Περίληψη: | Τα νησιά αποτελούν σημαντικά φυσικά «εργαστήρια» για πολλές οικολογικές, εξελικτικές και βιογεωγραφικές μελέτες. Επίσης, αποτελούν αναγνωρισμένα κέντρα ειδών με μικρή γεωγραφική εξάπλωση (κέντρα ενδημισμού), αλλά ταυτόχρονα όμως χαρακτηρίζονται από χαμηλότερη ποικιλομορφία σε σύγκριση με τις γειτονικές ηπειρωτικές περιοχές. Η Ελλάδα έχει δύο αρχιπελάγη, το Αιγαίο και το Ιόνιο, τα οποία φιλοξενούν ένα μεγάλο αριθμό ενδημικών και απειλούμενων φυτικών ειδών. Παρά το γεγονός ότι στο Αιγαίο έχουν πραγματοποιηθεί πολλές νησιωτικές βιογεωγραφικές μελέτες, στο Ιόνιο οι μελέτες αυτές είναι αρκετά περιορισμένες και μέχρι σήμερα δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία συγκριτική έρευνα μεταξύ των δύο πελάγων.
Τα νησιά και οι νησίδες του Ιονίου και το Αιγαίου πελάγους παρουσιάζουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά όσον αφορά στους βιογεωγραφικούς παράγοντες που επιδρούν στο συνολικό αριθμό φυτικών ειδών, αλλά παρουσιάζουν διαφορετικά πρότυπα ενδημισμού. Τα μικρά ποσοστά ενδημισμού στα νησιά του Ιονίου πελάγους σε σχέση με εκείνα σε διαφορετικές φυτογεωγραφικές περιοχές του Αιγαίου αποδίδονται σε σημαντικό βαθμό στη σχετικά πρόσφατη απομόνωση, στην κοντινή απόσταση από την ηπειρωτική περιοχή, καθώς και στο γεγονός ότι τα νησιά του Ιονίου δέχονται μεγαλύτερα ύψη βροχόπτωσης και χαρακτηρίζονται από πυκνότερη και υψηλότερη βλάστηση σε σχέση με τα νησιά του Αιγαίου.
Για τα μικρονησιωτικά συμπλέγματα των Εχινάδων και των νησίδων της Λ/θ Μεσολογγίου και του Αμβρακικού κόλπου η γνώση της ποικιλότητας φυτικών ειδών και των παραγόντων που την επηρεάζουν, η μελέτη των διαφορετικών μονάδων βλάστησης και η συσχέτισή τους με το έδαφος και η παρακολούθηση της κατάστασης διατήρησης των τύπων οικοτόπων τους συμπληρώνει τα κενά που υπήρχαν στη γνώση για το φυσικό περιβάλλον και την αποτελεσματική αειφορική διαχείριση των Εθνικών Πάρκων "Λιμνοθαλασσών Μεσολογγίου – Αιτωλικού, κάτω ρου και εκβολών ποταμών Αχελώου και Εύηνου και νήσων Εχινάδων» και "Υγροτόπων Αμβρακικού» στα οποία ανήκουν. Τα μικρονησιωτικά συμπλέγματα που μελετήθηκαν φιλοξενούν σημαντικό αριθμό ειδών και παρουσιάζουν υψηλή συνολική ετερογένεια, αλλά φιλοξενούν πολύ μικρό αριθμό ενδημικών taxa. Όσον αφορά στο ρόλο των γεωγραφικών παραγόντων που καθορίζουν το συνολικό αριθμό των ειδών που φιλοξενούνται στις νησίδες που μελετήθηκαν, η ανάλυση παλινδρόμησης έδειξε ότι η επιφάνεια και το υψόμετρο είναι οι κύριοι παράγοντες που καθορίζουν το συνολικό αριθμό ειδών, ενώ η απόσταση από την ηπειρωτική περιοχή διαδραματίζει ένα δευτερεύοντα ρόλο στη συνολική ποικιλότητα της περιοχής.
Στο πλαίσιο της φυτοκοινωνιολογικής έρευνας της βλάστησης των νησίδων του μικρονησιωτικού συμπλέγματος των Εχινάδων, της λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου και του Αμβρακικού κόλπου διενεργήθηκαν συνολικά 179 δειγματοληψίες βλάστησης, εφαρμόζοντας τις αρχές του συστήματος του BRAUN-BLANQUET. Κατά τη συνταξινομική φάση, αναγνωρίστηκαν συνολικά 23 μονάδες βλάστησης, οι οποίες εντάσσονται σε 11 Συνενώσεις, 10 Τάξεις και 9 Κλάσεις. Επιπλέον, πραγματοποιήθηκαν συνολικά 28 εδαφικές δειγματοληψίες, όπου σε κλάσμα εδάφους <2mm αναλύθηκε η μηχανική σύσταση του εδάφους και εξετάστηκαν οι φυσικοχημικές του ιδιότητες. Έπειτα, διερευνήθηκαν οι οικολογικές συνθήκες ανάπτυξης των μονάδων βλάστησης, και η συσχέτιση τους με τις φυσικοχημικές ιδιότητες του εδάφους, χρησιμοποιώντας πολυμεταβλητές μεθόδους ταξινόμησης και κατάταξης.
Η παρακολούθηση της κατάστασης διατήρησης δομών και λειτουργιών των τύπων οικοτόπων στο σύμπλεγμα των Εχινάδων νήσων έδειξε ότι ο βαθμός διατήρησης τους σε όλους τους τύπους οικοτόπων κρίνεται Ικανοποιητικός (FV) σε όλα τα κελιά. Αντίστοιχα, οι προοπτικές διατήρησης των δομών και λειτουργιών στην πλειοψηφία των Τ.Ο αξιολογούνται καλές (GOOD). Τέλος, η συνολική αξιολόγηση της αξίας της κάθε προστατευόμενης περιοχής του Ιονίου για τη διατήρηση των τύπων οικοτόπων του Παραρτήματος I της οδηγίας 92/43/EOK κρίθηκε κατά μέσο όρο "Καλή".
|