Περίληψη: | Στη Β. Άνδρο εμφανίζονται πετρώματα κυρίως της ενότητας Μακροταντάλου. Η ενότητα αυτή αποτελεί μια πολύ-μεταμορφωμένη και παραμορφωμένη ενότητα, που αρχικά είχε ενταχθεί στην ανώτερη ενότητα της Αττικό-κυκλαδικής Μάζας, λόγω έλλειψης στοιχείων μεταμόρφωσης υψηλών πιέσεων. Πρόσφατα, όμως, η εύρεση τέτοιων στοιχείων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ενότητα Μακροταντάλου αποτελεί τμήμα της Πελαγονικής ζώνης, το οποίο αποκόπηκε από αυτή και καταβυθίστηκε. Στη συνέχεια η ενότητα ενσωματώθηκε στο κυανοσχιστολιθικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Όμως, η σχέση και η επαφή με τις γύρω ενότητες, αλλά και η εξέλιξη της, παραμένουν ασαφή. Σκοπός της παρούσας μεταπτυχιακής εργασίας είναι η δημιουργία ενός γεωλογικού-τεκτονικού χάρτη στην περιοχή της βόρειας Άνδρου και η μεγασκοπική και μεσοσκοπική τεκτονική ανάλυση των παραμορφωτικών φάσεων που έδρασαν στην περιοχή.
Από τα στοιχεία της υπαίθριας χαρτογράφησης που πραγματοποιήθηκε προέκυψε ο διαχωρισμός των πετρωμάτων της περιοχής σε δυο τεκτονικές ενότητες την ανώτερη και την κατώτερη. Η ανώτερη ενότητα (Μακροταντάλου) περιέχει τρεις λιθολογικές υποενότητες. Στη βάση της εντοπίζεται η λιθολογική υποενότητα των επιδοτιτικών σχιστολίθων, οι οποίοι υπόκεινται της υποενότητας των χαλαζιακών σχιστολίθων. Επίσης, σε διάφορες δομικές θέσεις της ανώτερης ενότητας εμφανίζεται η υποενότητα των μαρμάρων, κυρίως δολομιτικής σύστασης. Η κατώτερη ενότητα περιέχει δυο λιθολογικές υποενότητες. Την υποενότητα των ασβεστιτικών σχιστολίθων και την υποενότητα των ασβεστιτικών μαρμάρων. Τα ασβεστιτικά μάρμαρα, επίσης εντοπίζονται σαν ενδιαστρώσεις μέσα στους σχιστόλιθους με πάχη που μπορεί να κυμαίνονται από λίγα εκατοστά μέχρι αρκετά μέτρα. Τέλος, μετά-οφιολιθικά σώματα, πλήρως εξαλλοιωμένα, εντοπίζονται σε όλες τις λιθολογικές υποενότητες της περιοχής μελέτης.
Από την τεκτονική ανάλυση που πραγματοποιήθηκε στα πετρώματα της βόρειας Άνδρου, προέκυψαν τέσσερις φάσεις παραμόρφωσης. Η πρώτη φάση παραμόρφωσης D1 πραγματοποιήθηκε σε πλαστικές συνθήκες και σχετίζεται με τη δημιουργία μιας φολίωσης S1, η οποία εντοπίζεται ως έντονα κεκλιμένη με διευθύνσεις κλίσεως προς τα ΔΒΔ και τα ΑΝΑ. Στην περίπτωση που η κλίση της φολίωσης έχει μέτρια τιμή, αυτή έχει επηρεαστεί από επόμενες φάσεις παραμόρφωσης. Σε ορισμένες θέσεις η πρώιμη φολίωση S0, διακρίνεται στις αρθρώσεις των ισοκλινών πτυχών F1. Επίσης, αναγνωρίστηκε μια κρυσταλλική γράμμωση L1, η οποία βυθίζεται κυρίως προς τα ΒΒΔ και τα ΝΝΑ, με μικρές γωνίες βύθισης. Σε μερικές θέσεις όμως η γράμμωση L1 βυθίζεται προς τα ΝΔ με μέτριες γωνίες βύθισης. Τέλος κοντά στην επαφή ανώτερης και κατώτερης ενότητας, παρατηρείται μια πύκνωση της S1 φολίωσης και η δημιουργία S1 μυλωνιτών. Κινηματικοί δείκτες, μεσοσκοπικής κλίμακας, στις μυλωνιτικές ζώνες, δείχνουν μια ασυμμετρία προς τα ΑΝΑ. Η δεύτερη φάση παραμόρφωσης D2 δημιούργησε όρθιες έως έντονα κεκλιμένες πτυχές, μεγασκοπικής έως μεσοσκοπικής κλίμακας. Οι άξονες των πτυχών της D2 έχουν διεύθυνση ΒΒΔ-ΝΝΑ/κή με μικρές γωνίες βύθισης. Οι πτυχές αυτές παραμορφώνουν την φολίωση S1, χωρίς, όμως, να παρατηρείται δημιουργία φολίωσης ή/και κρυσταλλικής γράμμωσης σε αυτή τη φάση παραμόρφωσης. Το τρίτο παραμορφωτικό γεγονός D3 αποτελεί την κύρια φάση πλαστικής παραμόρφωσης που εντοπίζεται στα πετρώματα της περιοχής. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι η ανάπτυξη φολίωσης S3, η οποία έχει ΔΒΔ-κή διεύθυνση κλίσης, με μέτριες έως ήπιες τιμές, ενώ υπάρχει ποικιλία στην ένταση της, αφού εντοπίζεται από σχισμός ρυτίδωσης έως μυλωνιτική φολίωση. Στα επίπεδα της S3 φολίωσης φιλοξενείται κρυσταλλική γράμμωση L3, με διεύθυνση ΒΑ-ΝΔ και μικρές γωνίες βύθισης. Η S3 φολίωση, γενικά, είναι παράλληλη με τα αξονικά επίπεδα της F3 πτύχωσης. Οι πτυχές F3 έχουν διεύθυνση αξόνων ΒΒΑ-ΝΝΔ, με μικρές γωνίες βύθισης, ενώ χαρακτηρίζονται από σφικτές και κεκλιμένες έως ανεστραμμένες. Τα μεγασκοπικά αντίκλινα παρουσιάζουν ασυμμέτρια τύπου- Ζ (κοιτώντας προς τα ΒΑ) έχοντας ροπή προς τα ΝΑ. Οι F3 παρασιτικές πτυχές εμφανίζουν ασυμμετρία τύπου- Ζ αλλά και τύπου- S. Οι πτυχές αυτές έχουν την τάση να συσσωρεύουν το υλικό στις αρθρώσεις των μεγασκοπικών πτυχών. Επίσης, η ποικιλία στην ένταση της S3, οφείλεται σε δυο παράγοντες. Αρχικά, στη διαφορά σκληρότητας μεταξύ των διαφόρων λιθολογικών σχηματισμών, αλλά κυρίως στον εντοπισμό της παραμόρφωσης σε πλαστικές ζώνες διάτμησης. Οι ζώνες αυτές έχουν ΒΑ-ΝΔ/κή διεύθυνση και σε πολλές περιπτώσεις φαίνεται να μετασχηματίζουν την αρχική τεκτονική επαφή ανώτερης και κατώτερης ενότητας, τοποθετώντας την κατώτερη ενότητα πάνω στην ανώτερη. Όσον αφορά την κινηματική αυτής της φάσης παραμόρφωσης αναγνωρίστηκαν διάφοροι τύποι κινηματικών δεικτών σε όλη την έκταση της περιοχής, όπως για παράδειγμα C/S ταινιωτές δομές και σιγμοειδή μεσοσκοπικής κλίμακας. Οι δείκτες αυτοί, έχουν σχεδόν στο σύνολο τους, ασυμμετρία προς τα ΒΑ. Κατά την τέταρτη φάση παραμόρφωσης D4, η οποία συνέβη στην μετάβαση από τις πλαστικές σε ημι-εύθραυστες συνθήκες, δημιουργήθηκαν πτυχές συστροφής, με άξονες ΒΒΔ-ΝΝΑ διεύθυνσης. Οι πτυχές συστροφής εντοπίζονται και στις δυο τεκτονικές ενότητες και παραμορφώνουν την φολίωση S3.
Συμπερασματικά, δημιουργήθηκε μοντέλο εξέλιξης της παραμορφωτικής ιστορίας της Β. Άνδρου, όπου κατά την πρώτη φάση παραμόρφωσης τοποθετείται η ανώτερη πάνω στην κατώτερη ενότητα, με ΑΝΑ/κής διεύθυνσης κίνηση, πιθανώς σε συνθήκες υψηλών πιέσεων μεταμόρφωσης, ενώ η δεύτερη φάση παραμόρφωσης χαρακτηρίζεται από ΒΒΔ-ΝΝΑ/κής διεύθυνσης όρθιες πτυχές, οι οποίες πτυχώνουν την αρχική επαφή. Κατά την τρίτη, κύρια φάση παραμόρφωσης δημιουργείται πτύχωση με άξονες ΒΒΑ-ΝΝΔ/κής διεύθυνσης, η οποία προκαλεί στροφή των αξόνων της όρθιας D2 πτύχωσης. Από τα τρισδιάστατα μοντέλα που δημιουργήθηκαν δεν προκύπτουν σαφείς δομές επαναπτύχωσης κατά την υπέρθεση των F3 στις όρθιες πτυχές, γεγονός που δικαιολογεί την απουσία ανάλογων επαναπτυχώσεων σε μεσο-σκοπικό πεδίο. Επίσης, όσον αφορά την τεκτονική σημασία των αποτελεσμάτων, η ΑΝΑ/κής διεύθυνσης κίνηση των καλυμμάτων κατά τη D1 και D2 φάσεις παραμόρφωσης (πιθανώς κατά το Ηώκαινο) εμφανίζεται σχεδόν παράλληλη στην σχετική διεύθυνση σύγκλισης Αφρικής-Ευρασίας στη διάρκεια του Ηωκαίνου, ενώ η ΒΑ/κής διεύθυνσης κίνηση κατά την D3 φάση παραμόρφωσης φαίνεται να ταυτίζεται με τη μεταβολή της διεύθυνσης σύγκλισης των πλακών κατά το Ολιγόκαινο-Μεικόκαινο.
|