Περίληψη: | Στην παρούσα διατριβή ερευνώ τη μορφολογική προσαρμογή λεξικών δανείων από τα Βενετσιάνικα και τα Ιταλικά στα Επτανησιακά, μια σύγχρονη νεοελληνική διάλεκτο. Υποστηρίζω ότι η προσαρμογή των λεξικών δανείων στα Επτανησιακά δεν είναι ένα ενιαίο, στατικό φαινόμενο αλλά συνιστά μια δυναμική διαδικασία, που αποτελείται από βαθμούς προσαρμογής/ενσωμάτωσης, όπως έχουν υποστηρίξει πολλοί ερευνητές γενικότερα για το δανεισμό μεταξύ διαφορετικών γλωσσικών συστημάτων, ανάμεσά τους, οι Bloomfield (1933), Haugen (1950: 213), Mackey (1970: 10), Jeffers & Lehiste (1979: 149), Filipović (1980,1981,1995), Poplack & Sankoff (1984: 106), Hock (1991: 397), Hoffmann (1991:102), McMahon (1994: 209), Αναστασιάδη - Συμεωνίδη (1994),Sočanac (1995), Hafez (1996: 3),Gorup (2000), Winford (2003: 59), Καραντζόλα & Φλιάτουρα (2004: 184), Katamba (2005: 164), Johanson (2002: 297), Gallova (2009: 26), Więcławska-Szymańska (2009: 39), Kayigema (2010: 104), Seidel (2010: 51), Creed (2012: 32), Galstyan (2012: 152) και Bogomolets (2014: 14). Οι βαθμοί ενσωμάτωσης των λεξικών δανείων που προτείνω είναι οι ακόλουθοι: α) Στοιχειώδης ενσωμάτωση με απλή μεταφορά των δανείων στη γλώσσα-στόχο, με θετικό μαρκάρισμα ως προς τη τιμή του γένους και τη γραμματική κατηγορία, αλλά χωρίς ένταξη στο κλιτικό σύστημα της γλώσσας-στόχου, χωρίς χρήση κάποιου παραγωγικού προσφύματος ως στοιχείου ενσωμάτωσης και χωρίς συμμετοχή των δανείων σε παράγωγους/σύνθετους σχηματισμούς, π.χ. καντσόνε (το) [Κεφ.] ‘το τραγούδι’ < ven. canzon (la) /it.canzone (la) ‘το τραγούδι’, β) Μερική ενσωμάτωση με προσαρμογή των δανείων στο κλιτικό σύστημα των Επτανησιακών και συχνά με χρήση ενός παραγωγικού προσφύματος ως στοιχείου ενσωμάτωσης, π.χ. κατζέλλο (το) [Ιθ.] ‘το συρτάρι’ < ven. scancello (il)/it. cancello (il) ‘το συρτάρι’, ατζαρδοσύνη (η) [Κεφ.] ‘το ρίσκο’ < it./ven.azzardo (il) ‘το ρίσκο’ + -οσύνη και γ) Πλήρης ενσωμάτωση με αφομοίωση των δανείων στο κλιτικό σύστημα της γλώσσας - στόχου και συμμετοχή σε παράγωγους αλλά και σύνθετους σχηματισμούς, π.χ. τυφλοκάντουνο (το) [Κεφ.] ‘ το αδιέξοδο’ < τυφλ(ός) + -ο- + καντούν(ι) (το) ‘ η πάροδος’ < it. cantone (il)/ ven. canton (il) ‘η πάροδος’. Προς επιβεβαίωση της παραπάνω υπόθεσης παραθέτω γλωσσικά δεδομένα από τα Επτανησιακά.
|