Περίληψη: | Οι επιφανειοδραστικοί παράγοντες είναι μόρια αμφίφιλα (αποτελούνται δηλ. από μια υδρόφιλη κεφαλή και μία υδρόφοβη ουρά). Λόγω της δομής τους αυτής παρέχεται η δυνατότητα, μέσω προσθήκης τους σε διάλυμα, να προκαλείται μείωση της επιφανειακής (υγρού-αέρα) και της διεπιφανειακής τάσης (υγρού-υγρού) επιτρέποντας στις δύο φάσεις να αναμιχθούν και να αλληλεπιδράσουν. Η ιδιότητά τους αυτή σε συνδυασμό με την ικανότητά τους να σχηματίζουν γαλακτώματα καθιστά τις ουσίες αυτές ιδιαίτερα σημαντικές, με πάρα πολλές εφαρμογές στη σύγχρονη βιομηχανία τροφίμων αλλά και σε περιβαλλοντικές εφαρμογές, όπως στην αποκατάσταση αποδεκτών ρυπασμένων με υδρογονάνθρακες ή μέταλλα, στη μικροβιακή αύξηση ανάκτησης πετρελαίου, στην ιατρική, στη γεωργία, στη βιομηχανία καλλυντικών κ.ά.
Εκτός από τους χημικά συντιθέμενους επιφανειοδραστικούς παράγοντες έχουν αναφερθεί σήμερα αντίστοιχες ουσίες μικροβιακής προέλευσης, που είναι γνωστές ως βιοεπιφανειοδραστικές. Παρόλη την ευρεία χρήση των χημικά συντιθέμενων επιφανειοδραστικών ουσιών, λόγω του χαμηλού κόστους παραγωγής τους, τα βιολογικά επιφανειοδραστικά έχουν λάβει εκτεταμένη προσοχή τα τελευταία χρόνια λόγω των μοναδικών ιδιοτήτων τους. Έτσι, εκτός του ότι είναι μη-τοξικά, ορισμένα από αυτά έχουν επιδείξει πιο ειδικές και αποτελεσματικότερες επιφανειοδραστικές ιδιότητες σε σύγκριση με πολλές συμβατικές συνθετικές επιφανειοδραστικές ουσίες, παρέχοντας νέες δυνατότητες για βιομηχανικές εφαρμογές.
Οι βιοεπιφανειοδραστικοί παράγοντες ταξινομούνται σε διάφορες κατηγορίες ανάλογα με τη χημική τους σύνθεση, το φορτίο τους και τη μικροβιακή τους προέλευση. Η σύνθεσή τους γίνεται από μεγάλη ποικιλία μικροοργανισμών και θρεπτικών μέσων. Μια από τις σημαντικότερες κατηγορίες βιολογικά συντιθέμενων επιφανειοδραστικών παραγόντων είναι τα ραμνολιπίδια. Η πλειοψηφία των στελεχών που έχει αναφερθεί ότι παρουσιάζουν δυνατότητα παραγωγής βιοεπιφανειοδραστικών παραγόντων ανήκει στο γένος Pseudomonas και τα περισσότερα από αυτά έχουν ταυτοποιηθεί ως Ρ. aeruginosa. Ένα πρόσφατα ανακαλυφθέν βακτήριο, το οποίο ανήκει στο γένος Tetragenococcus, το οποίο βρέθηκε να παράγει βιοεπιφανειοδραστικούς παράγοντες, αποτελεί ο Tetragenococcus koreensis που αποτελεί και το αντικείμενο μελέτης της παρούσας εργασίας.
Στην παρούσα εργασία χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικής σύστασης συνθετικά θρεπτικά μέσα και μελετήθηκε η δυνατότητα ανάπτυξης του μικροοργανισμού καθώς και η ικανότητά του να συνθέσει βιοεπιφανειοδραστικούς παράγοντες. Επίσης μελετήθηκε η ικανότητα των προϊόντων στο σχηματισμό γαλακτωμάτων, στη μείωση της επιφανειακής τάσης, ενώ επίσης αναπτύχθηκε μεθοδολογία για τον ποσοτικό προσδιορισμό τους.
Η συμπεριφορά του μικροοργανισμού παρουσίασε αρκετές διαφοροποιήσεις στα θρεπτικά μέσα που χρησιμοποιήθηκαν τόσο ως προς τον ρυθμό ανάπτυξής του αλλά και ως προς την ικανότητα σύνθεσης προϊόντων.
|