Περίληψη: | Η τρέχουσα κρίση της ελληνικής οικονομίας οδήγησε σε ραγδαία αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ο έλεγχος και η διαχείριση των επισφαλών πελατών αποτελεί υπόθεση ζωτικής σημασίας για τη βιωσιμότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Η ασύμμετρη πληροφόρηση κατά το χρόνο χορήγησης των δανείων, οδήγησε σε εσφαλμένες επιλογές δανειοδότησης (adverse selection), με αποτέλεσμα την έκθεση των πιστωτικών ιδρυμάτων σε υψηλότερο από τον επιθυμητό πιστωτικό κίνδυνο. Στη προσπάθεια τους να περιορίσουν την έκθεση σε πρόσθετους κινδύνους κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι διοικήσεις των τραπεζών ακολούθησαν πολιτική επιλεκτικής εξυπηρέτησης της πελατείας τους (credit rationing), γεγονός που οδήγησε σε πιστωτική ασφυξία της εθνικής οικονομίας. Παράλληλα, η παρεμβατική πολιτική του κράτους, απόρροια της αδυναμίας συμβατικής αντιμετώπισης της ύφεσης (αδυναμία άσκησης δημοσιονομικής – νομισματικής πολιτικής), οδήγησε σε αύξηση του ποσοστού των δανειοληπτών που συνειδητά επιλέγουν τη μη εξυπηρέτηση των δανειακών τους υποχρεώσεων (ηθικός κίνδυνος – moral hazard). Στη παρούσα διατριβή αξιολογούμε την αποτελεσματικότητα του τραπεζικού μάνατζμεντ μέσω της μέτρησης της πιστοληπτικής ικανότητας των δανειοδοτούμενων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, κατά τη διάρκεια της κρίσης. Χρησιμοποιώντας στοιχεία αιτήσεων επιχειρηματικών δανείων που χορηγηθήκαν από μία εκ των 4ων εγχώριων συστημικών τραπεζών το 2005, μελετάμε τη συμπεριφορά τους κατά τη διετία Αύγουστος 2010 – Ιούλιος 2012. Αρχικά, παρατηρείται σημαντική αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων καθώς βαθαίνει η κρίση. Επίσης, παρατηρούμε ότι τα δάνεια που εμφανίζουν περισσότερες από 90 ημέρες καθυστέρησης κατά το 1ο έτος, σημειώνουν περαιτέρω επιδείνωση κατά το 2ο έτος, με συμπέρασμα να κρίνεται επιτακτική η εστίαση των τραπεζών στην αποφυγή μετάπτωσης των δανείων σε περισσότερες από 90 ημέρες καθυστέρηση. Με βάση το μοντέλο της διωνυμικής λογαριθμικής παλινδρόμησης, προκύπτει ότι οι παράγοντες που σχετίζονται με την οικονομική ευρωστία των δανειοληπτών (ακίνητη περιουσία, ιδιόκτητες εγκαταστάσεις, ιδιόκτητη κατοικία), η ισχυρή εξασφάλιση, η προϋφιστάμενη καταθετική συνεργασία με το δανειολήπτη και η πολυετής λειτουργία της επιχείρησης, σημειώνουν διαχρονικά αρνητική συσχέτιση με τη πιθανότητα ενός δανείου να χαρακτηρισθεί ως μη εξυπηρετούμενο. Αντιθέτως, η ύπαρξη δυσμενών στοιχείων, ο υψηλός λόγος «ύψος δανείου προς κύκλο εργασιών», η ύπαρξη προϋφιστάμενης δανειακής συνεργασίας και η ηλικία του δανειολήπτη επηρεάζουν θετικά τη πιθανότητα ενός δανείου να εμφανίσει προβληματική συμπεριφορά. Για την εξέλιξη της επίδρασης των ανεξάρτητων μεταβλητών στη διαμόρφωση πρόσθετων μη εξυπηρετούμενων δανείων, κατά τη διάρκεια της διετίας, χρησιμοποιούμε το μοντέλο πολυωνυμικής λογαριθμικής παλινδρόμησης. Παρατηρούμε ότι οι παράγοντες «ιδιόκτητες εγκαταστάσεις», «λόγος ύψος δανείου προς κύκλο εργασιών», «προϋφιστάμενη καταθετική συνεργασία» και «ενοικιαζόμενη κατοικία» εμφάνισαν αντιστροφή της επίδρασης κατά το μήνα Ιούλιο 2012. Τέλος, συγκρίνουμε το μοντέλο credit scoring που εφάρμοζε η τράπεζα με τα μοντέλα: διωνυμική λογαριθμική παλινδρόμηση, δένδρα αποφάσεων, νευρωνικό δίκτυο “Multilayer perceptron” και νευρωνικό δίκτυο “Radial Basis Function”. Από τη μελέτη μας προκύπτει ότι το αποτελεσματικότερο μοντέλο είναι το νευρωνικό δίκτυο “Multilayer perceptron”, ενώ ακολουθούν η διωνυμική λογαριθμική παλινδρόμηση και τα δένδρα αποφάσεων. Το μοντέλο που χρησιμοποιούσε η τράπεζα εμφάνισε, διαχρονικά, τις χειρότερες επιδόσεις. Σε γενικές γραμμές, οι επιλογές του τραπεζικού μάνατζμεντ θα μπορούσαν να περιορίσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Επιπροσθέτως, θα πρέπει οι διοικήσεις των τραπεζών να εστιάσουν στον έλεγχο των μη εξυπηρετούμενων δανείων προκειμένου να αποφευχθεί περαιτέρω αύξησή τους, καθώς επίσης να εστιάσουν στη χρηματοδότηση των υγιών επιχειρήσεων, με βάση σύγχρονα μοντέλα μέτρησης της πιστοληπτικής ικανότητας.
|