Αναγνώριση παρελθόντων σεισμών σε αρχαιολογικές ανασκαφές : το παράδειγμα της Τράπεζας Διακοπτού

Στην παράκτια ζώνη μεταξύ των οικισμών Τράπεζας και Διακοπτού, του Δ. Αιγιαλείας, βρίσκεται η θέση Γιαννιά, όπου κατά την τελευταία πενταετία (2007-2012) διενεργήθηκε από τη ΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων μεγάλη σωστική ανασκαφική έρευνα, στο πλαίσιο της κατασκευής της νέας σιδηρο...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος συγγραφέας: Μόσχου, Αγγελική
Άλλοι συγγραφείς: Κουκουβέλας, Ιωάννης
Μορφή: Thesis
Γλώσσα:Greek
Έκδοση: 2015
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:http://hdl.handle.net/10889/8661
Περιγραφή
Περίληψη:Στην παράκτια ζώνη μεταξύ των οικισμών Τράπεζας και Διακοπτού, του Δ. Αιγιαλείας, βρίσκεται η θέση Γιαννιά, όπου κατά την τελευταία πενταετία (2007-2012) διενεργήθηκε από τη ΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων μεγάλη σωστική ανασκαφική έρευνα, στο πλαίσιο της κατασκευής της νέας σιδηροδρομικής γραμμής Αθηνών – Πατρών. Στην ανωτέρω θέση, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως σε έκταση περίπου δύο στρεμμάτων κτιριακά κατάλοιπα από έναν άγνωστο μέχρι σήμερα αρχαίο οικισμό. Σύμφωνα με τα ευρήματα της ανασκαφής ιδρύθηκε στα τέλη της αρχαϊκής εποχής (τέλη 6ου αι. π.Χ. - αρχές 5ου αι. π.Χ.) και εγκαταλείφθηκε οριστικά στους ελληνιστικούς χρόνους (μετά τα μέσα του 3ου αι. π.Χ., μέσα στο τρίτο τέταρτο του 3ου αι. π.Χ.). Πρόσφατες επιφανειακές έρευνες συνδέουν τον οικισμό με την αρχαία πόλη Βούρα και σε συνδυασμό με τα ανασκαφικά στοιχεία οδηγούν στην εκτίμηση πως πρόκειται για το επίνειό της. Ο αρχαίος οικισμός βρίσκεται στη βάση του ανατολικού τμήματος του ρήγματος της Ελίκης και προσφέρεται για την ανάλυση της πιθανής επίπτωσης του ρήγματος στην εξέλιξή του. Για να διερευνηθεί αυτή η υπόθεση στην παρούσα εργασία αναλύονται τα χαρακτηριστικά δύο εκτεταμένων στρωμάτων καταστροφής από κτίρια που κατέρρευσαν μαζί με τη στέγη τους, διαρρήξεις του εδάφους πέριξ και εντός των κτιρίων, οι συστηματικές αλλοιώσεις σε δομικά στοιχεία, επιδιορθώσεις σε κτίρια, η εύρεση χώρων με το περιεχόμενό τους άθικτο κάτω από τα ερείπια, ίχνη φωτιάς, η μεγάλη αλλαγή στο πολεοδομικό σχέδιο που ακολούθησε την πρώτη καταστροφή και η ξαφνική και οριστική εγκατάλειψη του οικισμού μετά τη δεύτερη καταστροφή. Όλα τα ανωτέρω στοιχεία καταδεικνύουν δύο καταστροφικά σεισμικά γεγονότα μέσα σε χρονικό διάστημα ίσως μόλις είκοσι-τριάντα ετών, τα οποία εντάσσονται στις δύο τελευταίες φάσεις κατοίκησης του οικισμού. Ο πρώτος σεισμός χρονολογείται στο πρώτο με δεύτερο τέταρτο του 3ου αι. π.Χ. η πιθανά μόνο μέσα στο δεύτερο τέταρτο του 3ου αι. π.Χ. και ο δεύτερος σεισμός συνέβη λίγο μετά τα μέσα του 3ου αι. π.Χ., μέσα στο τρίτο τέταρτο του ίδιου αιώνα. Επιπλέον ενδείξεις για προγενέστερους σεισμούς και άλλες καταστροφές, αν και βρέθηκαν, δεν έγινε δυνατό να διερευνηθούν από την άποψη της περιόδου εκδήλωσής τους. Επίσης, άλλα φυσικά καταστροφικά φαινόμενα που έλαβαν χώρα πιθανά σχετίζονται με την κατάχωση του οικισμού μετά την εγκατάλειψή του. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν από τον αρχαίο οικισμό εγείρουν νέες σκέψεις για την πληρέστερη κατανόηση της δράσης του ρήγματος της Ελίκης στους ελληνιστικούς χρόνους, αλλά και την ανάκαμψη της περιοχής μετά το διάσημο σεισμό του 373 π.Χ. Συνακόλουθα, οι νέοι σεισμοί χρονολογημένοι με μεγάλη σχετικά ακρίβεια και τεκμηριωμένοι από την παρούσα αρχαιοσεισμολογική έρευνα, θα πρέπει να προστεθούν στους καταλόγους της Ιστορικής Σεισμικότητας. Η προσφορά της αρχαιολογικής έρευνας συνεπικουρούμενη από τη γεωλογική γνώση αναδεικνύεται πολύτιμη σε έναν τόπο, όπως η Αιγιάλεια, όπου η ενεργός τεκτονική καθορίζει το παρόν και το μέλλον της.