Περίληψη: | Στόχος της παρούσας διατριβής είναι να εξετάσει τον ρόλο των προσφωνήσεων ρε και ρε παιδί μου στις συνομιλιακές αφηγήσεις. Στο θεωρητικό μέρος διερευνώ κατά πόσο οι προσφωνήσεις μπορούν να ενταχτούν στους πραγματολογικούς δείκτες, δηλαδή σε εκείνα τα γλωσσικά στοιχεία που αναδεικνύουν τη διαδοχική οργάνωση του λόγου, τις στάσεις του ομιλητή απέναντι στο εκφώνημά του ή/και στους συνομιλητές του. Στην ανάλυση, συνδυάζοντας μεθοδολογικές αρχές από την Ανάλυση της Συνομιλίας με το αφηγηματικό μοντέλο του Labov (1972), εντοπίζω τα τυπικά και τα λειτουργικά χαρακτηριστικά των ρε και ρε παιδί μου, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις λειτουργίες που επιτελούν στο κειμενικό, υποκειμενικό και διυποκειμενικό επίπεδο λόγου.
Βάσει των ποιοτικών πορισμάτων της εργασίας, υποστηρίζω ότι οι συμμετέχοντες στην αφηγηματική διαδικασία χρησιμοποιούν τις υπό εξέταση προσφωνήσεις-πραγματολογικούς δείκτες ως μέσα επιτέλεσης σημαντικών (αφηγηματικών) δραστηριοτήτων. Πιο συγκεκριμένα, οι αφηγητές καταφεύγουν στη χρήση του ρε για να αναδείξουν τα απροσδόκητα γεγονότα, τις μη αναμενόμενες παρασκηνιακές πληροφορίες ή αξιολογικά σχόλια που περιλαμβάνουν οι εξιστορήσεις τους και οι αποδέκτες προκειμένου να προβάλλουν την ευθυγράμμισή τους απέναντι σε όσα προβάλλει ο αφηγητής ως αποκλίνοντα από τις συνήθεις συμβάσεις. Τέλος, οι αφηγητές χρησιμοποιούν το ρε παιδί μου κυρίως για να επισημάνουν τη διευθέτηση ζητημάτων αφηγηματικής οργάνωσης, όπως η εύρεση κατάλληλης διατύπωσης, η αναδιατύπωση, η επαναφορά στην αφήγηση μετά από παρέκβαση και η μετάβαση στην αναπαράσταση των λεκτικών διεπιδράσεων των πρωταγωνιστών της ιστορίας.
|