εκπαιδευτικό σενάριο που να μπορεί να λειτουργήσει σε διαφορετικά εκπαιδευτικά πλαίσια, καθώς και σε διαφορετικά άτομα. Από τη μια, ένα σημαντικό πλεονέκτημα που συνεπάγεται η επαναχρησιμοποίηση ενός ΜΑ είναι η σημαντική μείωση του κόστους σχεδιασμού και ανάπτυξης των απαιτούμενων πόρων, διατηρώντας παράλληλα την ποιότητα, και από την άλλη μπορεί να αποτελέσει ένα δείκτη της υψηλής ποιότητας των διαθέσιμων ΜΑ, με την παραδοχή ότι όσο περισσότερο επαναχρησιμοποιείται ένα ΜΑ, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η ποιότητά του (Sampson, & Zervas, 2011). Εντούτοις, υπάρχουν και μειονεκτήματα από την επαναχρησιμοποίηση ΜΑ. Το βασικότερο είναι ότι μερικές φορές το κόστος της επαναχρησιμοποίησης μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το κόστος για τη δημιουργία νέων ΜΑ. Επίσης, πολλές φορές δεν είναι εύκολο να εμπιστευτεί κάποιος την ποιότητα των συστατικών μερών ΜΑ, τα οποία έχουν δημιουργηθεί από άλλους. Έτσι, δύσκολα είναι άμεσα μετρήσιμη η μείωση του κόστους και άρα το όφελος που προκύπτει κατά την επαναχρησιμοποίηση, κατά συνέπεια πολλές φορές συμφέρει η δημιουργία νέων ΜΑ από την επαναχρησιμοποίηση υφιστάμενων ΜΑ (Sommerville, 2006). Παρά τη σπουδαιότητα της έννοιας της επαναχρησιμοποίησης ΜΑ δεν υπάρχει κάποιος απλός τρόπος επακριβούς μέτρησης του κόστους-οφέλους που μπορεί να έχουμε σε αυτή τη διαδικασία. Η ύπαρξη μετρικών για την εκτίμηση του κόστους αποδοτικής επαναχρησιμοποίησης εκπαιδευτικών ΜΑ είναι δυνατό να διευκολύνει στον τομέα της συστηματικής αξιολόγησής τους και να δώσουν απάντηση στο ερώτημα: «Πότε αξίζει τον κόπο να επαναχρησιμοποιήσουμε και να ενσωματώσουμε ΜΑ ώστε να δημιουργήσουμε νέα;». Έτσι τελικά, θα γίνει μια μελέτη εντοπισμού και προσαρμογής μετρικών που σχετίζονται με τον τομέα της τεχνολογίας λογισμικού για την εκτίμηση του κόστους δημιουργίας εκπαιδευτικών σεναρίων και γενικότερα εκπαιδευτικού λογισμικού με επαναχρησιμοποίηση ΜΑ. Συνδέοντας αυτές τις μετρικές άμεσα με τα διάφορα στάδια του κύκλου ζωής των ΜΑ, είναι δυνατή η τελική εκτίμηση του κόστους επαναχρησιμοποίησης τους. Αυτό θα μπορούσε να δώσει τη δυνατότητα σε εκπαιδευτικούς, ιδρύματα και οργανισμούς να αξιολογήσουν αποτελεσματικά τη δημιουργία εκπαιδευτικών σεναρίων και εκπαιδευτικού λογισμικού με επαναχρησιμοποιήσιμα ΜΑ, καθώς και τη βελτίωσή τους (Sampson, & Zervas, 2011).